Μενού Κλείσιμο

Αλεξάνδρα Ρασιδάκη

Απομαγνητοφώνηση

Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω που είστε εδώ μαζί μας.

Εγώ ευχαριστώ. Με τιμά η πρόσκληση.

Αρχικά μια ερώτηση σχετικά με τη μετάφραση, δηλαδή, ήταν όνειρο ζωής σας ή στόχος ή προέκυψε έτσι η μετάφραση;

Ναι, μου άρεσε πάρα πολύ να μεταφράζω λογοτεχνία από πολύ μικρή ηλικία. Μεγάλωσα δίγλωσση και είχα πάντα το θέμα ότι διάβαζα και τις μεταφράσεις τις εκάστοτε και κατά κανόνα εκνευριζόμουν. Σαν μαθήτρια ιδίως, δηλαδή έλεγα, ας πούμε, σε έναν φίλο «Α, μ’ αρέσει πάρα πολύ αυτό το ποίημα!», και το έβρισκα στην ελληνική μετάφραση και του το έδινα και ανακάλυπτα ότι δεν είχε καμία σχέση μ’ αυτό που εγώ έχω στο μυαλό μου. Και ανάποδα. Ως δεκαεφτάχρονη-δεκαοχτάχρονη ενθουσιώδης αναγνώστρια εκνευρίζεσαι εύκολα, όταν μετά δοκιμάσεις να το κάνεις ο ίδιος αρχίζεις και καταλαβαίνεις ότι ενδεχομένως θα έπρεπε να είναι κανείς πιο ήπιος στις κρίσεις του. Οπότε, ναι, άρχισα από νωρίς. Άρχισα σαν εξάσκηση γλωσσικής γραφής, ας πούμε, και στη συνέχεια γιατί ήθελα να δίνω τότε αυτό το ποίημα που εγώ είχα στο μυαλό μου στον φίλο μου, ας πούμε, και όχι κάτι άλλο.

Ωραία! Τι εικόνα είχατε για τη μετάφραση πριν ασχοληθείτε επαγγελματικά και πώς άλλαξε αυτό μετά;

Νομίζω η βασική διαφορά είναι ότι όταν άρχισα η ίδια να μεταφράζω, πολύ πριν από οτιδήποτε επαγγελματικό, κατάλαβα ότι κάτι το οποίο μπορεί να φαίνεται πάρα πολύ απλό μπορεί να είναι εξαιρετικά πολύπλοκο στην απόδοση κι αυτό νομίζω ότι είναι μια γνώση την οποία, αν δεν καθίσεις, αν δεν πάρεις ο ίδιος το μολύβι στο χέρι, δεν την έχεις, πολύ εύκολα κατακρίνεις και κρίνεις, ας πούμε, τις μεταφράσεις που κυκλοφορούνε. Οπότε αυτό. Η σχέση μου με τη διαδικασία, νομίζω, δεν έχει αλλάξει ουσιαστικά. Είναι πάντα για μένα ένας τρόπος να βιώσω ένα κείμενο πιο έντονα.

Πείτε μας, έχετε κάποιον μεταφραστή που θαυμάζετε;

Ναι, φυσικά, υπάρχουν μεταφραστές που βρίσκω πάρα πολύ εντυπωσιακούς, ας πούμε τη Μαρία Αγγελίδου από τα γερμανικά, γιατί καταφέρνει με οτιδήποτε και να ασχοληθεί, δηλαδή είτε είναι κλασική λογοτεχνία είτε είναι σύγχρονη λογοτεχνία ή και λογοτεχνία για παιδιά, καταφέρνει πάντα να πετυχαίνει τον σωστό τόνο, δηλαδή έχει ένα άψογο ελληνικό κείμενο σαν αποτέλεσμα. Από ‘κει και πέρα φυσικά υπάρχουν πάρα πολλοί άλλοι μεταφραστές πολύ καλοί.

Όταν μεταφράζετε ένα έργο, πώς νιώθετε, πώς το προσεγγίζετε;

Εξηγήστε λίγο τι εννοείτε.

Πώς νιώθετε, δηλαδή έχετε άγχος ή αισθάνεστε ενθουσιασμό, είναι κάτι ευχάριστο, είναι κάτι πιο αγχωτικό;

Εδώ είναι η θέση μου λίγο, πώς να πω, περίεργη, γιατί δεν είμαι επαγγελματίας μεταφράστρια, δηλαδή δεν ζω απ’ αυτό, οπότε έχω την απόλυτη πολυτέλεια να επιλέγω με τι θέλω να ασχοληθώ. Οπότε πρώτα είναι ένα κείμενο που με συναρπάζει, αυτός είναι ο απόλυτος όρος, μετά κάνω κάποια δοκιμαστικά και βλέπω εάν μπορώ, εάν θεωρώ ότι είμαι σε θέση να ανταποκριθώ και, εάν αυτό συμβαίνει, τότε το κάνω. Τότε το επιλέγω και κάνω την πρόταση σε κάποιον εκδοτικό οίκο. Οπότε, πώς να πω, το απόλυτο δέος απέναντι στο κείμενο και ο ενθουσιασμός από το κείμενο είναι το πρώτο πράγμα που καθορίζει ουσιαστικά όλη αυτή τη διαδικασία, αλλά αυτό φυσικά, σας λέω, είναι η απόλυτη πολυτέλεια.

Οπότε μια σχετική ερώτηση είναι τι σας προσφέρει, λοιπόν, η μετάφραση, τι είναι αυτό που κερδίζετε απ’ αυτήν;

Είναι ένας τρόπος κανιβαλιστικής προσέγγισης του κειμένου, δηλαδή κάνω ένα κείμενο, απ’ το οποίο σαν αναγνώστης έχω πάντα μια απόσταση, ουσιαστικά να περνάει μέσα μου, μέσα από μένα περνάει για να βγει το ελληνικό κείμενο. Οπότε το οικειοποιούμαι, κατά κάποιον τρόπο, το τρώω, το μασάω και το ξαναφτύνω κυριολεκτικά, οπότε είναι ένας πολύ έντονος τρόπος βίωσης αυτού του κειμένου και αυτό είναι αυτό που μου αρέσει τόσο πολύ. Δηλαδή, αν ένα κείμενο μ’ αρέσει πάρα πολύ, θα προσπαθήσω να το μεταφράσω ακόμα κι αν δεν υπάρχει θέμα να βγει ή δεν ξέρω τι, αλλά γιατί είναι ένας πολύ έντονος τρόπος ανάγνωσης.

Είπατε πριν ότι όταν ξεκινήσατε το κάνατε επειδή θέλατε και οι φίλοι σας, ας πούμε, να έχουν πρόσβαση σε διάφορα κείμενα. Είναι αυτό το κίνητρο ακόμα και σήμερα;

Ναι, αυτό είναι το δεύτερο βήμα, δηλαδή γι’ αυτό, όταν βλέπω κείμενα τα οποία υπάρχουν ενδεχομένως μεταφρασμένα, αλλά θεωρώ ότι η μετάφραση δεν καλύπτει ή εν πάση περιπτώσει έχει αφήσει μια πτυχή απ’ έξω την οποία θα μπορούσε μια εναλλακτική μετάφραση να την τονίσει, τότε βρίσκω ότι αυτό είναι κάτι που αξίζει να προσφερθεί στο κοινό, και, αντίθετα, εάν είναι ένας συγγραφέας ή κάποια κείμενα τα οποία είναι άγνωστα, το οποίο συμβαίνει και από τα γερμανικά στα ελληνικά, αλλά και από τα ελληνικά στα γερμανικά περισσότερο, ε τότε βρίσκω ότι κάτι πρέπει να γίνει έτσι ώστε να γίνουν γνωστοί αυτοί οι άνθρωποι, έτσι γι’ αυτά τα κείμενα, μ’ αυτή τη λογική.

Είστε καθηγήτρια, γράφετε άρθρα, κάνετε μεταφράσεις. Με τι άλλο ασχολείστε;

Δεν φτάνει;

Φτάνει, βέβαια, αλλά δεν γράφετε λογοτεχνικά κείμενα;

Όχι, όχι, δεν γράφω λογοτεχνία.

Βέβαια η κύρια απασχόλησή σας, όπως αναφέρατε πριν και το ξέρουμε, εντάξει, είναι το πανεπιστήμιο. Η μετάφραση όπως είπατε είναι μια πολυτέλεια μάλλον, δεν είναι αυτό απ’ το οποίο ζείτε, σωστά;

Ναι, δεν το κάνω βιοποριστικά και γι’ αυτό έχω τη δυνατότητα ακριβώς να επιλέξω με τι θέλω να ασχοληθώ και επίσης μεταφράζω μεν συστηματικά, δηλαδή πάντα μεταφράζω κάτι, αλλά δεν έχω πολύ μεγάλη παραγωγή ας πούμε, για να το πω έτσι. Γιατί η βασική μου δουλειά, όπως την βλέπω εγώ, είναι η κριτική της λογοτεχνίας, στον χώρο της γραμματολογίας, οπότε το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειας, ας πούμε, πηγαίνει στη συγγραφή επιστημονικών κειμένων.

Ωστόσο, όσον αφορά τη μετάφραση και τις απολαβές, τις θεωρείτε ικανοποιητικές;

Όχι βέβαια, δηλαδή δεν ξέρω πώς τα καταφέρνουν οι άνθρωποι που ζουν απ’ αυτό το πράγμα, μου είναι ένα άλυτο μυστήριο. Δεν νομίζω ότι μπορείς να ζήσεις απ’ αυτό.

Όσον αφορά τη μετάφραση, ποιες είναι οι δυσκολίες όταν μεταφράζετε;

Οι δυσκολίες εξαρτώνται απόλυτα από το κείμενο, δηλαδή το κάθε κείμενο, και δεν θα έλεγα καν ο κάθε συγγραφέας, αλλά το κάθε κείμενο έχει τις δικές του απόλυτες ιδιαιτερότητες. Μπορεί κανείς να μιλήσει γενικά βέβαια για τις δυσκολίες που παρουσιάζει η γερμανική γλώσσα ή τις δυσκολίες που παρουσιάζει η ελληνική γλώσσα, αλλά, εντάξει, πέρα από κάποια πάρα πολύ γενικά πράγματα, τελικά είναι πραγματικά από κείμενο σε κείμενο πολύ μεγάλες οι διαφορές.

Έχετε στο μυαλό σας κάποιο παράδειγμα, κάποιο πολιτισμικό στοιχείο ή κάτι άλλο που σας δυσκόλεψε και σας έχει μείνει ή το θεωρήσατε πολύ ενδιαφέρον, ας πούμε;

Αυτό που μ’ αρέσει πάρα πολύ στη σύγχρονη γερμανική λογοτεχνία είναι κείμενα τα οποία σχολιάζουν τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούν τη γλώσσα. Αυτό το θέμα της αυτοαναφορικότητας. Για παράδειγμα, είναι μια συγγραφέας που λέγεται Ταβάντα [Tawada], η οποία γράφει και στα γιαπωνέζικα και στα γερμανικά και όταν γράφει στα γερμανικά, τα γιαπωνέζικα δεν τα ξέρω, όταν γράφει στα γερμανικά κάνει πάντοτε συσχετισμούς μεταξύ της γερμανικής γλώσσας και της γιαπωνέζικης γλώσσας. Αυτό είναι μια απίστευτη πρόκληση για τον μεταφραστή, όπως καταλαβαίνετε. Νομίζω αυτό, το επίπεδο της αυτοαναφορικότητας, το οποίο μπορεί να εκφράζεται με λογοπαίγνια, είναι ίσως το πιο δύσκολο, συχνά ανυπέρβλητο εμπόδιο, κι αυτό που μ’ ενδιαφέρει περισσότερο. Οι πολιτισμικές διαφορές ανάμεσα στη Γερμανία και στην Ελλάδα δεν είναι τόσο φοβερές, ώστε να πει κανείς ότι πρέπει να εξηγήσω τη σήμερον ημέρα, έτσι, να εξηγήσω γιατί, ας πούμε, αυτό που έλεγε η κυρία Βηδενμάιερ: γιατί ο χωρικός στην Ισπανία τρώει ελιές, όταν οι ελιές είναι ντελικατέσεν στη Γερμανία. Δηλαδή αυτά τα πράγματα νομίζω ότι είναι αρκετά…, έχουν έρθει αρκετά κοντά αυτοί οι δύο πολιτισμοί, ώστε να μην υπάρχουν τέτοια προβλήματα μεταξύ τους, στα σημερινά κείμενα τουλάχιστον.

Και από τα είδη λογοτεχνίας, τι σας κεντρίζει περισσότερο το ενδιαφέρον, τι σας αρέσει περισσότερο να μεταφράζετε;

Μ’ αρέσει πάρα πολύ η ποίηση, γιατί κι εκεί η πρόκληση είναι μεγαλύτερη, γιατί ο βαθμός συμπύκνωσης του λόγου είναι υψηλότερος, οπότε είναι μια μεγάλη πρόκληση να δώσεις την πολλαπλότητα των νοημάτων χωρίς να αναλωθείς σε επεξηγήσεις μεταφράζοντας. Και, βέβαια, και ο ρυθμός και η μουσικότητα παίζουν έναν μεγαλύτερο ρόλο απ’ ό,τι ίσως στον πεζό λόγο. Και, κατά τα άλλα, μ’ αρέσει ο πεζός λόγος ο οποίος είναι επίσης πολύ συμπυκνωμένος και λειτουργεί σχεδόν σαν ποίηση, αυτό μ’ ενδιαφέρει κυρίως.

Η σχέση σας με τους συγγραφείς που μεταφράζετε;

Ευτυχώς οι περισσότεροι είναι νεκροί, κι όταν ζούνε –ας πούμε, έχω μεταφράσει ποιήματα του Βαγενά στα γερμανικά–, όταν ζούνε, η πρώτη μου δήλωση όταν γνωριστήκαμε και του είπα ότι ανέλαβα να κάνω αυτή τη δουλειά κλπ., του είπα αλλά εγώ είμαι οπαδός του Μπαρτ [Barthes] που θεωρώ ότι ο συγγραφέας είναι νεκρός, ακόμα κι ότι ζείτε δηλαδή δεν με επηρεάζει, και, εντάξει, ευτυχώς ήξερε τον Μπαρτ ο άνθρωπος, είναι θεωρητικός, και έτσι δεν παρεξηγήθηκε. Αλλά η συνομιλία μου είναι με το κείμενο, δεν είναι με τον οποιονδήποτε συγγραφέα.

Η ποιότητα της μετάφρασης, πώς πιστεύετε ότι μπορεί να βελτιωθεί;

Εννοείτε στη δική μου διαδικασία μετάφρασης;

Όχι, γενικά. Και στη δική σας αλλά και γενικά.

Είναι πολύ γενική ερώτηση. Στη διαδικασία της μετάφρασης, δηλαδή στην τεχνική, όσο περισσότερο μεταφράζει κανείς τόσο καλύτερα…, μάλλον πιο συνειδητή γίνεται η διαδικασία. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δέκατη πέμπτη εκδοχή θα είναι καλύτερη από την πρώτη. Μερικές φορά η πρώτη, αυθόρμητη λύση που δίνεις έχει κάτι. Αλλά όσο περισσότερο το σκέφτεσαι τόσο πιο συνειδητό σου είναι, συνειδητές σου γίνονται οι επιλογές σου, κι αν είναι ένα κείμενο το οποίο σου αφήνει πολλές επιλογές, τότε είναι καλό αυτό να είναι συνειδητό, το γεγονός ότι επιλέγεις, δηλαδή. Τώρα, γενικά να βελτιωθεί η μετάφραση, να πληρώνεται καλύτερα, έτσι ώστε να έχουνε περισσότερο χρόνο οι μεταφραστές να ασχοληθούνε και να διαβάσουνε όχι μόνο το ίδιο το κείμενο, αλλά για να έχουνε τον χρόνο να διαβάσουνε και λίγο γύρω από αυτό το κείμενο, δηλαδή να μπορούν να το εντάξουνε κάπου, για να μπορούν να το προσεγγίσουνε καλύτερα. Όταν πρόκειται για κείμενα τα οποία είναι τόσο απαιτητικά. Εάν είναι ένα μυθιστόρημα, έτσι, ας πούμε, πιο απλό, τότε φυσικά δεν έχει τόση σημασία.

Αφού μιλήσαμε για χρόνο και λοιπά, και για το να το δούνε πιο καλά οι μεταφραστές το έργο, θεωρείτε ότι είναι απαραίτητη και η επιμέλεια ενός έργου;

Κοιτάξτε, ο κάθε μεταφραστής έχει κάποιες δικλείδες ασφαλείας, υποθέτω. Εγώ βάζω, πριν δώσω μια μετάφραση ή πριν φύγει μια μετάφραση από μένα, έχει περάσει από διάφορους αναγνώστες. Αλλά μ’ ενδιαφέρει περισσότερο, εκτός από το πρώτο στάδιο της αντιπαραβολής, βάζω κάποιον, πληρώνω πολλά παγωτά στα παιδιά μου για να μου διαβάζουν το γερμανικό κείμενο για να δω μήπως έχει ξεφύγει κάποια φράση, έτσι, αυτό είναι το πρώτο στάδιο. Από ‘κει και πέρα όμως μπορεί να συζητήσω με ανθρώπους που ξέρουνε και τις δύο γλώσσες συγκεκριμένα προβλήματα και να τους πω: υπάρχει αυτή η φράση, την έχω αποδώσει έτσι κι έτσι, πες μου τι νομίζεις. Αλλά δεν θα δώσω σε κάποιον τη μετάφραση για να κάνει αντιπαραβολή με το πρωτότυπο, γιατί, δεν ξέρω, αυτό νομίζω ότι πάει πάρα πολύ μακριά μετά και αρχίζει και μια συζήτηση ατελείωτη, ιδίως αν μιλάμε για μεγάλα κείμενα ή για πολύπλοκα κείμενα. Οπότε, επιμέλεια οπωσδήποτε φυσικά, και δίνω το κείμενο σε αναγνώστες που θα διαβάσουν το ελληνικό ή αντίστοιχα το γερμανικό και θα δούνε αν στέκει σαν κείμενο σε αυτήν τη γλώσσα. Εάν αυτοί ξέρουνε το πρωτότυπο, τότε επηρεάζονται ενδεχομένως και δεν θα δούνε τα λογικά κενά που έχω αφήσει εγώ. Οπότε θέλω κάποιον ο οποίος κατά ιδανικό τρόπο να μην ξέρει καν γερμανικά έτσι ώστε να σκοντάψει στους γερμανισμούς που ενδεχομένως έχω βάλει μέσα στο κείμενο.

Και όσον αφορά τον τίτλο των έργων, τον επιλέγετε εσείς συνήθως;

Ο τίτλος που θα μπει στο εξώφυλλο είναι θέμα του εκδοτικού οίκου, όπως και το εξώφυλλο, όπως και το όλο μάρκετινγκ. Από ‘κει και πέρα ευτυχώς εμένα δεν μου έχει συμβεί αυτό, να έχουν αλλάξει τον τίτλο από κάτι. Αλλά ξέρω ότι σε άλλες περιπτώσεις που έχω μιλήσει –γιατί έχω δει πράγματα και θαύματα–, και λέω, καλά πώς είναι δυνατόν, ας πούμε, και ξέρω ότι δεν είναι επιλογή του μεταφραστή. Το οποίο επίσης είναι ένα μεγάλο πρόβλημα, γιατί δεν το πιστεύει κανείς, γιατί ο τίτλος είναι ένα πολύ βασικό κομμάτι του κειμένου φυσικά, και εσύ σαν μεταφραστής έχεις αναλάβει την ευθύνη της μεταφοράς στην άλλη γλώσσα, οπότε κανείς δεν θα πιστέψει ότι, ναι, αλλά ο τίτλος, τον αποφάσισε κάποιος άλλος ο οποίος ενδεχομένως δεν έχει καν διαβάσει το βιβλίο. Όπως και το εξώφυλλο άλλωστε.

Όσον αφορά την κριτική, πώς την αντιμετωπίζετε;

Την κριτική της μετάφρασης;

Ναι.

Νομίζω ότι είναι ένα πεδίο πάρα πολύ σημαντικό που στην Ελλάδα θα έπρεπε να γίνεται πιο συστηματικά. Δηλαδή πολύ σπάνια γίνεται μνεία της ποιότητας της μετάφρασης συγκεκριμένη. Και πραγματικά θα έπρεπε να γίνεται πιο συχνά, ίσως για να υπάρχει λίγο περισσότερη εγρήγορση στο τι κυκλοφορεί. Προσωπικά θα χαιρόμουνα πάρα πολύ αν υπήρχε ουσιαστική κριτική, το μόνο που έχω λάβει εγώ είναι γενικά σχόλια.

Αυτό ήθελα να σας ρωτήσω, κριτική απέναντι στο έργο το δικό σας.

Ναι, ναι, ναι, δηλαδή όλες οι βιβλιοκριτικές που έχουνε γραφεί, και για την Άιχινγκερ [Aichinger] και τον Κάφκα [Kafka] κυρίως, και για τον Ρίλκε [Rilke], συζητάνε για το πόσο σπουδαίος είναι ο Κάφκα, πόσο σπουδαίος είναι ο Ρίλκε, τι ωραία που είναι η Άιχινγκερ, χρησιμοποιούνε πάρα πολλά στοιχεία από τα επίμετρα που έχω γράψει, ιδίως στην περίπτωση της Άιχινγκερ, και υπάρχει στο τέλος μια φράση, ότι, ναι, η δόκιμη μετάφραση, ή κάπως έτσι ας πούμε, αλλά δεν εστιάζουνε στη μετάφραση οι βιβλιοκρισίες. Το οποίο από μία άποψη είναι και λογικό, γιατί θέλουν να παρουσιάσουνε το βιβλίο καθεαυτό και όχι τη μετάφραση, αλλά θα ήταν ωραίο αν υπήρχανε…, ας πούμε όχι σαν βιβλιοκρισίες του βιβλίου, αλλά σαν πραγματικά κριτική της μετάφρασης, αν είναι δυνατόν αυτό να καλλιεργηθεί λίγο σαν είδος περισσότερο θα ήταν πολύ σκόπιμο, νομίζω.

Ωραία! Και για να κλείσουμε, είστε αισιόδοξη για το μέλλον της μετάφρασης στην Ελλάδα;

Κοιτάξτε, αν σκεφτεί κανείς ότι υπάρχουν παλαιότερες εκδόσεις που δεν γράφεται καν το όνομα του μεταφραστή, νομίζω ότι έχουμε κάνει πολύ μεγάλη πρόοδο. Και εντάξει, κινήσεις όπως αυτή, να αποτελεί η μετάφραση έναν πόλο, ας πούμε, της Έκθεσης της Θεσσαλονίκης, νομίζω ότι και αυτό βοηθάει πάρα πολύ. Οπότε ναι, είμαι αισιόδοξη, πάμε καλά.

Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ!

Εγώ ευχαριστώ. Να είστε καλά!

Βιογραφικό

Η Αλεξάνδρα Ρασιδάκη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1970. Είναι καθηγήτρια Γερμανικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, στο Τμήμα Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας. Σπούδασε Μεσαιωνική και Νεότερη Γερμανική Φιλολογία και Ισπανική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Ντίσελντορφ, όπου εκπόνησε τη διδακτορική της διατριβή με θέμα τον Γνωστικισμό στη λογοτεχνία του 20ού αιώνα. Η διδασκαλία και η έρευνά της κινούνται στα πεδία της γερμανικής και συγκριτικής γραμματολογίας, της ιστορίας των ιδεών και της λογοτεχνικής μετάφρασης. Έχει μεταφράσει λογοτεχνικά κείμενα από και προς τα γερμανικά, μεταξύ άλλων του Reiner Maria Rilke, του Franz Kafka, της Ilse Aichinger και του Νάσου Βαγενά. Το 2013 έλαβε το Βραβείο Δοκιμίου του ηλεκτρονικού περιοδικού Ο Αναγνώστης για το έργο Περί μελαγχολίας: Στη θεωρία, τη λογοτεχνία, την τέχνη (εκδ. Κίχλη).

Επιλεγμένες μεταφράσεις

Aichinger, Ilse (2009). Επίκαιρη συμβουλή. Μικρά πεζά και ποιήματα. Αθήνα: Ροές.

Rilke, Rainer Maria (2003). Το τραγούδι του έρωτα και του θανάτου του σημαιοφόρου Χριστόφορου Ρίλκε [Die Weise von Liebe und Tod des Cornets Christoph Rilke]. Αθήνα: Ροές. 

Kafka, Franz (2006). Διηγήματα και μικρά πεζά. Αθήνα: Ροές. 

Kafka, Franz (2016). Έρευνες ενός σκύλου και άλλα διηγήματα [Forschungen eines Hundes]. Αθήνα: Πατάκη. 

Kafka, Franz (2018). Το κτίσμα [Der Bau]. Αθήνα: Άγρα.

Βραβεία

Βραβείο Δοκιμίου του ηλεκτρονικού περιοδρικού Ο Αναγνώστης 2013

Συνέντευξη: Αναστασία Μερενίδου και Φωτεινή Πατεινάρη
Ημερομηνία και τόπος: Μάιος 2016, Θεσσαλονίκη
Παραπομπή: Βηδενμάιερ, Ανθή, Λάμπρου, Δέσποινα και Πατεινάρη, Φωτεινή (2021). «Συνέντευξη με την Αλεξάνδρα Ρασιδάκη», Πορτρέτα μεταφραστριών και μεταφραστών. Θεσσαλονίκη: Τμήμα Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Κατηγορία: μεταφράστρια/μεταφραστής, μετάφραση πεζογραφίας, μετάφραση ποίησης, διδάσκουσα/διδάσκων μετάφραση, γερμανικά–ελληνικά, ελληνικά–γερμανικά