Μενού Κλείσιμο

Γιώργος Αλισάνογλου

Απομαγνητοφώνηση

Γεια σας, κύριε Αλισάνογλου. Καταρχήν ευχαριστούμε πάρα πολύ που είστε εδώ μαζί μας και δεχτήκατε να κάνουμε αυτή τη συνέντευξη.

Κι εγώ. Κι εγώ. Καλησπέρα.

Ας το πάρουμε απ’ την αρχή. Εσείς έχετε τριπλό ρόλο ως μεταφραστής, ως εκδότης, ως ποιητής ο ίδιος. Ας ξεκινήσουμε όμως απ’ τη μετάφραση. Πώς ξεκινήσατε να μεταφράζετε; Πώς προέκυψε στη ζωή σας;

Ναι. Αυτό που είπατε περί τριπλού ρόλου, για μένα είναι, θα έλεγα, ένας ρόλος: είναι ο ρόλος του αναγνώστη. Η μετάφραση για μένα ξεκίνησε από πολύ, θα ‘λεγα, νεαρή ηλικία, ίσως από τα είκοσί μου, δεκαεννέα, είκοσι χρόνων, ως αναγνώστης κειμένων. Πρωτίστως δηλαδή προσπαθώ να μεταφράσω την ίδια την ελληνική γλώσσα με την έννοια του αναγνώστη. Δηλαδή πώς περνάει αυτό το επίπεδο της γραφής πολύ σημαντικών κειμένων ή ποίησης, θεάτρου, λογοτεχνίας… Πώς περνάει αυτό και πώς πέρασε από άλλες γλώσσες στην ελληνική γλώσσα –από άλλους μεταφραστές, εννοώ– και πώς αυτή η ίδια η ελληνική γλώσσα, η ίδια, ακόμα και τα πρωτότυπα κείμενα της ελληνικής γλώσσας, πώς αυτός ο πλούτος που έχουμε, πώς πέρασε σε εμένα σε επίπεδο αναγνωστικό. Κι αυτό είναι μια διαδικασία μετάφρασης για μένα. Ήταν η πρώτη μου επαφή μ’ αυτό. Δηλαδή να εξορύξω αυτό τον πλούτο, που λέω, ως βαθυκόρος, να μπω μέσα και να τον βγάζω. Αυτό ήτανε μια πρόκληση για να μπορέσω να κάνω κι εγώ κάτι, δηλαδή σαν άσκηση ύφους, να μπορέσω να αποπειραθώ να μεταφράσω ένα μικρό κείμενο, ας πούμε. Ξεκίνησα να μεταφράζω στίχους από συγκροτήματα ή από μπάντες ή από αγαπημένους ποιητές της ροκ, γιατί είχαμε τότε κάποιες μπάντες που παίζαμε και μεταφράζαμε στίχους για να τους κάνουμε στα ελληνικά και να τους τραγουδήσουμε και να τους μεταγράψουμε. Έτσι ξεκίνησε. Και αυτό έχει να κάνει πάρα πολύ και με τη μουσική, όπως καταλαβαίνετε, και με τον ρυθμό. Δηλαδή η μετάφραση και φυσικά η γλώσσα έχει να κάνει με τον ρυθμό, έχει να κάνει με τη μουσική, με τον εσωτερικό ρυθμό, με τη ρίμα, φυσικά, και με όλα αυτά. Και αυτό ήτανε μια πρόκληση. Απλώς, άμα το πάμε μετά σε ένα επίπεδο καθαρά πώς μεταφράζεις κάτι για να μπει σε βιβλίο ή να γίνει βιβλίο, δηλαδή μιλώντας για λογοτεχνική μετάφραση που πιάνει ίσως την ποίηση, το θέατρο, το μυθιστόρημα και το όριο, ας πούμε, ότι είναι ένας φιλοσοφικός, στοχαστικός λόγος και εκεί σταματάει μάλλον η λογοτεχνική μετάφραση, γιατί μετά πάμε στις τεχνικές μεταφράσεις. Ε, λοιπόν, εκεί πέρα τίθενται άλλα ζητήματα. Δηλαδή δεν έχει να κάνει μόνο με θέματα που αφορούν τον μεταφραστή και το κείμενο –τον συγγραφέα, δηλαδή, που θα μεταφράσει–, έχει να κάνει φυσικά πρωτίστως μ’ αυτό, αλλά για μένα έχει να κάνει και με κάτι άλλο που είναι πολύ σημαντικό, με μια διαδικασία που είναι πολύ πιο ζωτικής σημασίας και είναι ο ίδιος ο δέκτης. Ο δέκτης αυτής της μετάφρασης. Δηλαδή όταν μεταφράζεις κάτι στον 21ο αιώνα, μιλάμε για τώρα, ή και παλαιότερα, θα πρέπει να το δεις και να το εναρμονίσεις ίσως –αυτό είναι μεγάλο ερώτημα και μεγάλη συζήτηση– με τι; Δηλαδή πού το αποδίδεις αυτό και πού το απευθύνεις; Φυσικά στον αναγνώστη, έτσι; Σ’ έναν εν δυνάμει αναγνώστη. Αλλά αυτός ο αναγνώστης διερωτάσαι ως μεταφραστής ή ως ένας αναγνώστης πεπειραμένος εσύ ο ίδιος ο μεταφραστής, διερωτάσαι αυτό το κοινό, το αναγνωστικό κοινό, είναι έτοιμο για να αναγνώσει, για να διαβάσει μια τέτοια μετάφραση ενός δύσκολου κειμένου; Γιατί με αφορούν πάρα πολύ τα δύσκολα κείμενα. Η ποίηση είναι, όπως καταλαβαίνετε ή γνωρίζετε, χάνει πάρα πολύ στη μετάφραση, γιατί είναι ποίηση, έχει όλες αυτές τις διαστρωματώσεις.

Αυτό το σκέφτεστε και από την πλευρά του εκδότη;

Ναι, ναι, πάρα πολύ. Και αυτό είναι άρρηκτα, όπως είπα στην αρχή, συνδεδεμένο με την πλευρά του αναγνώστη, του συγγραφέα, του μεταφραστή και του εκδότη. Όλο αυτό έχει να κάνει με τη γραφή, με το κείμενο, έτσι; Και το σκέφτομαι και από την πλευρά του εκδότη ως περικείμενο. Δηλαδή περνώντας από τη γραφή αυτή τη μετάφραση στο πώς θα περάσει αυτό σε επίπεδο βιβλίου και τυπογραφείου και έκδοσης, ε, ναι, αυτό είναι το περικείμενο. Δηλαδή πώς, και αν θα πρέπει, και γιατί πρέπει να βγει αυτό σε βιβλίο; Κι αν θα βγει, πού θα απευθυνθεί; Σε ποιο κοινό; Πάντα μιλάω για το κοινό, το αναγνωστικό κοινό, μιλάω για τον κάθε λαό, για το κάθε έθνος, και για τον κάθε άνθρωπο που κατοικεί και ενοικεί σε μια επικράτεια, τον πολιτισμό που έχει αυτός ο λαός.

Αυτός είναι ο κοινός παρονομαστής.

Ναι, αυτός είναι. Δηλαδή, ξεκινώντας απ’ το πρωτότυπο κείμενο, περνώντας στη μετάφραση και από εκεί στην έκδοση ενός βιβλίου ή ενός περιοδικού λογοτεχνικού, ο κοινός παρονομαστής ακριβώς είναι ο δέκτης, είναι το αναγνωστικό κοινό που, όπως καταλαβαίνετε και γνωρίζετε, ίσως σε κάθε χώρα διαφέρει η πρόσληψη αυτή γιατί έχουν έναν άλλο πολιτισμό ίσως χαμηλότερο ή υψηλότερο. Δηλαδή ως δέκτες εννοώ. Δηλαδή, θέλω να πω ότι συγγραφέας και ο μεταφραστής είναι υπεύθυνοι, φυσικά, καταρχήν για το κείμενο και πώς θα περάσει σε μια άλλη γλώσσα, στην ελληνική γλώσσα εν προκειμένω, αλλά υπάρχει εκεί πέρα και ένα μεγάλο στοίχημα για τον μεταφραστή, στο πώς θα περάσει μια μετάφραση πιστή και στις λέξεις και στις έννοιες που πρέπει να περάσει ένα μυθιστόρημα, για παράδειγμα, ή ένα ποιητικό βιβλίο όσο μπορεί πιο κοντά στο πρωτότυπο, αλλά πώς θα το περάσει στην ελληνική γλώσσα. Θέλω να πω ότι ένας συγγραφέας, όταν γράφει ένα πρωτότυπο κείμενο ίσως να μην τον ενδιαφέρει ο αναγνώστης. Σου λέει, ο αναγνώστης ας ψάξει να με βρει αν τον ενδιαφέρει κάτι, μπορεί να του αρέσει, μπορεί και όχι, αλλά θα βρω κάποιο μικρό κοινό. Ενώ έναν μεταφραστή που μεταφράζει ένα σημαντικό ξένο μυθιστόρημα τον ενδιαφέρει και τον αφορά πολύ περισσότερο το αναγνωστικό κοινό. Γιατί, όπως καταλαβαίνετε, είναι ένα βιβλίο το οποίο θα μείνει στη βιβλιοθήκη, εννοώ στην παρακαταθήκη της ελληνικής γλώσσας. Οπότε τον ενδιαφέρει πάρα πολύ. Κάποιος που μεταφράζει, παράδειγμα, Τα άνθη του κακού του Μποντλέρ [Baudelaire] ξανά ή κάποια έργα του Γουίλιαμ Σέξπιρ [William Shakespeare] και άλλους, σύγχρονους του 20ού, 21ου αιώνα, τον ενδιαφέρει και θα πρέπει, οφείλει να τον ενδιαφέρει και να τον αφορά αυτό, πώς δηλαδή θα αφήσει όσο το δυνατόν μια καλύτερη μετάφραση στο αναγνωστικό κοινό.

Υπό αυτή την έννοια τι θα λέγατε, λοιπόν, ότι σημαίνει «μεταφράζω»; Τι σημαίνει για σας;

Αυτή είναι η καλή και η δύσκολη ερώτηση πάντα που κάνετε εσείς οι μεταφραστές. Εννοώ οι δημοσιογράφοι-μεταφραστές. Κοιτάξτε, το «μεταφράζω» είναι να αποδώσεις, όσο μπορείς καλύτερα, πιο πιστά και πιο υπεύθυνα στη γλώσσα σου ένα ξένο κείμενο και να μπορείς να το γεφυρώσεις, να βρεις λύσεις και να γεφυρώσεις αυτό το χάσμα που υπάρχει μεταξύ των γλωσσών. Κι έτσι να ανοίξεις δρόμους –γιατί δρόμους ανοίγει η μετάφραση, αυτό δεν κάνει;– να ανοίξεις δρόμους και κατευθύνσεις και συνομιλία με άλλους λαούς και με άλλες γλώσσες. Για μένα αυτή είναι η μετάφραση, είναι μια γέφυρα η οποία θα πρέπει να είναι όσο γίνεται πιο στέρεη, να έχει δυνατά θεμέλια, για να μπορέσει να ανοίξει πιο άμεσα, και πιο όμορφα, και πιο εύκολα ίσως, και πιο μαγικά, με τον τρόπο που ξέρει και κάνει η λογοτεχνία, αυτούς τους δρόμους της συνομιλίας με άλλες γλώσσες.

Και τι δυσκολίες συναντάει ένας μεταφραστής με το κείμενο κυρίως για αρχή, στην προσπάθειά του να ανοίξει αυτούς τους δρόμους, να φτιάξει αυτές τις γέφυρες; Τι μεταφραστικά προβλήματα συναντά;

Νομίζω ότι είναι όλο μια δυσκολία εξαρχής. Απλώς είναι κι ένα στοίχημα που βάζει ένας μεταφραστής, ένας άνθρωπος που αποπειράται να κάνει μια τέτοια μετάφραση λογοτεχνική, και όχι τεχνική –και το διαχωρίζω αυτό, γιατί οι τεχνικές μεταφράσεις, όπως καταλαβαίνετε, εξυπηρετούν κάτι το οποίο έχει να κάνει με αγορά, με άμεσα πράγματα τα οποία χρειάζονται εταιρείες, προϊόντα ή οτιδήποτε–, αλλά σε μια λογοτεχνική μετάφραση θα πρέπει να είναι υπεύθυνος στο τι παραδίδει και πώς το αποδίδει αυτό εδώ πέρα. Νομίζω τα τελευταία είκοσι χρόνια, ίσως και λίγο παραπάνω, έχουμε πολύ καλές μεταφράσεις στην Ελλάδα, σε εκδοτικούς οίκους που τυπώνονται και σε περιοδικά. Έχει ανέβει πάρα πολύ το επίπεδο πια. Και από μεγάλες γλώσσες και από τις μικρότερες, που λέμε, γλώσσες. Μεταφράζονται πολλά βιβλία από το πρωτότυπο ευτυχώς, ενώ παλιότερα μεταφράζονταν όλα από τα αγγλικά και τα γαλλικά ή απ’ τα γερμανικά. Εννοώ μεταφράζονταν κινέζικη ποίηση από τα αγγλικά ή γαλλικά, ενώ τώρα μεταφράζεται από τα κινέζικα ή αραβική ποίηση ή λογοτεχνία.

Ναι, χθες είχαμε εδώ τη Βίκυ την Αλυσσανδράκη που εξέδωσε στο Σαιξπηρικόν, σ’ εσάς απ’ τα φινλανδικά.

Μπράβο, απ’ τα φινλανδικά. Στο Σαιξπηρικόν. Το βιβλίο του Μίκο Βιλιάνεν [Mikko Viljanen]. Τώρα μεταφράζει και το βιβλίο του  Έρικουρ Νόρνταλ [Eiríkur Örn Norðdahl], ενός Ισλανδού. Αυτό, λοιπόν. Έχει προχωρήσει πολύ η μετάφραση, έχει προχωρήσει πολύ η απαίτηση αυτή για μια όσο πιο κοντά γίνεται προσέγγιση στο πρωτότυπο, γιατί αυτό είναι το ζητούμενο πάντα. Και για μένα προσωπικά, ως μεταφραστής… Εγώ δεν ζω από τη μετάφραση, καταλαβαίνετε, εγώ μεταφράζω κάποια βιβλία τα οποία τα επιλέγω επειδή μου αρέσει και εξυπηρετεί κι εμένα ως συγγραφέα ή ως αναγνώστη. Δηλαδή μου αρέσει το βιβλίο και κάνω και μια απόπειρα να το μεταφράσω. Είναι και απολαυστικό. Θα πρέπει να μείνουμε και σ’ αυτό και να τονίσουμε και αυτό: την απόλαυση του μεταφραστή όταν επιλέγει ο ίδιος να μεταφράσει ένα κείμενο και τις δυσκολίες που βρίσκει και τις λύσεις που προσπαθεί να βρει. Κι όλο αυτό είναι ένα παιχνίδι πολύ όμορφο με τη γλώσσα και τη γραφή που, νομίζω, μας ταξιδεύει. Ταξιδεύεις μ’ αυτό. Και μου έλεγαν κάποιοι φίλοι μεταφραστές, συνάδελφοι, συγγραφείς-μεταφραστές, πολύ πιο δόκιμοι και με πολλά βιβλία στο βιογραφικό τους όσον αφορά στη μετάφραση. Μου λέγαν ότι «Με ξεκουράζει πάρα πολύ η μετάφραση όταν δεν μπορώ να γράψω, όταν δεν έχω τι να γράψω. Τότε στρέφομαι προς την ανάγνωση και ψάχνω κείμενα», εννοεί στην ανάγνωση ξένων κειμένων, «και τα μεταφράζω στα ελληνικά ως άσκηση και μετά ίσως το τελειώσω κάποια στιγμή και το αποδίδω σε έναν εκδότη». Αυτό πάλι έχει να κάνει με τη διαδικασία της ανάγνωσης, όπως είπα στην αρχή, και της γραφής και της συγγραφής. Γιατί, όπως καταλαβαίνετε, η συγγραφή έχει να κάνει με δύο ανθρώπους ή περισσότερους, γι’ αυτό και λέγεται συγγραφή. Δηλαδή ο μεταφραστής είναι μεταφραστής και συγγραφέας μαζί, γιατί έχει να κάνει με έναν συγγραφέα και τη μετάφραση, αλλά και τον αναγνώστη. Ο συγγραφέας γράφει συγχρόνως με τον αναγνώστη που πολλές φορές είναι ο ίδιος του ο εαυτός.

Εξαιρετικό. Και, εσείς ως εκδότης έχετε, είπατε, διττό ρόλο, τριπλό, αλλά είναι ένας ρόλος ουσιαστικά, ποια είναι η σχέση γενικότερα ενός μεταφραστή με τους εκδότες, με τον εκδοτικό χώρο και τι συμβαίνει στη δική σας περίπτωση;

Στο Σαιξπηρικόν.

Ναι. Που είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση που συμπεριλαμβάνει πολλούς παράγοντες ταυτόχρονα.

Το Σαιξπηρικόν είναι ένα, όπως γνωρίζετε, μικρό εκδοτικό σχήμα. Δεν είναι μεγάλος εκδοτικός οίκος. Αλλά κι αυτό έχει και κάποια ευκολία, θα έλεγα, στο να ελίσσεσαι και να βρίσκεις πιο εύκολα συνεργάτες. Είναι πιο στενός ο πυρήνας συνεργατών και φυσικά πάντα ανοιχτός για καινούργιους και για νέους συνεργάτες. Αλλά συνεννοείσαι πιο άμεσα και πιο εύκολα, δεν υπάρχουν διαβαθμίσεις, όπως υπάρχουν σε έναν εκδοτικό οίκο γραφεία, παραγραφεία, υπεύθυνοι, παραϋπεύθυνοι και υφιστάμενοι και τα λοιπά. Είναι ένας ανθρωποκεντρικός εκδοτικός οίκος, ο υποφαινόμενος δηλαδή, όπως είναι οι μικροί εκδοτικοί οίκοι, και έχω εξωτερικούς συνεργάτες που είναι γραφίστες, επιμελητές, μεταφραστές και φυσικά και συγγραφείς με τους οποίους συζητάμε μαζί και προτείνει ο ένας στον άλλον, προγραμματίζουμε δηλαδή μαζί τι θα εκδώσουμε τα επόμενα χρόνια, τον επόμενο έναν χρόνο. Και αυτό έχει μια μαγεία, γιατί αυτή ακριβώς είναι μια παρέα που μεγαλώνει ή φεύγουν άλλοι, έρχονται καινούργιοι και τα λοιπά, γιατί είναι ανοιχτή πάντα αυτή η παρέα. Έχει σημασία το τι προτείνει ο καθένας και πώς το… ή σου κάνει, για παράδειγμα, ένα δείγμα μετάφρασης από τα ισλανδικά, από τα φινλανδικά ή απ’ τα γερμανικά κάποιος μεταφραστής φίλος και του λες «Μου αρέσει, προχώρα το, να το δούμε, να δούμε πώς μπορούμε να το κινήσουμε». Αλλά όχι επειδή θέλουμε απαραίτητα… ωραία, έχουμε έναν εκδοτικό οίκο και θέλουμε να βγάλουμε βιβλία. Δεν είναι αυτός ο σκοπός. Ο σκοπός είναι άλλος, είναι αυτό που είπα πριν. Είναι να τυπώσουμε κάποια βιβλία μεταφρασμένα από γλώσσες που… κείμενα που είναι υπέροχα για μας ως αναγνώστες και θέλουμε να τα αναδείξουμε και να τα δώσουμε στο κοινό το αναγνωστικό στην Ελλάδα, επειδή θέλουμε να ανοίξουμε αυτούς τους δρόμους, τα μονοπάτια, τις κατευθύνσεις προς άλλες γλώσσες και από άλλες γλώσσες προς εμάς. Κι έτσι συναντάμε και φίλους στο εξωτερικό. Βγαίνουμε έξω, έρχονται εκείνοι εδώ, όπως τώρα εδώ, καλή ώρα, στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου ή και σε άλλα φεστιβάλ στο εξωτερικό. Συναντάς ανθρώπους οι οποίοι –πώς το λένε;– έχουν αυτή τη διαστροφή, με την καλή έννοια, την τρέλα της μετάφρασης, της συγγραφής, της γλώσσας, της γραφής, το να αποδώσουμε κείμενα και να σου τα δώσω εσένα που δεν σε ξέρω καλά, αλλά θα σε γνωρίσω μέσω της γραφής σου σε άλλη γλώσσα. Αυτό θέλουμε να κάνουμε και αυτό κάνουμε. Δηλαδή στέλνουμε κι εμείς Έλληνες προς τα έξω και μεταφράζονται σε άλλες γλώσσες. Γίνεται και το αντίστροφο. Κι αυτή είναι μια γόνιμη επικοινωνία, νομίζω, έτσι ανοίγεις τρύπες, δρόμους, ορίζοντες.

Και πώς βρίσκετε τα βιβλία που θα μεταφράσετε;

Αυτό ακριβώς. Αυτό. Τα βρίσκω και μόνος μου διαβάζοντας και παρακολουθώντας από περιοδικά, παγκοσμίως, εννοώ, στην Ευρώπη και εκτός, το τι συμβαίνει, στα Βαλκάνια, όσο μπορώ. Ίσως κι από γλώσσες που δεν γνωρίζω, αλλά από λογοτεχνικά περιοδικά ή από φεστιβάλ που πηγαίνω, και μετά τα δίνω σε κάποιους μεταφραστές συνεργάτες, κάτι που νομίζω ότι μ’ ενδιαφέρει, και μου μεταφράζουνε κάτι –από γλώσσα που δεν γνωρίζω, όπως σας είπα– και προχωράμε έτσι και ερχόμαστε σ’ επαφή με τον ποιητή ή τον συγγραφέα. Ή μου προτείνουν οι ίδιοι οι συνεργάτες. Μπορεί να είναι και κάτι κλασικό. Γιατί νομίζω ότι ένας εκδοτικός οίκος θα πρέπει… είναι εύκολο να βγάλεις ένα κλασικό βιβλίο σήμερα, αλλά είναι δύσκολο να το μεταφράσεις. Δηλαδή δεν υπάρχουν δικαιώματα για τον Σέξπιρ ή για τον Ίψεν [Ibsen], για τον Ρεμπό [Rimbaud], αλλά ποιος τολμάει να μεταφράσει αυτά τα μεγαθήρια, έτσι; Είναι πάντα μια πρόκληση. Θα πρέπει, βέβαια, ανά δέκα, είκοσι χρόνια να αποδίδονται ξανά αυτά τα κείμενα, νομίζω, στη γλώσσα της εποχής μας. Καλό είναι, όπως είπα, να βγαίνουν αυτά τα κλασικά κείμενα, αλλά αυτό είναι το εύκολο όσον αφορά στο ότι είναι κλασικό και το βρίσκω εύκολα, υπάρχει. Η δυσκολία είναι στη μετάφραση. Αλλά το δύσκολο είναι να ψάχνεις και να ανιχνεύεις και να βρίσκεις ανθρώπους και συγγραφείς οι οποίοι ερμηνεύουν σήμερα, δρουν, ζούνε, βιώνουν μια κοινωνικοπολιτική και πολιτισμική κατάσταση σήμερα. Νέοι και νεότεροι συγγραφείς οι οποίοι μ’ ενδιαφέρει πάρα πολύ πώς ερμηνεύουν, πώς επηρεάζονται από όλη αυτή την κατάσταση παγκοσμίως και πώς ερμηνεύουν την εποχή μας. Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα για έναν συγγραφέα φυσικά σήμερα, και για έναν μεταφραστή ο οποίος το περνάει σε άλλη γλώσσα, και για τον αναγνώστη. Κι έτσι, νομίζω, επικοινωνούμε οι άνθρωποι. Διαμέσου του λόγου. Αυτός είναι ο λόγος.

Όντως. Και, κλείνοντας, τι θα λέγατε για το μέλλον του βιβλίου; Σε όλες του τις μορφές και τις εκφάνσεις, εννοώ από συγγραφή, μετάφραση, τον εκδοτικό χώρο, κείμενο και περικείμενο.

Κοιτάξτε. Ναι, σωστά. Όπως αντιλαμβάνεστε, η μετάφραση δεν θα πάψει να υπάρχει ποτέ. Γιατί η μετάφραση είναι τρόπος επικοινωνίας ανθρώπων. Υπάρχει αυτή η ελεύθερη διακίνηση και αυτή η περιδιάβαση στον κόσμο, δηλαδή περπατάμε και ταξιδεύουμε πλέον τα τελευταία πολλά χρόνια όπου θέλουμε, πολύ πιο εύκολα, εννοώ, απ’ ό,τι παλαιότερα. Κι αυτός είναι ένας ακόμη λόγος, ακόμη πιο μεγάλος και σημαντικός, στο να μεταφράζουμε κείμενα, στο να μεταφράζουμε από άλλες γλώσσες και να μεταφραζόμαστε εμείς, η ελληνική, εννοώ, σε άλλες χώρες. Κι έτσι ανοίγουν περισσότερο οι δρόμοι. Είναι πιο επιτακτικό αυτό σήμερα. Δεν θα πάψει να υπάρχει μετάφραση. Τώρα, όσον αφορά στο άλλο κομμάτι το οποίο έχει να κάνει με το ποιος αγοράζει και πώς θα αγοράζονται και αν θα αγοράζονται βιβλία στο μέλλον, που αυτό είναι άλλο πράγμα, γιατί η συγγραφή βιβλίων και η μετάφραση θα υπάρχει πάντα. Γιατί είναι μια ανάγκη του ανθρώπου του ίδιου, ως ύπαρξη, ως είναι, ως ον. Υπάρχει, θα υπάρχει, δεν σταματάει αυτή. Κάθε μέρα, ενώ μιλάμε τώρα, ενώ συζητάμε, άνθρωποι γύρω μας γράφουνε. Άλλοι καλά, άλλοι άσχημα, άλλοι μέτρια, πάντως γράφουνε, περνάνε κάτι στο χαρτί, άλλοι μεταφράζουν, αυτά μεταφράζονται. Αλλά τώρα το βιβλίο το ίδιο, ποιο είναι το μέλλον του; Εγώ είμαι αισιόδοξος για το μέλλον του βιβλίου, γιατί, εντάξει, υπάρχει το διαδικτυακό, υπάρχει και το έντυπο φυσικά. Θα υπάρχουν, στην Ελλάδα τουλάχιστον, εδώ στον νότο, θα υπάρχουν για πολλά χρόνια και θα πορεύονται μαζί. Το βλέπω ως εκδότης αυτό. Εντάξει, βλέπεις ότι υπάρχει το ψηφιακό, το διαδικτυακό βιβλίο, αλλά δεν μπορείς να διαβάσεις τώρα ένα μυθιστόρημα εύκολα από ένα τάμπλετ. Μερικοί το κάνουνε. Αλλά, εντάξει, μη λέμε πάλι τα κοινότοπα ότι μου αρέσει η μυρωδιά του χαρτιού, και η τυπογραφία, και να το πιάνω στα χέρια μου και να το σημειώνω. Αυτά είναι. Το βιβλίο θα υπάρχει πάντα. Απλώς μέλημα δικό μας είναι να βγάζουμε όσο γίνεται καλύτερα βιβλία και να το υπηρετούμε. Γιατί το βιβλίο δεν είναι μόνο, ας πούμε, ένα εμπόρευμα και εμπορευματικό αγαθό, είναι πνευματικό αγαθό. Φυσικά ένας εκδοτικός οίκος και ένα βιβλιοπωλείο είναι έμποροι, έτσι; Γίνεται εμπόριο εκεί πέρα. Αλλά κάνεις ένα σωστό εμπόριο όταν αγαπάς κάτι και ορίζεις το βιβλίο ως πνευματικό αγαθό. Γιατί είναι. Κι αυτός είναι ο πολιτισμός μας. Αυτή είναι όλη η γλώσσα μας. Και, τελειώνοντας, αν μου επιτρέπετε, θα πω και το… αυτό που αρέσει στη Δέσποινα [σ.σ. Λάμπρου], είναι ενός φίλου μου, πολύ καλού φίλου μου, ποιητή, του Κώστα του Καναβούρη, που έχει να κάνει με τη μετάφραση. Είναι ένα απόσπασμα από ένα ποίημά του και είναι αγαπημένο μου. Λέει ο Κώστας Καναβούρης: «Ποίηση είναι η μεταφρασμένη σιωπή και η σιωπή μεταφρασμένη ποίηση, αλλά, όπως ξέρετε, η ποίηση χάνει πολύ στις μεταφράσεις, το ίδιο και η σιωπή». Δηλαδή, αυτό περί μετάφρασης, ότι πραγματικά η ποίηση χάνει πολύ στις μεταφράσεις, αλλά και η σιωπή φυσικά χάνει, η σιωπή δεν μεταφράζεται καθόλου θα έλεγα, αλλά θα πρέπει να βρούμε διόδους και λύσεις για να προχωρήσουμε σ’ αυτό και να μπορέσουμε να το κάνουμε όσο γίνεται καλύτερα.

Ευχαριστούμε πάρα πολύ για την ενδιαφέρουσα συζήτηση. Να είστε καλά.

Εγώ ευχαριστώ. Εγώ, εγώ ευχαριστώ πάρα πολύ.

Καλή συνέχεια.

Βιογραφικό

Ο Γιώργος Αλισάνογλου γεννήθηκε στην Καβάλα το 1975. Είναι ποιητής, εκδότης και μεταφραστής. Σπούδασε Κοινωνιολογία και Πολιτικές Επιστήμες και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στις Διεθνείς Σχέσεις και στην Κοινωνική Πολιτική. Ζει στη Θεσσαλονίκη. Τον Νοέμβριο του 2005 ίδρυσε και από τότε διευθύνει τις εκδόσεις και το βιβλιοπωλείο Σαιξπηρικόν. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες, ενώ ο ίδιος έχει λάβει μέρος σε διάφορα φεστιβάλ και συμπόσια ποίησης στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Η συλλογή Παιχνιδότοπος (εκδ. Κίχλη) έχει μεταφραστεί και κυκλοφορεί στα γαλλικά, στα δανικά και στα σερβικά.

Επιλεγμένες μεταφράσεις

Συλλογικό έργο (2003). Pink Floyd: Is There Anybody Out There?. Θεσσαλονίκη: Κατσάνος.

Συλλογικό έργο (2005). Madrugada. Θεσσαλονίκη: Κατσάνος.

Morrison, Jim (2005). Μια αμερικάνικη προσευχή [An American Prayer]. Θεσσαλονίκη: Κατσάνος.

Bukowski, Charles (2008). Ο Μπουκόβσκι για τον Μπουκόβσκι [Bukowski on Bukowski: Bukowski in his Own Words]. Θεσσαλονίκη: Σαιξπηρικόν.

Συνέντευξη: Φωτεινή Πατεινάρη
Ημερομηνία και τόπος: Μάιος 2019, Θεσσαλονίκη
Παραπομπή: Βηδενμάιερ, Ανθή, Λάμπρου, Δέσποινα και Πατεινάρη, Φωτεινή (2021). «Συνέντευξη με τον Γιώργο Αλισάνογλου», Πορτρέτα μεταφραστριών και μεταφραστών. Θεσσαλονίκη: Τμήμα Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Κατηγορία: μεταφράστρια/μεταφραστής, αγγλικά–ελληνικά, μετάφραση πεζογραφίας, μετάφραση ποίησης, εκδότρια/εκδότης