Μενού Κλείσιμο

Πέτρος Μάρκαρης

Απομαγνητοφώνηση

Καλημέρα, κύριε Μάρκαρη. Χαιρόμαστε πάρα πολύ που είστε εδώ μαζί μας και δεχτήκατε να μας δώσετε αυτή τη συνέντευξη.

Το κάνω με μεγάλη μου χαρά!

Βεβαίως το έργο σας το συγγραφικό και μεταφραστικό είναι πολύ μεγάλο, εδώ θα περιοριστούμε περισσότερο στα μεταφραστικά, στα της μετάφρασης.

Ωραία. Εντάξει.

Οπότε, ανάμεσα σε όλα, πώς ήρθε στη ζωή σας η μετάφραση; Πώς ασχοληθήκατε;

Κοιτάξτε, εγώ γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Κωνσταντινούπολη. Κάποια στιγμή ο πατέρας μου αποφάσισε να μη με στείλει σε ελληνόφωνο λύκειο, δηλαδή στα λύκεια της μειονότητας στην πόλη, αλλά στο αυστριακό λύκειο της πόλης. Αυτό το έκανε επειδή εγώ έπρεπε να πάω στο λύκειο το 1949 να ξεκινήσω τις γυμνασιακές μου σπουδές, όπως λέγαμε τότε, και τότε ήτανε και η αρχή του γερμανικού οικονομικού θαύματος. Ο πατέρας μου πίστευε ακράδαντα ότι τα γερμανικά θα γινόταν η διεθνής επιχειρηματική γλώσσα. Έπρεπε, λοιπόν, να μάθω γερμανικά, γιατί ο δεύτερος στόχος του ήταν να αναλάβω την επιχείρησή του στην Πόλη. Έτσι, πήγα σ’ ένα αυστριακό λύκειο. Διαψεύστηκε και στα δύο θέματα. Πρώτον τα γερμανικά δεν έγιναν η διεθνής επιχειρηματική γλώσσα, εγώ δεν θα αναλάμβανα την οικογενειακή επιχείρησή του, έμαθα όμως τα γερμανικά, έτσι πήγε. Η επιμονή του συνεχίστηκε, όμως, με σπουδές οικονομίας, την οποία εγώ απεχθανόμουν. Αλλά, ξέρετε, όταν μεγαλώνετε σε μια μειονότητα σε μια πόλη τη δεκαετία του ’50, δεν έχετε τη δυνατότητα να φέρετε αντίρρηση στον πατέρα σας. Αυτός αποφασίζει, εσείς ακολουθείτε, έτσι πήγαινε. Έτσι, λοιπόν, αποφάσισε να με στείλει στη Βιέννη για σπουδές οικονομίας. Εγώ δεν ήθελα να πάω να σπουδάσω οικονομία, ήθελα όμως να φύγω απ’ την Πόλη, γιατί δεν άντεχα άλλο τη ζωή της μειονότητας, αυτή την κλειστή, εσωστρεφή, συντηρητική, ας πούμε, ζωή. Δεν μπορούσα. Όταν έφυγα, λοιπόν, απ’ την Πόλη, ήμουν τρίγλωσσος. Μιλούσα και έγραφα εξίσου καλά, γερμανικά, ελληνικά και τούρκικα. Όταν έφτασα στη Βιέννη και για μία πενταετία μιλούσα μόνο γερμανικά. Αυτό δεν ήταν μόνο, πώς να σου πω, καταναγκασμός, ήταν και επιλογή μου. Κάποια στιγμή όμως στη Βιέννη, αποφάσισα ότι ήθελα να γράψω –πάντα ήθελα να γράψω, το μόνο πράγμα που ήθελα να κάνω στη ζωή μου– στη μητρική μου γλώσσα που ήταν τα ελληνικά. Ήρθα λοιπόν στην Ελλάδα λόγω της γλώσσας. Και εδώ αισθάνθηκα την ανάγκη κατά κάποιον τρόπο να φέρω σε επαφή και να, εντός εισαγωγικών, «παντρέψω» τις δύο γλώσσες, τα γερμανικά και τα ελληνικά. Κι έτσι γεννήθηκε η μόνη δυνατότητα που είχα να το κάνω κι ήταν η μετάφραση.

Τρομερή, τρομερή ιστορία.

Αυτή ήταν.

Και μέσα από αυτήν την πορεία, έχετε μεταφράσει τον Φάουστ για παράδειγμα, που είναι ένα τεράστιο έργο.

Αυτή η ιστορία με τον Φάουστ έχει μεγάλη πλάκα.

Πείτε μας γι’ αυτή.

Γιατί, κάποια στιγμή –τώρα, τέλη του 1990 ήταν, δεν θυμάμαι ακριβώς– με πήρε τηλέφωνο ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, ο Νίκος Κούρκουλος, ο οποίος είναι και φίλος. Με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει «Πέτρο, θέλω να σου κάνω μια πρόταση, είσαι όρθιος ή κάθεσαι;». Λέω «Τώρα, ρε Νίκο, τι νόημα έχει αυτό αν είμαι όρθιος ή κάθομαι;» «Όχι, θέλω να κάθεσαι». Τον ξέρω τι πεισματάρης ήταν, Θεός σχωρέσ’ τον, που λέμε, λέω «Καλά, κάθομαι.», δεν καθόμουν, αλλά «Κάθομαι». Μου λέει «Θέλω να μεταφράσεις τον Φάουστ του Γκαίτε [Goethe], και τα δύο μέρη». Η αντίδραση η δική μου ήταν «Νίκο μου, είσαι τρελός, δεν είσαι με τα καλά σου». Εκεί επάνω, όμως, είπε τη φράση, που είναι για τον οποιονδήποτε μεταφραστή, συγγραφέα, δημιουργό, η κατάρα, «Πέτρο, αυτό είναι έργο ζωής». Την έβαψες, άμα σου το πουν αυτό και πέσεις στην παγίδα, την έχεις βάψει. Είπα «Έχει δίκιο. Πόσες φορές θα κάνω έργο ζωής εγώ;». Και είπα «Ναι!», χωρίς να ξέρω σε ποια περιπέτεια έμπαινα. Όταν τελικά μετά από ένα, ενάμιση χρόνο τελείωσα το πρώτο μέρος, και είχα αρχίσει την εισαγωγή, τον πρόλογο στο δεύτερο, με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει «Πέτρο, λυπάμαι πάρα πολύ, ο σκηνοθέτης που θα έκανε την παράσταση μετάνιωσε, δεν θέλει να την κάνει, και δεν θα κάνω την παράσταση». Εγώ, λοιπόν, είχα μείνει τότε με το πρώτο μέρος μεταφρασμένο και δεν ήξερα τι να κάνω. Πήγα και είπα τον πόνο μου στον εκδότη μου, τον Γαβριηλίδη, ο Γαβριηλίδης μου είπε «Εάν το τελειώσεις, εγώ θα το βγάλω». Του λέω «Είσαι τρελός, ούτε πενήντα αντίτυπα δεν πρόκειται να πουλήσεις απ’ αυτό το θεόρατο έργο». Σας πληροφορώ ότι έχει πουλήσει μέχρι τώρα 6.000 αντίτυπα και πουλάει σταθερά 500 αντίτυπα κάθε χρόνο. Είναι η τρέλα της Ελλάδας αυτή. Δηλαδή, είπα κάποτε στους Γερμανούς «Ξέρετε, οι Έλληνες δεν ξέρουν να διαχειριστούν τα οικονομικά τους, διαβάζουν όμως τον Φάουστ». Αυτή είναι η πραγματικότητα. Και έτσι βγήκε η μετάφραση και όταν τέλειωσα τη μετάφραση και την ξαναδιάβασα είπα «Ω Θεέ μου. Δεν υπάρχει περίπτωση οι Έλληνες να το καταλάβουν αυτό, αν δεν γράψω σχόλια». Έφαγα άλλον ενάμιση χρόνο περίπου, γύρω στους 15 μήνες, για να γράψω τα σχόλια. Ε, τώρα βγήκε κι αυτό που λέγεται η Πρώτη γραφή, στην καθομιλουμένη ο Urfaust, υπάρχει και αυτός, τον μετέφρασα και αυτόν. Και τον μετέφρασα, γιατί είχε ένα τεράστιο ενδιαφέρον, διότι η Πρώτη γραφή δεν είναι απλώς το σχεδίασμα, είναι ένα ολοκληρωμένο έργο που βασίζεται όμως στο κίνημα «θύελλα και ορμή», ενώ, αντίθετα, η τραγωδία είναι κλασικό κείμενο, είναι της κλασικής γραφής. Αυτό. Έτσι βγήκε ο Φάουστ.

Και ποια ήταν, θα λέγατε, η μεγαλύτερη δυσκολία του, αν μπορούμε να ονομάσουμε δηλαδή;

Κοιτάξτε, δεν υπάρχει μία υπάρχουν πολλές δυσκολίες. Η πρώτη και μεγαλύτερη είναι ο στίχος. Και το λέω αυτό γιατί πέραν όλων των άλλων, εγώ κατά κάποιον τρόπο με τον Φάουστ απέκτησα μια τάση μαζοχισμού. Αυτή η τάση μαζοχισμού εκφράστηκε με την τελείως παράλογη εμμονή μου, το πρωτότυπο και η μετάφραση να έχουν τον ίδιο αριθμό στίχων, να μην κόψω, να μην προσθέσω. Έχουν τον ίδιο αριθμό, το κατάφερα! Αλλά αυτό ήταν ένα φοβερό βασανιστήριο για να το πετύχω, δεν ήταν εύκολο. Είναι 12.111 στίχοι το πρωτότυπο και η μετάφραση. Αυτό στα ελληνικά έχει ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα, διότι, ενώ η γερμανική είναι μια γλώσσα συμπυκνωμένη, αντίθετα τα ελληνικά είναι μια γλώσσα που διευρύνεται, έχει ένα άπλωμα στην έκφραση και να τα ταιριάξεις αυτά τα δύο όταν κρατάς τον αριθμό στίχων είναι ένα βασανιστήριο, δεν είναι εύκολο!

Και πώς είναι να συνδυάζει κανείς αυτή τη διττή ταυτότητα;

Ορίστε;

Πώς είναι να συνδυάζει κανείς τη διττή ταυτότητα μεταφραστή και λογοτέχνη;

Κοιτάξτε να δείτε, εγώ πιστεύω ότι εμένα η μετάφραση με βοήθησε πάρα πολύ. Και θα σας πω για πολλούς λόγους. Ένα από βασικά που λέω, κι όταν κάνω και σεμινάρια ή master class, λέω ότι ένας συγγραφέας μπορεί να ζήσει και μία γλώσσα, ένας μεταφραστής οφείλει να ξέρει πολλές γλώσσες. Τι εννοώ με αυτό; Εάν είστε ένας συγγραφέας που γράφετε μυθιστορήματα με θέμα την κοινωνία και τη ζωή των μικροαστών, αρκεί να ξέρετε το μικροαστικό γλωσσικό ιδίωμα. Όταν όμως μεταφράζετε, αυτό δεν φτάνει. Θα σας πω ένα παράδειγμα. Όταν μετέφραζα τη Λούλου του Βέντεκιντ [Wedekind] – η Λούλου του Βέντεκιντ, είναι ουσιαστικά ένα θεατρικό έργο των αστών Γερμανών και είναι γραμμένη το 1896. Εάν εγώ έβρισκα ή έψαχνα αντιστοιχία εποχής με τα ελληνικά δεν θα το μετάφραζα ποτέ, γιατί το 1896 ήταν καθαρεύουσα στην Ελλάδα. Έπρεπε, λοιπόν, να βρω ένα γλωσσικό ιδίωμα που ταίριαζε κοινωνικά στην εποχή του έργου. Κι αυτή ποια ήτανε; Η γενιά του ‘30. Και χρησιμοποίησα τη γλώσσα της γενιάς του ‘30! Και, επίσης, είναι ορισμένα πράγματα τα οποία έχουν πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Ας πούμε, μεταφράζοντας τη Μάνα Κουράγιο, στην πρώτη σκηνή της Μάνας Κουράγιο, που εμφανίζεται η Μάνα Κουράγιο με το κάρο και τους δύο γιους και την κόρη της, κάτω στη σκηνή υπάρχει και ένας δεκανέας. Και αυτός τους ρωτάει, τους λέει, «Από που έρχεσαι εσύ, Bagage;». «Bagage», είναι «μπαγκάζια», γαλλικά, πολύ γνωστή λέξη. Tο ακούω εγώ, το διαβάζω εγώ, και σκαλώνω. Λέω, δεν μπορεί να είναι «μπαγκάζια», αν ήθελε να πει «αποσκευές» θα ‘λεγε «Gepäck», που είναι η γερμανική λέξη. Γιατί να λέει «Bagage» αυτός, κάτι άλλο σημαίνει αυτό. Διαβάζω άλλες ελληνικές μεταφράσεις, «Από που έρχεστε εσείς και τα μπαγκάζια σας», λέω «Παράτα με, δεν είναι αυτό». Αρχίζω να ψάχνω και βρίσκω ότι στα μεσαιογερμανικά «Bagage» σήμαινε «αλήτες», «ρεμάλια». Για να κάνει, λοιπόν, την αναφορά στην εποχή του έργου, χρησιμοποιεί αυτή τη λέξη. Είναι, λοιπόν, τέτοιες δυσκολίες, τις οποίες ένας συγγραφέας δεν τις αντιμετωπίζει ποτέ, γιατί να τις αντιμετωπίσει; Άμα δεν του βγαίνει κάτι, βρίσκει μια άλλη λύση, είναι απλό. Εδώ δεν μπορείς να βρεις, αυτή είναι! Αυτές οι δυσκολίες κάνουν τη μετάφραση τι; Και μία εξαιρετική γλωσσική άσκηση. Όταν, δηλαδή, εγώ κατέληξα ότι τα μυθιστορήματα που γράφω πρέπει να είναι μυθιστορήματα προφορικού και όχι γραπτού λόγου, εκεί δεν με ενδιέφερε το γραπτό είδος πλέον, με ενδιέφερε ο σύγχρονος προφορικός λόγος και πώς εκφέρεται από τα διάφορα πρόσωπα, που εκφράζει κι ένα κοινωνικό στάτους. Αυτό δεν μπορώ να το κάνω στη μετάφραση, δεν γίνεται. Οφείλω η πιστότητα, όσο υπάρχει, γιατί απόλυτα πιστή μετάφραση δεν υπάρχει, εάν κάνει κανείς απόλυτα πιστή μετάφραση δεν θα διαβάζεται ή δεν θα παίζεται στο θέατρο. Δεν γίνεται αυτό. Για πολλούς αυτό δεν είναι πιστό. Δεν είναι θέμα πιστότητας. Και λέω πάντα, ένας μεταφραστής οφείλει να είναι πιστός στη γλώσσα του πρωτοτύπου και στη δική του ταυτόχρονα. Δεν μπορεί να μην είναι στη δική του, δεν γίνεται αυτό, δεν μπορεί να θυσιάσει τη δική του γλώσσα για να μείνει πιστός.

Κι όσον αφορά τα δικά σας μυθιστορήματα που έχουνε μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, και στα γερμανικά –επειδή μιλήσαμε πριν και για τη γερμανική γλώσσα, έχουν και τεράστια επιτυχία έτσι κι αλλιώς– εκεί συνεργάζεστε με τη μεταφράστριά σας;

Ναι, συνεργάζομαι με τη μεταφράστριά μου, με την έννοια ότι όχι μόνο απαντώ σε ερωτήσεις, αλλά πολλές φορές μου στέλνει το κείμενο, για να δω, να το σχολιάσω, μήπως σκεφτώ μια άλλη λύση, ή ας πούμε, δηλαδή, μια τροποποίηση. Έχουμε μια πολύ στενή συνεργασία με τη μεταφράστριά μου, πάρα πολύ στενή. Αυτό βέβαια γίνεται στα γερμανικά, αλλά δεν μπορεί να γίνει στις άλλες γλώσσες.

Ναι, γι’ αυτό ρώτησα, γιατί…

Διότι, όσο κι αν ξέρω κι άλλες γλώσσες, δεν ξέρω τις γλώσσες αυτές σε βάθος τόσο όσο τα γερμανικά.

Και τι θα λέγατε τελικώς ότι σημαίνει για εσάς «μεταφράζω»;

Ορίστε;

Τι σημαίνει για εσάς «μεταφράζω»;

Για μένα «μεταφράζω» σημαίνει μεταφέρω, αλλά και αναδημιουργώ ένα κείμενο γραμμένο σε μια τρίτη γλώσσα στη γλώσσα μου. Αυτό. Διότι δεν είναι μόνο μεταφορά, είναι και αναδημιουργία. Δεν γίνεται αλλιώς! Υπάρχουν πράγματα, ας πούμε, στα οποία πρέπει να βρεις λύση. Δηλαδή πάρτε στο Φάουστ, στη σκηνή μες στη Μητρόπολη, κάποια στιγμή η Μαργαρίτα προς το τέλος είναι έγκυος και παθαίνει μια τάση λιποθυμίας και φωνάζει στη διπλανή της, στα γερμανικά, «Nachbarin! Dein Fläschchen!» [σ.σ. Nachbarin! Euer Fläschchen!]. Tι εννοεί; Το μπουκαλάκι που έπαιρναν μαζί τους τότε οι γυναίκες με άρωμα, με μυρωδικό, για να εισπνέουν αν παθαίνανε έτσι αυτή τη δύσπνοια κι αυτή την, εν πάση περιπτώσει, στεναχώρια. Εάν γράψω εγώ «το μπουκαλάκι σου», κανένας δεν θα καταλάβει τίποτα. Δεν μπορώ λοιπόν να πω «Fläschchen», και να μεταφράσω απόλυτα πιστά, γιατί δεν θα γίνει κατανοητό. Εγώ είπα «Γειτόνισσα! Το μυρωδικό σου!». Το μυρωδικό το καταλαβαίνουν, δεν έχουν πρόβλημα. Αυτά, λοιπόν, είναι, ας πούμε, λεπτομέρειες, οι οποίες όμως είναι καίριες, και σε πάρα πολλά σημεία αυτές οι λεπτομέρειες είναι καθοριστικές!

Και, κλείνοντας, τι συμβουλή θα δίνατε σε κάποιον νέο, φοιτητή, φοιτήτρια που έχει ως όνειρο να ασχοληθεί με τη μετάφραση, να το ακολουθήσει;

Να διαβάσει μανιωδώς κείμενα στη γλώσσα από την οποία θέλει να μεταφράσει και στη γλώσσα στην οποία θέλει να μεταφράσει. Αυτή είναι η πιο σοβαρή, να το πω έτσι, άσκηση που μπορεί να έχει. Και, βεβαίως, όταν λέω να διαβάσει, εννοώ να κάνει και άπειρες ασκήσεις. Ξεκινώντας από τα μικρά, από τα λίγα, τα σύντομα. Είναι πολύ εύκολο να μεταφράσεις ένα σύγχρονο κείμενο στη σημερινή σύγχρονη γλώσσα. Είναι πολύ πιο δύσκολο να μεταφράσεις ένα παλιό κείμενο στη σημερινή γλώσσα. Δεν γίνεται. Θα σας φέρω το παράδειγμα με την Πρώτη γραφή του Φάουστ. Υπάρχει μετάφραση του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου. Όσον αφορά την πιστότητα του κειμένου, είναι απόλυτα πιστός ο Χατζόπουλος, δηλαδή δεν κάνει λάθη στη μετάφραση. Καθόλου. Πού είναι το πρόβλημα λοιπόν; Το πρόβλημα είναι στο εξής, η γλώσσα στα ελληνικά. Διότι ο Χατζόπουλος ήταν μάχιμος δημοτικιστής και ανήκε σ’ αυτήν τη γενιά των δημοτικιστών που πίστευαν ότι όλα μπορείς να τα πεις με τη δημοτική. Δεν μπορείς να τα πεις όλα με τη δημοτική, εδώ είναι το λάθος του. Και δεν μπορείς να τα πεις όλα με τη δημοτική, όταν ο ίδιος ο Γκαίτε έκανε ένα προσωπικό γλωσσικό εργαλείο για να γράψει τον Φάουστ. Υπάρχει στα γερμανικά ένα λεξικό που λέγεται Goethes merkwürdige Wörter, οι παράξενες λέξεις του Γκαίτε. 80 στις 100 λέξεις είναι από τον Φάουστ! Και είναι λέξεις που έφτιαχνε μόνος του για να γράψει! Λοιπόν, ποια δημοτική; Δεν γίνεται! Αυτό, λοιπόν, είναι μια διαρκής άσκηση. Κι όταν λέω να διαβάζει στη γλώσσα του και τη γλώσσα, να μη διαβάζει μόνο αυτά που γράφονται σήμερα, να έχει εικόνα της εξέλιξης της γλώσσας τόσο στα ελληνικά, όσο και στη γλώσσα από την οποία θα μεταφράσει. Δεν γίνεται αλλιώς! Δεν μπορεί να γίνει! Πρέπει να έχει μία, να το πω έτσι, εξελικτική γνώση της γλώσσας. Δεν βγαίνει αλλιώς, πρέπει να το ξέρει! Δηλαδή, να σας πω ένα άλλο παράδειγμα. Στην πρώτη σκηνή, που συναντάει ο Φάουστ τη Μαργαρίτα, η Μαργαρίτα φεύγει, γιατί του λέει «Ούτε δεσποσύνη είμαι», του λέει, «ούτε ωραία.» και φεύγει. Ο Φάουστ λέει στον Μεφιστοφελή «Du musst mir die Dirne bringen». Διαβάζω εγώ «Dirne» και λέω αποκλείεται να εννοεί «πόρνη». Δεν μπορεί! Πρώτον, ο Γκαίτε από τη στιγμή που πήγε στη Βαϊμάρη το ’75, το 1775 και μετά, και έγραψε εκεί και την Πρώτη γραφή και όλο το κείμενο έκανε συνεχώς αναγνώσεις στην αυλή της Βαϊμάρης, μπροστά στον Δούκα και στην οικογένειά του, στην αριστοκρατία της αυλής και τις κυρίες τιμής της αυλής, εξού μία απ’ αυτές είχε διασώσει τον Urfaust, έτσι βρέθηκε αυτός. Στα κατάλοιπά της βρέθηκε. Και θα έλεγε σ’ αυτό το κοινό, ο μυστικοσύμβουλος κύριος Γκαίτε –που μυστικοσύμβουλος τότε αντιστοιχούσε σε, άτυπα, βαθμό πρωθυπουργού– θέλω να μου φέρει το «πουτανάκι»; Αποκλείεται! Αποκλείεται! Κάτι άλλο λέει. Πέραν αυτού όμως, υπάρχει και κάτι άλλο το οποίο ξέρω. Στην εποχή του Γκαίτε, την «πόρνη» δεν την λέγανε «Dirne» αλλά «Hure», και στα απαξιωτικά «πουτάνα» «die Hur». Δεν μπορεί, λέω, κάτι άλλο λέει αυτός. Αρχίζω, λοιπόν, να ψάχνω σαν τρελός. Όποιο λεξικό κι αν άνοιγα «Dirne» ίσον «πόρνη». Δεν γίνεται, λέω παιδιά, κάτι μου φεύγει. Αρχίζω, λοιπόν, στην απελπισία μου, πραγματικά, να διαβάζω τα σχόλια, αυτού ο οποίος είναι ο πιο ενδελεχής μελετητής της τραγωδίας του Φάουστ, του Άλμπερχτ Σένε [Albrecht Schöne] – ό,τι δεν έχει σχολιάσει ο Σένε δεν είναι σχολιασμένο, έληξε, τόσο απλό είναι, όπως το λέω. Και κάποια στιγμή, λέει, ότι ο Γκαίτε όσο έγραφε τον Φάουστ, πάνω στο γραφείο του είχε το λεξικό του Adelung. Πού να βρω εγώ το λεξικό του Adelung; Εάν ήμουν στη Γερμανία θα πήγαινα σε κάποια βιβλιοθήκη και θα το ‘βρισκα, το Γκαίτε αποκλείεται να το είχε, δεν το είχε. Αρχίζω, λοιπόν, να ψάχνω, ώσπου κάποια στιγμή ανακαλύπτω στο διαδίκτυο, έναν εκδοτικό οργανισμό που λέγεται Digitale Bibliothek, και εκεί υπάρχει το λεξικό του Adelung. Παραγγέλνω το λεξικό του Adelung, μου ‘ρχεται, ανοίγω το λήμμα «Dirne», και τι γράφει δίπλα; «Unverheiratetes junges Mädchen», ανύμφευτον νεαρόν κοράσιον, λοιπόν. Και λέω όχι «πουτάνα», αλλά «παρθένα», καταλαβαίνετε τι; Δηλαδή, μεταφραστής –αυτό το λέω πάντα– ο οποίος δεν αμφιβάλλει ανά πάσα στιγμή, είναι κακός μεταφραστής. Πρέπει συνέχεια να αμφιβάλλει. Δεν πήγε σωστά αυτό, γιατί να είναι; Μπορεί και να μην είναι, πού ξέρω; Λοιπόν, αυτό, από τον Μπρεχτ [Brecht], που σας είπα για το «Bagage», μέχρι τον Φάουστ, συμβαίνει πάντα. Και, πολλές φορές, τα λεξικά δεν βοηθάνε, γιατί δεν λαμβάνουν υπόψη τους πάντοτε την εξελικτική πορεία της γλώσσας. Τα μεσαιογερμανικά έληξαν ουσιαστικά το 1800, όταν κυκλοφόρησε το ορθογραφικό λεξικό της γερμανικής γλώσσας του Κόνραντ Ντούντεν [Konrad Duden], το οποίο υλοποίησε τη γερμανική γλώσσα, τελείωσε. Το 1800 έγινε αυτό, έχει πάψει να είναι μεσαιογερμανικά, έληξε. Ωραία! Όταν όμως πέσεις σε κείμενο, το οποίο παραπέμπει στα μεσαιογερμανικά, τι κάνεις; Ψάχνεις σαν τρελός, αυτό κάνεις. Εκείνο το οποίο μου ‘δωσε μεγάλη χαρά ήταν ότι έκανα πέρσι τον Μάρτιο μήνα, ένα σεμινάριο στο τμήμα γερμανικών σπουδών στην Αθήνα για τον Φάουστ. Και τους είπα την ιστορία με τη «Dirne». Η κυρία Πετροπούλου, που είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια, με παίρνει ένα τηλέφωνο, μου λέει «Πέτρο, δεν ξέρεις τι είδα σήμερα», της λέω τι είδες; «Μια φοιτήτρια μου», μού λέει, «μου έγραψε ότι βρήκε ένα λεξικό, ελληνικό, του 19ου αιώνα, είδε το “Dirne” και γράφει δίπλα “κοπελούδα”». Βλέπετε, λοιπόν; Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να ψάχνεις και ποτέ να μην είσαι βέβαιος! Η βεβαιότητα είναι μειονέκτημα στον μεταφραστή!

Ευχαριστούμε πάρα πολύ.

Να είστε καλά.

Ευχαριστούμε πάρα πολύ.

Να είστε καλά

 

Βιογραφικό

O Πέτρος Μάρκαρης γεννήθηκε το 1937 στην Κωνσταντινούπολη και σπούδασε Οικονομικά στη Βιέννη και τη Στουτγκάρδη. Είναι μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος και μεταφραστής. Τα αστυνομικά μυθιστορήματά του (Νυχτερινό δελτίο, Άμυνα ζώνης, Ο Τσε αυτοκτόνησε, Βασικός μέτοχος, Παλιά, πολύ παλιά, Ληξιπρόθεσμα δάνεια) κυκλοφορούν σε δεκατέσσερις γλώσσες και ο ήρωάς του, ο αστυνόμος Χαρίτος, είναι ένας από τους πιο δημοφιλείς ήρωες αστυνομικών μυθιστορημάτων στην Ευρώπη. Συνεργάστηκε με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο σε πολλά σενάρια ταινιών του. Έχει μεταφράσει, μεταξύ άλλων, τα δύο μέρη του Φάουστ του Goethe, καθώς και έργα του Brecht. Το 2013 τιμήθηκε με το Μετάλλιο Goethe από το γερμανικό κράτος για την προσφορά του στη γερμανική γλώσσα και τις διεθνείς πολιτιστικές σχέσεις, ενώ το 2014 βραβεύτηκε με τον Σταυρό του Τάγματος της Αξίας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας για το λογοτεχνικό και μεταφραστικό του έργο.

Επιλεγμένες μεταφράσεις

Cumali, Necati (1979). Πικρός καπνός [Aci tütün e yaninlari]. Αθήνα: Θεμέλιο.

Weiss, Peter (1982). Η ανάκριση. Σκηνικό ορατόριο σε έντεκα τραγούδια [Die Ermittlung]. Αθήνα: Ιθάκη.

Brecht, Bertolt (1991). Ιστορίες του κ. Κόυνερ. Η διαλεκτική σαν τρόπος ζωής. Αθήνα: Θεμέλιο.

McBain, Ed (1996). Ειδύλλιο [Romance]. Αθήνα: Γαβριηλίδη.

Goethe, Johann Wolfgang (2002). Φάουστ. Μια τραγωδία [Faust: Eine Tragödie]. Αθήνα: Γαβριηλίδη.

Brecht, Bertolt (2009). Ποιήματα. Αθήνα: Κοροντζή.

Hikmet, Nazim (2010). Τα ποιήματα των 9-10 μ.μ. Αθήνα: Θεμέλιο.

Mungan, Murathan (2010). Τσαντόρ [Çador]. Αθήνα: Καστανιώτη.

Goethe, Johann Wolfgang (2019). Φάουστ. Πρώτη γραφή. Αθήνα: Γαβριηλίδη.

Paretsky, Sara (2019). Ολική αναπηρία [Indemnity Only]. Αθήνα: Γαβριηλίδη.

Βραβεία

Μετάλιο Goethe 2013 

Σταυρός του Τάγματος της Αξίας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας 2014

Συνέντευξη: Φωτεινή Πατεινάρη και Λίντα Χύτη
Ημερομηνία και τόπος: Μάιος 2018, Θεσσαλονίκη
Παραπομπή: Βηδενμάιερ, Ανθή, Λάμπρου, Δέσποινα και Πατεινάρη, Φωτεινή (2021). «Συνέντευξη με τον Πέτρο Μάρκαρη», Πορτρέτα μεταφραστριών και μεταφραστών. Θεσσαλονίκη: Τμήμα Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Κατηγορία: μεταφράστρια/μεταφραστής, μετάφραση πεζογραφίας, μετάφραση ποίησης, θεατρική μετάφραση, γερμανικά–ελληνικά