Μενού Κλείσιμο

Οντέτ Βαρών-Βασάρ

Απομαγνητοφώνηση

Αγαπητή κυρία Οντέτ Βαρών-Βασάρ [Odette Varon-Vassard], χαίρομαι πολύ που είστε μαζί μας σήμερα και θα ήθελα να ξεκινήσουμε αμέσως τη συνέντευξή μας και να μας μιλήσετε λίγο για την αρχή, την αρχή της διαδρομής σας.

Κι εγώ χαίρομαι, κυρία Βηδενμάιερ, κι ευχαριστώ πολύ. Λοιπόν, η διαδρομή μου στη μετάφραση μετράει κοντά τριάντα χρόνια τώρα. Θα έλεγα ότι η πρώτη δεκαετία, η δεκαετία του ‘80, είναι μια δεκαετία μαθητείας, γιατί η μετάφραση χρειάζεται τη δική της μαθητεία. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών γλώσσας. Είναι κάτι διαφορετικό. Και προς τα τέλη του ‘80 άρχισα να μεταφράζω και μπορώ να πω, ότι από το ‘88 ως το 2008 είναι μια εικοσαετία που είμαι ενεργή στον χώρο της μετάφρασης σε πολλούς τομείς. Κάπως έτσι.

Πώς ξεκινήσατε; Με ποιον τομέα, ας το πούμε έτσι;

Εγώ δεν είχα σκεφτεί τη μετάφραση. Όταν επέστρεψα από το μεταπτυχιακό μου στο Παρίσι το φθινόπωρο του ‘81, ένας πολύ αγαπημένος δάσκαλος και φίλος πια, φιλόλογος, δάσκαλός μου στο φροντιστήριο σε αρχαία ελληνικά και ειδικά σε Θουκυδίδη, στον οποίον τι κάναμε; Μετάφραση. Τι μαθαίναμε να κάνουμε στον Θουκυδίδη; Εντάξει, πρώτα μας τον υπαγόρευε και γράφαμε, μετά όμως μεταφράζαμε. Λοιπόν, εκείνος, ο Στέφανος ο Κουμανούδης, μια πολύ σημαντική προσωπικότητα, μετέφρασε Αριστοφάνη που τον αγαπούσε πάρα πολύ. Εγώ είχα παρακολουθήσει σε μικρές ομάδες διδασκαλία μετάφρασης Αριστοφάνη μαζί του. Μετά έφυγα απ’ αυτά. Έκανα τις σπουδές μου Ιστορικό Αρχαιολογικό, έκανα στο Νεοελληνικό Ινστιτούτο μεταπτυχιακό στη νεότερη ιστορία, γιατί ιστορικός είναι… οι βασικές μου σπουδές είναι σπουδές ιστορικού. Εξάλλου και να ήθελες σπουδές μετάφρασης το ’80, δεν υπήρχαν. Αλλά η βασική μου ιδιότητα είναι η ιδιότητα του ιστορικού. Γυρνώντας λοιπόν, ο Στέφανος ο Κουμανούδης μού πρότεινε να συνεργαστώ μαζί του σε μια μετάφραση. Ήταν πολύ ξεκάθαρη η συνεργασία, μου είπε «Θα κάνεις το πρώτο χέρι, θα κάνουμε μαζί την επιμέλεια και θα βγει φυσικά με το όνομά μου, γιατί έμενα εμπιστεύεται ο εκδότης και θα έρθει και μια αμοιβή». Λέω «Πάρα πολύ καλά». Και αρχίσαμε να κάνουμε Les Caves du Vatican, Τα υπόγεια του Βατικανού, του Αντρέ Ζιντ [André Gide], τότε για τις εκδόσεις Ύψιλον του Θανάση του Χαρμάνη, που δυστυχώς χάθηκε τόσο ξαφνικά και πρόσφατα. Και κάνουμε αυτή τη μετάφραση κι αρχίζει να μ’ αρέσει πάρα πολύ αυτό. Δηλαδή ειδικά η μία φορά τη βδομάδα που πάω σπίτι του, φυσικά με μαθαίνει να μεταφράζω με μολύβι. Δεν υπάρχουν τότε υπολογιστές, δεν υπάρχουν για μας ακόμη το ‘81-‘82. Με μαθαίνει να μεταφράζω με μολύβι, γιατί πάντα σβήνουμε και η φάση που συνεργαζόμαστε μαζί και σβήνουμε και διορθώνουμε και βλέπω τι αλλάζει, πώς αλλάζει και γιατί, είναι μια μεγάλη μαθητεία, ας πούμε. Και κάνουμε έτσι τρία βιβλία με τον Στέφανο τον Κουμανούδη, μέχρι το ‘85-‘86 βγαίνει το τελευταίο. Και τα άλλα είναι υπερρεαλισμός, είναι πολύ δύσκολα βιβλία, είναι το Arcane 17 του Μπρετόν [Breton] και είναι και το Περί του ύφους, Traité du style, του Αραγκόν [Aragon]. Στο τρίτο μου λέει «Θες να βγει με τ’ όνομά σου;». «Όχι, δεν είναι ακόμα δική μου δουλειά, θα προλάβω εγώ». Και ήταν και η τελευταία μετάφραση που έβγαλε ο Στέφανος ο Κουμανούδης, γιατί μετά αρρώστησε ξαφνικά άσχημα και χάθηκε το ‘87. Λοιπόν αυτό, ευχαριστώ που μου δίνετε και την ευκαιρία να το πω, γιατί δεν το έχω ούτε πει ούτε γράψει και ήταν πραγματικά η πρώτη μου μαθητεία στη μετάφραση. Εγώ ήθελα αυτό το πράγμα να συνεχίσει για μένα και τότε έγινε το Κέντρο Λογοτεχνικής Μετάφρασης στο Γαλλικό Ινστιτούτο, το CTL, όπως το λέγαμε εμείς, το Centre de traduction littéraire. Ξεκίνησε το ‘86, εγώ πήγα το ‘87. Και ήταν διετής η formation τότε, είχε πολύ λιγότερα απ’ ό,τι απέκτησε στον δρόμο, επειδή πήγα πολύ στην αρχή. Είχαμε όμως ήδη την πρώτη χρονιά δάσκαλο τον Πέτρο τον Παπαδόπουλο, παλιό δάσκαλο του Γαλλικού Ινστιτούτου, παλαιάς κοπής και πολύ καλό παιδαγωγό και γλυκύτατο άνθρωπο. Οπότε εκείνος ήταν κάπως εισαγωγικό μάθημα και τη δεύτερη χρονιά είχαμε το κοινό σεμινάριο Τίτου Πατρίκιου Παύλου Ζάννα. Αυτό ήταν κάτι πολύ ξεχωριστό, όπως καταλαβαίνετε, και μας πλούτισε πάρα πολύ. Και ολοκληρώθηκε αυτός ο τίτλος τον Ιούνιο του ’88-‘89 και προς το Νοέμβριο του ‘89 πήραμε τα πτυχία μας και μας τα έδωσε ο Παύλος ο Ζάννας και λίγο μετά έπαθε έμφραγμα και χάθηκε τόσο νέος, που ήταν ένα πολύ μεγάλο σοκ για όλο τον χώρο. Ήδη είχε σημαδευτεί με απώλειες δασκάλων η μαθητεία. Από το CTL είχα πάρει και την πρώτη υποτροφία που δόθηκε το ‘87-’88. Στο έτος αυτό δόθηκε πρώτη φορά υποτροφία στους δύο, ας πούμε, καλύτερους, γιατί δίναμε ένα κομμάτι μεταφρασμένου έργου. Στο τέλος αυτά κρίνονταν. Τότε πήραμε, λοιπόν, τις υποτροφίες ο Γιώργος ο Ξενάριος κι εγώ. Και μπορούσαμε μ’ αυτές να πάμε στην Αρλ, γιατί μόλις κι εκεί αρχίζαν τα πράγματα γύρω απ’ τη μετάφραση. Λίγα χρόνια είχε γίνει το Collège des traducteurs [σ.σ. Collège international des traducteurs littéraires], το οποίο δεν ήταν στο κτίριο που είναι σήμερα με τα δέκα δωμάτια, είχε μόλις τρία δωμάτια. Και η Αρλ είναι στον νότο-νότο της Γαλλίας, μια πολύ μικρή πόλη. Εγώ πήγα Νοέμβριο, Δεκέμβριο, γιατί ήθελα να παρακολουθήσω το Colloque des traducteurs, Assisses, Assises des traducteurs [σ.σ. Assises de la traduction littéraire] το λέγανε. Είχαν ξεκινήσει, λοιπόν, –δεν ήταν πολλά χρόνια κι αυτό που γινότανε, τρίτη, τέταρτη χρονιά;– είχαν ξεκινήσει κάθε Νοέμβριο ένα μεγάλο συνέδριο μεταφραστών, Γάλλων μεταφραστών και γαλλόφωνων. Και ήθελα πολύ να το παρακολουθήσω. Και πραγματικά ήταν πολύ μεγάλη εμπειρία αυτή. Μετά άρχισα να παίρνω τα πρακτικά τους κάθε χρόνο, άρχισα να βλέπω τον τρόπο που οι μεταφραστές μιλάνε για το έργο τους, να γίνονται tables rondes [σ.σ. στρογγυλές τράπεζες] γύρω από συγγραφείς και τα λοιπά. Άρχισε να διευρύνεται η μετάφραση στις εμπειρίες μου, ας πούμε. Ξαναπήγα στο Collège δύο φορές, το ‘90 και το ‘92. Εκεί δεν είχες μαθήματα, αν πήγαινες άλλη εποχή δεν είχες μαθήματα, δηλαδή ήταν για επαγγελματίες μεταφραστές. Έπρεπε να έχεις συμβόλαιο και καθόσουνα, στο περιβάλλον της Γαλλίας όμως αφού μετέφραζες γαλλικά, και μετέφραζες εκεί το βιβλίο σου. Οπότε συναντιόμασταν με μεταφραστές γαλλικής λογοτεχνίας, εγώ γνώρισα απ’ τη Ρωσία, απ’ τη Λετονία –απ’ τη Ρωσία το μεγάλο μεταφραστή τον Μάρκοβιτς [Markowicz] του Ντοστογιέφσκι [Dostoevsky]–, απ’ τη Λετονία, την Εσθονία, τη Βουλγαρία. Ανθρώπους απ’ τις ανατολικές χώρες που δεν είχαν τρόπο να ταξιδέψουν τότε και ήταν αυτό ένας τρόπος να ταξιδέψουν. Τέλος πάντων, ήταν πολλαπλές οι εμπειρίες. Τις βάζω μέσα στη μαθητεία κι αυτές. 

Ναι, φυσικά. Και σε μια εποχή τελείως διαφορετική απ’ ό,τι η σημερινή.

Ναι, χωρίς διαδίκτυο, χωρίς να κινούμαστε τόσο εύκολα, χωρίς να έρχονται τόσοι άνθρωποι εδώ, χωρίς να κινούμαστε τόσο εύκολα. Ήθελες ένα βιβλίο, έπρεπε να το παραγγείλεις. Ο Κάουφμαν [σ.σ. εκδόσεις Kauffmann] έκανε 45 ημέρες να φέρει ένα βιβλίο. Ναι.

Πώς από ιστορικός σε τραβάει αυτή η διαδικασία κι ασχολείσαι τόσο έντονα με τη μαθητεία, όπως την ονομάζεις, στη μετάφραση;

Γιατί όλα αυτά με ελκύουν πάρα πολύ. Εγώ το ‘88 ξεκινάω τη διατριβή μου και θα ‘πρεπε, αν ήμουν άνθρωπος που είχε περπατήσει ένα μονοπάτι, θα έπρεπε να έχω επικεντρωθεί στη διατριβή μου. Αλλά τα περπάτησα παράλληλα αυτά τα δύο μονοπάτια μέχρι το 2008. Εκεί είπα στοπ, δεν μπορώ άλλο παράλληλα. Αλλά μέχρι εκεί τα περπάτησα παράλληλα. Αυτό δεν φτιάχνει μια καριέρα. Υπάρχει και μια γαλλική έκφραση που λέει «Δεν έκανα καριέρα, έκανα όμως μια ζωή!». Και, εντάξει, μου αρέσει αυτή η έκφραση.

Πάρα πολύ ωραία. Και μετά;

Μετά. Εξάλλου υπήρχε και μια γέφυρα κι απ’ την ιστορία προς τη μετάφραση, γιατί όλοι οι νέοι ιστορικοί που έχουμε γυρίσει από τη Γαλλία –και οι περισσότεροι τότε από τη Γαλλία γυρνάμε, η αγγλοφωνία θα έρθει από το ‘99-2000 και μετά, είναι η γενιά των νεότερων–, εμείς είμαστε όλοι γαλλόφωνοι ακόμη. Γύρω απ’ τον κύκλο του Νεοελληνικού Ινστιτούτου και τα λοιπά, και τα λοιπά στη Σορβόννη. Γυρνάμε και θέλουμε να μεταφράσουμε τα μεγάλα γαλλικά κείμενα, τα οποία δεν υπάρχουνε. Δεν υπάρχει ο Μπροντέλ [Braudel]. Βέβαια, επειδή είμαστε μια εταιρία, ο Μνήμονας, Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού, μπορούμε να κάνουμε άρθρα, μικρά άρθρα. Και ξεκινάω παράλληλα και βγάζω τα πρώτα άρθρα του Μπροντέλ, βγάζω τη «Μακρά διάρκεια», τη «Longue durée» που είναι ιδρυτικό άρθρο της σχολής των Annales του Μπροντέλ και την βγάζουμε στον Μνήμονα. Και μετά βγάζουμε και του Ντιμπί [Duby], του μεσαιωνολόγου του εκπληκτικού, άρθρα επίσης. Αυτό κάνει μια γέφυρα απ’ την ιστορία προς τη μετάφραση. Και τότε οι περισσότεροι από μας αυτό το κάνανε και μεταφράσανε ίσως ένα ή δύο βιβλία ιστορικά. Οπότε στο βιογραφικό όλων των ιστορικών της γενιάς μου υπάρχει οπωσδήποτε μια μικρή εμπλοκή με τη μετάφραση, γιατί θέλαμε να φέρουμε αυτά τα κείμενα.

Μετά από αυτά τα πρώτα άρθρα, πώς γίνεται και περνάτε στη λογοτεχνία, στη λογοτεχνική μετάφραση;

Λοιπόν, μόλις τελειώνουμε το CTL, όλοι θέλουμε πια να κάνουμε λογοτεχνία, γιατί λογοτεχνία έχουμε διδαχθεί δύο χρόνια εκεί. Και, το πρώτο, ήρθε ένας μικρός εκδότης τότε, το Ρόπτρο, το οποίο ξεκίναγε, και ήρθε στο CTL φέρνοντας προτάσεις για βιβλία. Αυτά τα βιβλία ήθελε να μεταφράσει στη σειρά του και ήθελε να τα δώσει στους πρώτους απόφοιτους. Τα βάζανε στον κλήρο τα βιβλία, ποιος θα πάρει τι. Εγώ είπα «Δεν θέλω να μπω στον κλήρο, γιατί υπήρχε ένας Φλομπέρ [Flaubert]. Εγώ θέλω τον Φλομπέρ!». Λοιπόν, πήραν όλοι κι εγώ πήρα μια νουβέλα νεανική του Φλομπέρ, που λέγεται Νοέμβριος. Αυτή τη νουβέλα την πήρα παραμάσχαλα και πήγα στην Αρλ τον Νοέμβριο, Δεκέμβριο του ‘88. Αυτό σημαίνει ότι πήγαινα κάθε μεσημέρι στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Αρλ κι έβλεπα όλη την αλληλογραφία του Φλομπέρ κι έβλεπα άλλα κείμενα για τον Φλομπέρ και δανείστηκα τη βιβλιογραφία του Φλομπέρ. Και απ’ όλα αυτά έβγαλα κι ένα μεγάλο επίμετρο. Αυτή η νουβέλα, λοιπόν, βγήκε στο Ρόπτρο και μετά βγήκε στο Ύψιλον, στον Θανάση τον Χαρμάνη, την αγάπησα πολύ δηλαδή. Και την θεωρώ, ας πούμε, την πρώτη ολοκληρωμένη μου δουλειά. Και σ’ αυτό το επίμετρο περιέχονται εκτός από άλλα κείμενα και το απόσπασμα που αφιερώνει ο Ζαν Πολ Σαρτρ [Jean-Paul Sartre] στον Φλομπέρ. Στο μεγάλο έργο του που δεν τελείωσε, τον Ηλίθιο της οικογένειας, έχει ολόκληρο απόσπασμα για τον Νοέμβριο. Κι αυτό έχει μεταφραστεί στα ελληνικά μόνο εκεί μέσα, γιατί Ο ηλίθιος της οικογένειας είναι αμετάφραστος. Το θεωρώ μια ολοκληρωμένη συμβολή. Και μια μεγάλη εισαγωγή έχω κάνει, φιλολογική εισαγωγή, ας πούμε. Αυτό ήταν η πρώτη μου ολοκληρωμένη δουλειά στη μετάφραση.

Μπορώ να ρωτήσω κάτι σχετικά με την εισαγωγή και το επίμετρο του μεταφραστή, της μεταφράστριας; Πιστεύετε ότι αυτό πρέπει να γίνεται; Το θεωρείτε σημαντικό για μια λογοτεχνική μετάφραση, ειδικά κάποιου λογοτέχνη αυτού του επιπέδου;

Όχι πάντα κι όχι σε όλα. Πολλές φορές θεωρώ υπερβολή κάποιες σημειώσεις του μεταφραστή. Ειδικά σήμερα, με το Google, κάποιες σημειώσεις του μεταφραστή που μας λένε «Μπαλζάκ, Γάλλος λογοτέχνης» και μας δίνουν τις χρονολογίες ή πράγματα τελείως κοινότοπα που κι αν δεν τα ξέρουμε μπορούμε τόσο φοβερά εύκολα να τα βρούμε και τα ονομάζουμε σημειώσεις του μεταφραστή, εγώ μ’ αυτό διαφωνώ. Οι σημειώσεις του μεταφραστή πρέπει να είναι μόνο αν θέλει να πει κάτι για τη μετάφραση, κατά τη γνώμη μου. Τώρα, μια νουβέλα νεανική, που βγαίνει πρώτη φορά στην Ελλάδα, άγνωστη, για την οποία υπάρχει τέτοια βιβλιογραφία, ναι, μια τέτοια νουβέλα πρέπει να υποστηριχθεί, κατά τη γνώμη μου. Γιατί βρήκα τρία πολύ σημαντικά κείμενα. Το ένα ήταν της Σοσάνα Φέλμαν [Shoshana Felman], την οποία εκ των υστέρων μάθαμε και διαβάσαμε, αλλά εγώ τότε την πρωτοείδα. Γιατί είχε γράψει γι’ αυτή τη νουβέλα ένα ολόκληρο άρθρο. Δηλαδή αυτά εισάγανε και προσέγγιση λογοτεχνίας τότε, ήταν και θεωρία λογοτεχνίας, έτσι; Δηλαδή αξίζανε αυτά που βρήκα, αυτά έβαλα στο επίμετρο. Στο τελευταίο βιβλίο που μετέφρασα και βγήκε φέτος για το οποίο ίσως μιλήσουμε μετά, δεν έβαλα απολύτως τίποτα. Θεωρούσα ότι δεν χρειαζόταν απολύτως τίποτα, μίλαγε το βιβλίο. 

Ωραία, αυτό ήταν το πρώτο σας βιβλίο…

Μπορεί να είναι το δεύτερο ή το τρίτο, αλλά είναι το πρώτο που θεωρώ μια ολοκληρωμένη δουλειά. Ακόμα αυτό το βιβλίο το θεωρώ σημαντική δουλειά.

Και μετά;

Μετά βρήκα τον αγαπημένο μου συγγραφέα μόνη μου, αφού τον είχα διαβάσει πολύ στη Γαλλία κι αφού δεν είχα τολμήσει να τον αγγίξω, γιατί ήθελα να αισθάνομαι πολύ πιο σίγουρη, να έχω κάνει πράγματα πίσω μου για να μπορέσω να τον αγγίξω. Ήταν ένας συγγραφέας εντελώς άγνωστος στην Ελλάδα. Όλοι στη Γαλλία λέγανε «Είναι δυνατόν; Δεν έχετε μεταφράσει τον Αλμπέρ Κοέν [Albert Cohen];». Και μου το λέγανε, γιατί είναι γεννημένος στην Κέρκυρα ο Αλμπέρ Κοέν. Όπου έζησε μέχρι πέντε χρονών και η οικογένειά του μετανάστευσε το 1900 στη Μασσαλία. Και μετά ο ίδιος έζησε ως ενήλικας στη Γενεύη έως το 1981. Ο Αλπέρ Κοέν κάνει δύο μυθιστορήματα στη δεκαετία του ‘30 και κάνει το μεγάλο μπαμ το 1968 με την Ωραία του Κυρίου. Στο τέλος του μηνός είμαι στο Παρίσι για ένα μεγάλο συνέδριο μόνο για τη Belle du Seigneur, γιατί είναι πενήντα χρόνια απ’ την έκδοση της Belle du Seigneur, που έκανε τότε πολύ μεγάλο πάταγο. Πήρε το βραβείο της Ακαδημίας η Belle du Seigneur. Αυτός ο συγγραφέας εβραϊκής, ελληνικής καταγωγής από την Κέρκυρα ήταν τελείως αμετάφραστος και δεν ενδιέφερε κανέναν. Εγώ ήθελα τρομερά να τον κάνω. Και στο επόμενο séjour στην Αρλ το 1990, πήρα μαζί μου το Solal. Χωρίς συμβόλαιο, χωρίς τίποτα. Πράγματα, δηλαδή, που δεν γίνονται και δεν τα συμβουλεύω σε κανέναν, αλλά τότε εμείς είχαμε έναν τρόπο να προχωράμε τα πράγματα και κάπως μερικά τα πετυχαίναμε. Τέλος πάντων, ξεκίνησα έτσι να μεταφράζω το Solal. Εμένα με ενδιέφεραν τα δύο μυθιστορήματα της δεκαετίας του ‘30. O Solal κι ο Mangeclous, που τον μετέφρασα Καρφοχάφτη. Κι αυτά κατάφερα μετά να βγούνε, το πρώτο στη Χατζηνικολή, το δεύτερο στον Ηριδανό. Με το δεύτερο που βγαίνει στον Ηριδανό εγκαινιάζεται κι η συνεργασία μου με τη Μαρία Παπαδήμα, που είναι τότε σύμβουλος στον Ηριδανό. Και μόλις της λέω «Θέλω αυτό να κάνω», καταλαβαίνει αμέσως πολύ καλά και μου λέει «Βεβαίως, θα κάνουμε αυτό». Με την οποία μετά συνεργαστήκαμε πολύ. Αυτά τα βιβλία είχαν μικρή πρόσληψη θεωρώ στην Ελλάδα, τον Σολάλ παιδεύομαι τώρα πολλά χρόνια να τον ξαναβγάλω, γιατί είναι εξαντλημένος πολλά χρόνια απ’ τη Χατζηνικολή που έχει, φυσικά, χαθεί η ίδια κι έχει κλείσει και αυτός που έχει το στοκ δεν ενδιαφέρεται για την επανέκδοση. Όχι δεν ενδιαφέρεται, δεν έχει τα δικαιώματα αυτής της μετάφρασης, είναι δικά μου τα δικαιώματα αυτής της μετάφρασης. Και παιδεύομαι πολύ, δεν έχει βρεθεί ακόμα ο εκδότης σήμερα που θέλει να ξαναβγάλει αυτή την έτοιμη μετάφραση. Θέλω να πω, ο Κοέν για μένα είναι πάντα μια ανοιχτή ιστορία.

Θίξατε πολλά ενδιαφέροντα πράγματα που έχουν σχέση με τις συνεντεύξεις μας, όπως για παράδειγμα τη σχέση με τον επιμελητή ή σύμβουλο ενός εκδοτικού οίκου, τη σχέση των δικαιωμάτων. Ωστόσο δεν θα σταθώ σε αυτά τώρα, ίσως επανέλθουμε αργότερα εάν θέλετε. Θα ήθελα να πάμε λίγο πιο πέρα. Έχετε πλέον μαθητεύσει, έχετε βγάλει πρώτες μεταφράσεις πολύ σημαντικών λογοτεχνών και μετά βρισκόμαστε ήδη στις αρχές της δεκαετίας του 1990; 

Είναι αρχές 1995. Δηλαδή ‘94 βγαίνει και ο Καρφοχάφτης κι αρχές του ‘95 υποστηρίζω και τη διατριβή μου, οπότε είμαι πια πιο ελεύθερη.

Πιο ελεύθερη να κάνετε τι;

Οι άνθρωποι που έχουν τελειώσει μια διατριβή κανονικά ψάχνουνε μια θέση την επομένη στον τομέα που έχουνε πάρει τη διατριβή τους, γιατί η διατριβή μου είναι για την Αντίσταση στη σύγχρονη ιστορία. Εμείς όμως, μια ομάδα μεταφραστριών απ’ το Κέντρο Λογοτεχνικής Μετάφρασης, αποφοίτων, μέσα στις οποίες πρέπει να πω την Κατερίνα την Κολέτ –που δυστυχώς χάθηκε κι αυτή πολύ νωρίς το 2002, αλλά ήταν πολύ σημαντική στα πρώτα χρόνια του περιοδικού–, την Ευγενία την Τσελέντη, τη Νίκη τη Μολφέτα. λίγο αργότερα προστίθεται η Γεωργία Ζακοπούλου, μετά άλλοι φίλοι μας από άλλες γλώσσες και με άλλη σκευή, όπως ο Μίλτος ο Φραγκόπουλος. Ξεκινάμε ένα περιοδικό, το οποίο δεν ξέρουμε καθόλου που θα μας πάει και τι θα είναι, αλλά υπάρχει τότε τόσος αναβρασμός στον χώρο, τόση συζήτηση, έρχονται Γάλλοι καλεσμένοι απ’ το Γαλλικό Ινστιτούτο, δίνουνε ομιλίες, έρχεται ο Λαντμιράλ [Ladmiral]. Εντωμεταξύ διδάσκει μεταφρασεολογία ο Βαγγέλης ο Μπιτσώρης στο CTL. Μιλάμε, συζητάμε, παρουσιάζει αυτούς τους μεταφρασεολόγους, αρχίζουμε να μπαίνουμε λίγο και στη θεωρία. Κι ενώ είχε ξεκινήσει στο CTL κάπως αυτό, ότι θα κάνουμε μικρά κειμενάκια από τελειόφοιτους που ακόμη δεν είχαν βγει με βιβλίο στον χώρο, να κάνουμε μικρά κειμενάκια, να δείξουμε ο καθένας ένα δείγμα μετάφρασης. Ενώ είχε ξεκινήσει έτσι, τελικά το πήραμε εμείς σαν ομάδα πάνω μας, και το πήρα εγώ εκδοτικά πάνω μου, κι έγινε το περιοδικό Μετάφραση. Ο βιβλιοδέτης μού παραδίδει το πρώτο τεύχος τυχαία στις 30 Σεπτεμβρίου του ‘95. 30 Σεπτεμβρίου είναι η μέρα της μετάφρασης, η παγκόσμια ημέρα της μετάφρασης. Τώρα το ξέρουμε, τότε δεν το ξέραμε. Ήταν πρώτη χρονιά το ‘95 που το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, ακόμα στην Πολιτεία, στην Κηφισιά, έξω, κάνει μια μεγάλη βραδιά για τη μετάφραση. Εγώ, λοιπόν, όπως μου φέρνει ο βιβλιοδέτης τα αντίτυπα –που μπορώ να σας πω ότι ήταν 1.800 αντίτυπα η πρώτη έκδοση–, λοιπόν, παίρνω μια τσάντα και ανεβαίνω με δέκα αντίτυπα στο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, όπου είναι ο Τίτος ο Πατρίκιος, όπου είναι ο Πέτρος ο Παπαδόπουλος, όπου είναι η Χρύσα η Προκοπάκη και δεν θυμάμαι ποιοι άλλοι άνθρωποι και κόσμος και λέω «Να, σας έφερα και το περιοδικό». Οπότε ήταν καλά γεννητούρια. 

Ανατριχιαστικό!

Έτυχε να έρθει εκείνη τη μέρα! Εντάξει, μπορούσε να έρθει και δέκα μέρες μετά και να πάω, αλλά σας το λέω ακριβώς όπως έγινε. 

Τα γεννητούρια με νονά εσάς…

Ευχαριστώ. Και όλους τους συνεργάτες, βέβαια, γιατί ένα περιοδικό είναι κατ’ εξοχήν κάτι συλλογικό. 

Το περιοδικό αυτό κυκλοφόρησε επί δέκα χρόνια;

Λοιπόν, το τελευταίο τεύχος γράφει απάνω Μετάφραση ‘06/’07, βγήκε την άνοιξη του ‘08. Άρα στην ουσία κυκλοφόρησε από τον Σεπτέμβριο του ‘95 μέχρι τον Μάιο του 2008. Κι έβγαλε έντεκα, στην αρχή τα λέγαμε τεύχη, μετά πρέπει να τα πούμε τόμους, νομίζω. Τα δύο τελευταία που είναι στις 300 και στις 400 σελίδες αντίστοιχα και είναι διπλά, είναι ‘04/‘05, ‘06/‘07. Αυτοί πια είναι τόμοι. Αυτό δεν είναι καλό για ένα περιοδικό, δεν το συμβουλεύω σε κανέναν. Εκεί κάπως ξεπεράστηκα από τα πράγματα. Δεν μπόρεσα πια να διαχειριστώ το υλικό, τον χρόνο. Είχα ένα πάρα πολύ δύσκολο σχήμα για το περιοδικό, το οποίο του έδινε τη δομή του, αλλά έγινε κορσές. Δηλαδή κάθε περιοδικό έπρεπε να έχει το αφιέρωμα της ξένης λογοτεχνίας, έπρεπε να έχει τις κριτικές, έπρεπε να έχει τα θεωρητικά άρθρα, μερικά είχαν πορτρέτα μεταφραστών, αυτό δεν το είχαμε επιβεβλημένο, το προσπαθούσαμε όμως. Οπότε μπορούσα εγώ να έχω μαζέψει 100-150 σελίδες, αλλά δεν μπορούσα να βγάλω εγώ περιοδικό, καθώς θα έλειπε το άλλο κομμάτι. Το οποίο δεν το έχει ένα λογοτεχνικό περιοδικό. Μαζεύει ύλη, μόλις γίνουν 150 σελίδες τη βγάζει. Λοιπόν, ήταν πολύ δύσκολο, εκεί είχα αρχίσει κι εγώ να κουράζομαι. Στον τελευταίο τόμο ήμουν πραγματικά κουρασμένη και αισθάνθηκα ότι ο κύκλος είχε ολοκληρωθεί, δηλαδή αυτό το περιοδικό είχε δώσει αυτό που μπορούσε να δώσει και, πιστεύω, κάτι που προσφέρει αυτό το περιοδικό σήμερα σε όποιον το βρει –γιατί δεν υπάρχει ψηφιοποιημένο, ούτε πωλείται βέβαια πια– νομίζω ότι ξεφυλλίζοντας αυτό το περιοδικό έχεις την αποτύπωση του τι συνέβαινε στη μετάφραση εκείνα τα χρόνια, ‘95 με 2008. Και ήταν χρόνια πολύ ζωτικά για τον χώρο μας. Δηλαδή πρωτοβάλαμε κείμενα μεταφρασεολογίας, πρώτη φορά, μετέφρασε η Κατερίνα η Κολέτ, φτιάξαμε ορολογία. Πώς θα μετέφραζε τους «ciblistes» και τους «sourciers»; Δεν είχαν μεταφραστεί ως τότε. Μεγάλες συζητήσεις. Κατέληξε «πηγολάτρες», «στοχολάτρες», νομίζω έχει υιοθετηθεί στην αντίστοιχη… Αυτό έπρεπε να βρεθεί τότε. Μετέφρασε ο Βαγγέλης ο Μπιτσώρης. Βάλαμε παλιά μεγάλα κείμενα όπως Το χρέος του μεταφραστή του Βάλτερ Μπένγιαμιν [Walter Benjamin] ή La tâche du traducteur, δεν θυμάμαι…

Die Aufgabe.

Ναι, αυτό. Δεν θυμάμαι, ο Γιώργος ο Σαγκριώτης τελικά, Η αποστολή του μεταφραστή;

Η αποστολή.

Νομίζω ο Γιώργος ο Σαγκριώτης που ξαναδούλεψε την παλιά του μετάφραση, που υπήρχε στο Πλανόδιον, κι εγώ ζήτησα την άδεια από τον Γιάννη τον Πατίλη του Πλανόδιου, γιατί του είπα αυτό το κείμενο χρειάζεται να είναι στο περιοδικό μας και μου είπε «βεβαίως» και τα λοιπά. Το ξαναδούλεψε ο Γιώργος ο Σαγκριώτης και το βάλαμε. Θέλω να πω αυτά βρίσκονται μαζεμένα σ’ αυτούς τους τόμους. Είναι, λοιπόν, μια πρώτη δόση μεταφρασεολογίας. Η Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου είχε μεταφράσει επίσης μεταφρασεολογικά κείμενα. Αυτό ξεκίνησε μ’ ένα άρθρο κι ανέβαινε όσο περνούσαν τα χρόνια, γιατί η θεωρία μετάφρασης κέρδιζε τότε στον χώρο μας.

Θα ήθελα να ρωτήσω κάτι, το περιοδικό και όλος ο κύκλος που εκδίδεται το περιοδικό, είναι γαλλόφωνος. Αυτό είναι επίσης πολύ σημαντικό, να πούμε ότι οι Γάλλοι, η γαλλική μεταφρασεολογία είναι η πρώτη που έρχεται στην Ελλάδα. Ωστόσο, το περιοδικό πολύ γρήγορα ανοίγεται και σε άλλες γλώσσες. Πώς γίνεται; Τι συμβαίνει;

Ήδη απ’ το δεύτερο τεύχος γίνεται συνεργάτης μας ο Ντέιβιντ ο Κόνολι [David Connolly], ακριβώς για θεωρία μετάφρασης. Ακριβώς επειδή δεν είμεθα το περιοδικό του CTL ούτε του Ινστιτούτου, δεν έχουμε καμία δέσμευση ως προς αυτό. Γιατί τότε, πρέπει να θυμίσουμε, ότι τα χωριστά ινστιτούτα δεν επικοινωνούσαν. Όχι ότι και σήμερα πολυεπικοινωνούν. Αλλά, όχι μόνο τα ινστιτούτα, γενικά οι γλωσσικοί χώροι ήτανε πολύ κλειστοί, ο καθένας γύρω απ’ τη δική του κουλτούρα. Εμείς όμως, εφόσον για το περιοδικό δόθηκε μια μικρή βοήθεια για να ξεκινήσουμε απ’ το Γαλλικό Ινστιτούτο και τίποτα άλλο, δεν υπήρξε καμία δέσμευση ως προς αυτό. Λοιπόν, εγώ κατάλαβα αμέσως, δεν δίνουμε κανένα λόγο, ήμασταν ο πρώτος πυρήνας, μεταφράστριες γαλλόφωνες απ’ το CTL, αλλά απ’ το δεύτερο τεύχος στη συντακτική επιτροπή είναι ο Ντέιβιντ ο Κόνολι για θεωρία μετάφρασης. Δηλαδή, αμέσως αναζήτησα ανθρώπους από άλλες γλώσσες και για θεωρία και για μετάφραση από άλλες γλώσσες. Και γαλλικά, από γαλλική λογοτεχνία, είναι μόνο τα δύο πρώτα αφιερώματα. Ήδη στο τρίτο τεύχος, το ‘97, που το θεωρώ –μπορώ και να το δείξω, τυχαίνει να το έχω– το ‘97, το τρίτο τεύχος θεωρώ είναι το πρώτο που το περιοδικό έχει βρει τη φυσιογνωμία του. Δηλαδή έχω φτιάξει –αυτό το λέω «έχω», γιατί εδώ είναι «έχω», αυτό το έφτιαχνα, είναι το δικό μου κομμάτι– έχω φτιάξει λοιπόν σ’ αυτό μια δομή, την οποία προσπαθώ πια να κρατήσω σ’ όλα τα τεύχη. Αυτή η δομή που ήταν και τόσο δύσκολο αίτημα μετά. Αλλά που για μένα, που ήμουνα φανατική των περιοδικών και αγαπούσα τα περιοδικά και διάβαζα πολλά περιοδικά, αγαπούσα ας πούμε πολύ το Εντευκτήριο της Θεσσαλονίκης, παρακολουθούσα το Δέντρο, τη Λέξη, περιοδικά ιστορικά βέβαια, έτσι κι αλλιώς, δηλαδή τα περιοδικά ήταν και πολύ στη ζωή μας τότε, πριν το διαδίκτυο, το θυμίζω κι αυτό, τα έντυπα περιοδικά. Και σήμερα συνεργάζομαι συστηματικά με The Books’ Journal, που επίσης το θεωρώ ένα πολύ ζωντανό περιοδικό. Δηλαδή, αν αγαπούσα μόνο τη μετάφραση, αλλά όχι τα περιοδικά, δεν θα μπορούσα να κάνω αυτό το πράγμα. Έτσι συνέρρευσαν πολλά, από πολλές μεριές, διάφορα, για να γίνει αυτό. Λοιπόν, εδώ, ας πούμε, μπορώ να σας διαβάσω τη δομή αυτού του τεύχους, που έδωσε πια μια φυσιογνωμία στο περιοδικό. Λοιπόν, είχε πάντα ένα editorial που συστήνει το τεύχος, και για να μην πούμε editorial, το λέγαμε «σημείωμα της συντακτικής επιτροπής», είχε ένα αφιέρωμα σε λογοτεχνία με πέντε, έξι λογοτέχνες αμετάφραστους ως τότε στην Ελλάδα κάθε φορά. Επίσης δύσκολο να τα βρεις χωρίς το διαδίκτυο όλα αυτά. Εγώ έκανα ταξίδια με τον σύζυγό μου τότε συστηματικά στο Παρίσι, πήγαινα στη Librairie Compagnie, που είχε το τραπέζι της μεταφρασμένης λογοτεχνίας και πολλές φορές έβρισκα πράγματα από ‘κει κι από άλλα βιβλιοπωλεία. Ας πούμε στο Παρίσι είχα πάει και στο ιταλικό βιβλιοπωλείο, γιατί αυτό είναι ιταλικό αφιέρωμα. Άλλες φορές ήμουνα πιο ευχαριστημένη, όταν πηγαίνοντας στην Compagnie, στο τραπέζι με την ξένη λογοτεχνία, έβλεπα λογοτέχνες που εμείς ήδη είχαμε βάλει. Λοιπόν, εδώ, ας πούμε, ναι, ήταν μόνο γυναίκες, επίσης. Αυτό το αφιέρωμα, λοιπόν, λέγεται «Σύγχρονες Ιταλίδες συγγραφείς». Μία, δύο, τρεις, τέσσερις, πέντε, έξι, επτά. Τις παρουσιάζουμε. Οπότε βρίσκω επτά διαφορετικούς, γιατί κάθε ένα το μεταφράζει άλλος, βρίσκω επτά διαφορετικούς μεταφραστές ιταλικών. Μία.. Δεν θα σας διαβάσω και τα επτά ονόματα. Μία η Σάρα Μπενβενίστε, πολύ σημαντική μεταφράστρια με πολύ έργο, από δύο-τρεις γλώσσες μεταφράζει, με την οποία και συνεργαστήκαμε και για άλλα πράγματα. Ξεκινήσαμε τότε ας πούμε. Λοιπόν, ποίηση μεταφράζει ο Νίκος ο Αλιφέρης, που έχει μεταφράσει την πιο σημαντική ιταλική ποίηση. Ήδη είμαστε σε επαφή με αυτό τον χώρο. Η δεύτερη ενότητα είναι ποίηση, μόνο ποίηση, κι έχουμε ήδη Πάουλ Τσέλαν [Paul Celan]. Η τρίτη είναι μετάφραση ανθρωπιστικών επιστημών και είναι μια συζήτηση, οπότε έχουμε τα προβλήματα πώς μεταφράζονται οι ανθρωπιστικές επιστήμες. Και μετά είναι τα πορτρέτα μεταφραστών. Λοιπόν, και κάθε τεύχος, αυτό απαραιτήτως, είχε οπωσδήποτε και άρθρα για μετάφραση και κριτικές για βιβλία μεταφρασμένα που είχαν βγει. Αργότερα παρακολουθούσαμε και τα βραβευμένα απ’ τα κρατικά βραβεία βιβλία και τα λοιπά. 

Πολύ σπάνιο οι κριτικές της μετάφρασης έως ανύπαρκτο. 

Και πολύ δύσκολο, δυσκολευόμουν πολύ να τις βρω.

Και πολύ δύσκολο, φυσικά. Ωστόσο αν μπορώ να σταθώ λίγο στα πορτρέτα μεταφραστών, γιατί, όπως καταλαβαίνετε, και στο πλαίσιο αυτών των συνεντεύξεων μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Πείτε μας κάτι γι’ αυτά αν θέλετε.

Αυτά τα ξεκίνησα –ήταν μια δική μου ιδέα– αισθανόμουν ότι ήθελα να αποτίσω έναν φόρο τιμής σε πολύ σημαντικούς διανοούμενους με πολυσχιδή δραστηριότητα, πολλές φορές πιο γνωστούς για την υπόλοιπη δραστηριότητά τους. Κι εγώ ήθελα να εντοπίσω μόνο τη μεταφραστική τους πτυχή. Και ξεκίνησα με τον Άρη Αλεξάνδρου. Γνωστός για το μοναδικό του μυθιστόρημα Το κιβώτιο, μυθιστόρημα ορόσημο στη νεοελληνική λογοτεχνία, χωρίς να έχει δοθεί τόση σημασία στο έργο του το μεταφραστικό. Κάπως, ας πούμε, σε βιογραφίες βλέπεις –στα βιογραφικά, όχι στη μεγάλη του βιογραφία, βέβαια, απ’ τον Δημήτρη Ραφτόπουλο– σε βιογραφικά βλέπεις «μετέφρασε για να βιοποριστεί». Λοιπόν, μπορούσε να κάνει και κάτι άλλο για να βιοποριστεί, να διδάσκει ρώσικα, δεν ξέρω. Φυσικά βιοποριζόταν απ’ αυτό, αλλά το επέλεξε ως μόνιμη δραστηριότητά του. Ο Άρης ο Αλεξάνδρου είχε χαθεί από αρκετά χρόνια το 2006 που εγώ έκανα το αφιέρωμα. Συνδεόμουν όμως στενά με τη γυναίκα του την Καίτη Δρόσου που ζούσε στο Παρίσι και την αγαπούσα πολύ. Και ξεκίνησα να της λέω ότι θέλω να κάνω αυτό. Μου είπε «Δεν γίνεται, δεν έχουμε τίποτα». Λέω «Δεν μπορεί, κάτι θα βρούμε». Και, τέλος πάντων, σιγά-σιγά μου εμπιστεύτηκε διάφορα πράγματα, κάποια υλικά, με έστειλε στον Δημήτρη τον Ραφτόπουλο, μεγάλο μελετητή του Αλεξάνδρου και του μεταφραστικού έργου του Αλεξάνδρου, που μας έγραψε ένα εξαιρετικό κείμενο και μας έδωσε τη βιβλιογραφία –ογδόντα τόσα έργα, διάφορες γλώσσες και τα λοιπά– και μας εμπιστεύτηκε και κάτι εξαιρετικές φωτογραφίες τότε η Καίτη Δρόσου, τέλος πάντων, βγήκε έτσι το πρώτο αφιέρωμα. Το δεύτερο, το ’97, σ’ αυτό το τεύχος που συζητήσαμε, ήθελα να είναι στον δάσκαλό μας τον Παύλο Ζάννα. Και σ’ αυτό συνεργάστηκα με τον Αλέκο Ζάννα τον γιο του, με τη Μίνα Ζάννα τη γυναίκα του και μπορέσαμε να έχουμε ένα αφιέρωμα που να δείχνει… Παύλος Ζάννας μεταφραστής του Προυστ [Proust] έτσι; Η Αναζήτηση του χαμένου χρόνου [σ.σ. Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο], την ξεκινάει στη φυλακή της Αίγινας, γιατί του έχει πει ο Στρατής ο Τσίρκας «Αυτό να κάνεις τώρα εδώ μέσα». Και την φτάνει μέχρι τον προτελευταίο τόμο, νομίζω, στη μέση, έχει ολοκληρωθεί η έκδοσή της απ’ τις εκδόσεις της Εστίας σε επιμέλεια Τάκη Πούλου, που έχει ολοκληρώσει και το έργο. Καλά, για τον Άρη Αλεξάνδρου, ας πούμε, μεταφραστής του Ντοστογιέφσκι, αν πρέπει να πω έναν από τα ογδόντα. Ο Ζάννας είναι κύριος μεταφραστής του Προυστ, οπότε δεν είναι τα πολλά βιβλία, αλλά είναι το ένα μεγάλο έργο.

Ωστόσο θυμάμαι κι ένα άλλο, πολύ σημαντικό πορτρέτο, το θυμάμαι σαν σήμερα να το διαβάζω και να το ξαναδιαβάζω, ενός πολύ μεγάλου Έλληνα, του Μαρωνίτη. Θα ήθελες να πας πεις κάτι γι’ αυτό;

Ναι, αυτό βγαίνει το ‘98, ακριβώς πριν είκοσι χρόνια, στο τέταρτο πια τεύχος, που είναι ήδη τόμος της Μετάφρασης το τέταρτο πια. Τότε ο Μαρωνίτης μετέφραζε την Οδύσσεια κι έβγαινε από τον Καστανιώτη σε πολύ λεπτά τομίδια με μαύρο εξώφυλλο κάθε ραψωδία και είχε το αρχαίο ελληνικό και τη μετάφραση. Κι εγώ πήγαινα και τα έπαιρνα ραψωδία-ραψωδία αυτά και είχα τρελαθεί απ’ αυτό το πράγμα, που ξαναδιάβαζα την Οδύσσεια ύστερα από πάρα πολλά χρόνια. Το λέω έτσι, γιατί σήμερα, είκοσι χρόνια μετά, ο Μαρωνίτης ολοκλήρωσε ένα τεράστιο μεταφραστικό έργο, όλη την Οδύσσεια κι όλη την Ιλιάδα, και μιλήθηκε αυτό πάρα πολύ. Αλλά είκοσι χρόνια πριν δεν ήταν έτσι ακόμη, τότε έμπαινε σ’ αυτό που θα τον συνόδευε σχεδόν τα δεκαπέντε τελευταία χρόνια της ζωής του και ήταν η μετάφραση της Οδύσσειας και της Ιλιάδας και κάποιων άλλων έργων. Λοιπόν, τον βρήκα σχεδόν στην αρχή αυτού του πράγματος, γιατί εμένα ήδη αυτά τα τομίδια με είχανε πολύ… Και μετά, όταν βγήκε ο τόμος, δεν έχει μέσα το αρχαίο, άρα έχουν την αξία τους αυτοί οι πρώτοι. Λοιπόν, έτρεμα να τον πλησιάσω, γιατί δεν τον είχα καθηγητή, εγώ είχα σπουδάσει στην Αθήνα, δεν με γνώριζε, ήταν ένα πολύ μεγάλο μέγεθος. Έγραψε όμως εκείνος την επιφυλλίδα του στο Βήμα, που διάβαζα κάθε Κυριακή. Όταν βγήκε η Μετάφραση ‘97, έγραψε για το περιοδικό. Ο Μαρωνίτης είχε αντιληφθεί το περιοδικό; Δεν του το είχα στείλει! Λέω, ο Μαρωνίτης έχει αντιληφθεί το περιοδικό; Τότε δεν θεωρούσαμε ότι κάνουμε τρομερά πράγματα. Πολλές φορές σήμερα βλέπω πράγματα, εντάξει, καλά πράγματα, τα οποία διατυμπανίζονται σαν τρομερά πράγματα απ’ την αρχή. Δεν είχαμε αυτή την αίσθηση, ας πούμε, καθόλου. Και τα πράγματα δεν φαινόντουσαν και με τον ίδιο τρόπο. Έπρεπε να πας στο βιβλιοπωλείο να το πάρεις. Δεν σου ερχόταν mail από τον εκδότη «Κοίτα! Βγήκε, βγήκε, βγήκε!». Λοιπόν, και λέω κάπως μου κλείνει το μάτι, θα τολμήσω. Και πραγματικά συνεργαστήκαμε πάρα πολύ καλά, τον ευγνωμονώ για το πώς με δέχτηκε τότε. Και κάναμε μια πολύ μεγάλη συζήτηση σε δύο μέρη, που ήταν πράγματα που δεν είχε ακόμη πει. Μετά έδωσε πολλές συνεντεύξεις. Πολλές, τέλος πάντων, ποτέ δεν έδινε πολλές και ποτέ δεν έλεγε πολλά. Αλλά μίλησε γι’ αυτά τα πράγματα. Αυτό μπαίνει στις, νομίζω, πρώτες. Και, πραγματικά, ήταν εξαιρετική αυτή η συζήτηση που είχα μαζί του και που ήταν διαφορετική εμπειρία, γιατί ήταν με έναν ζώντα. Για τους άλλους έκανα πορτρέτα ανθρώπων που είχαν χαθεί. Κάνοντας με κάποιον που ζούσε και ήταν μέσα σ’ ένα έργο μου μίλησε γι’ αυτό. 

Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι έλεγε «Στη μετάφραση δεν πρέπει να ακούγεται η ανάσα του μεταφραστή». Θυμάσαι;

Κι έτσι περάσαμε, ανοιχτήκαμε και προς την ενδογλωσσική μετάφραση, ρίξαμε τη γέφυρα στην ενδογλωσσική μετάφραση και θυμίσαμε ότι όλοι στην ελληνική παιδεία, τουλάχιστον στα χρόνια μου, ξεκινούσαμε μεταφράζοντας στην τάξη αρχαία ελληνικά. Μετάφραση κάναμε, δεν ξέραμε. Το λέγαμε μάθημα αρχαίων ελληνικών, αλλά μετάφραση κάναμε. Λοιπόν, δηλαδή ο μηχανισμός το καταλαβαίνω μια άλλη γλώσσα και την αποδίδω, την ξεκινήσαμε απ’ τ’ αρχαία ελληνικά, δεν την ξεκινήσαμε απ’ τις ξένες γλώσσες. Και, εντάξει, είπε πάρα πολύ ωραία πράγματα γύρω από αυτό. 

Κι ήταν μια μεγάλη τομή για την Ελλάδα το να μας ξαναδώσει αυτά τα δύο μεγάλα έργα, που τα είχαμε σε μια τελείως διαφορετική μετάφραση…

Ε, μεταφράσεις που δύσκολα πια διαβάζονται, πολύ δύσκολα.

…επίσης μεγάλων Ελλήνων.

Ναι, αλλά της εποχής τους. Δεν μπορείς να διαβάσεις τον Καζαντζάκη αυτή τη στιγμή και να τον αισθανθείς σημερινή μετάφραση. 

Ακριβώς και αυτό νομίζω το λέει και ο Φραγκόπουλος, επίσης σε κάποιο τεύχος του περιοδικού, ότι κάθε γενιά πρέπει να κάνει τις δικές της μεταφράσεις των μεγάλων, είτε ενδογλωσσική είτε διαγλωσσική.

Τα μεγάλα έργα, τα μεγάλα έργα, να αναμετρηθεί με τα μεγάλα έργα. Κι έτσι ρίξαμε τη γέφυρα και προς την ενδογλωσσική μετάφραση. 

Πώς φτάσατε στο τέλος; Πώς αποφασίσατε, αν θέλετε, ότι αυτό είναι το τέλος για το περιοδικό;

Είχανε βγει αυτοί οι έντεκα τόμοι, αισθανόμουνα ότι είχαμε πει τα βασικά. Δηλαδή ρωτούσα τους συναδέλφους «Τι άλλο πρέπει να βάλουμε απ’ τη μεταφρασεολογία; Τα έχουμε βάλει, τα μεγάλα τα έχουμε βάλει». Μετά αρχίσαν οι σειρές μεταφρασεολογίας. Αρχίσαν να βγαίνουν τα βιβλία. Λιγάκι όπως και στα ιστορικά. Να, τώρα συνειδητοποιώ, ότι επαναλάβαμε το ίδιο εγχείρημα. Βγάλαμε τα αρθράκια του Μπροντέλ, του Ντιμπί. Μετά δεν υπήρχε λόγος να βγάζουμε εμείς. Βγήκε όλος ο Μπροντέλ απ’ το ΜΙΕΤ. Εδώ βγάλαμε τα πρώτα άρθρα, μετά αρχίσανε σειρές μεταφρασεολογίας που βγήκανε βιβλία, του Λαντμιράλ βιβλία, του Μπερμάν [Berman]… Μετά δεν είχαμε πια λόγο να συνεχίζουμε. Αυτό είναι το πιο γενικό. Το προσωπικό μου είναι ότι είχα κουραστεί να περπατάω τους δύο δρόμους μαζί και ήθελα να επικεντρωθώ στη δουλειά μου ως ιστορικού, το οποίο κι έκανα την τελευταία δεκαετία. Δηλαδή αισθανόμουν ότι για μένα αυτός ο κύκλος είχε κλείσει. Και θεωρώ ότι στη ζωή δεν χρειάζεται επειδή είμαστε σε κάτι να συνεχίζουμε, συνεχίζουμε. Κι επίσης είχα υπηρετήσει τον χώρο της μετάφρασης κι από δύο άλλες θέσεις εκείνα τα χρόνια. Ήμουν οχτώ χρόνια στα Κρατικά Βραβεία Μετάφρασης του Υπουργείου Πολιτισμού που ήτανε πολλή δουλειά, διαβάζαμε πολλά βιβλία, έτσι ενημερώθηκα για πολλούς μεταφραστές, γνώρισα κι άλλους μεταφραστές, από κάποιους ζήτησα συνεργασία για το περιοδικό. Δηλαδή ήταν συγκοινωνούντα δοχεία για μένα. Και δίδαξα επίσης μετάφραση και στο CTL και στο ΕΚΕΜΕΛ μετά, το οποίο πήρε τη σκυτάλη του CTL και δούλεψε με τις πέντε γλώσσες –γαλλικά, αγγλικά, ισπανικά, ιταλικά, γερμανικά– για κάποια χρόνια μέχρι που έκλεισε κι αυτό. Το 2010 έκλεισε; Δεν θυμάμαι ακριβώς. Κάπου τη δεκαετία του 2000 ήτανε η εποχή του. Δίδαξα και σ’ αυτό και δίδαξα και κάτι εξάμηνα στο πρόγραμμα Μετάφραση-Μεταφρασεολογία του Πανεπιστημίου Αθηνών, το Διατμηματικό, που είχε πολύ ενδιαφέρον κι αυτό. Αισθανόμουν ότι είχα δώσει και ότι ήθελα να κάνω άλλα πράγματα.

Και μετά κάνατε άλλα πράγματα; Τι κάνατε μετά;

Ε, κατάφερα να εκδώσω τη διατριβή μου που ήταν ακόμα ανέκδοτη, για την αντίσταση των νέων στην Ελλάδα. Και βγήκε στην Εστία με τίτλο Η ενηλικίωση μιας γενιάς και λίγο μετά κατάφερα να συγκεντρώσω μια επιλογή κειμένων μου γύρω απ’ τη γενοκτονία των Εβραίων και βγήκε το δεύτερο βιβλίο στη Εστία με τίτλο Η ανάδυση μιας δύσκολης μνήμης. Και γύρω απ’ αυτά τώρα κάνω σεμινάρια, διαλέξεις και τα λοιπά. 

Ωστόσο, κάπου το μεράκι της μετάφρασης, η συγκυρία, σας έφερε ν’ ασχοληθείτε ξανά με τη μετάφραση μετά από –αν υπολόγισα σωστά– δέκα χρόνια. Θέλετε να μας πείτε κάτι γι’ αυτό;

Ναι, είναι το τελευταίο μου βιβλίο που μετέφρασα, που βγήκε την 1η Φεβρουαρίου του ‘18. Μου το πρότειναν από την Εστία, τους είπα ότι εγώ δεν ασχολούμαι πια με μετάφραση και μου είπαν «Αυτό» –δηλαδή η κυρία Εύα Καραϊτίδη– μου είπε «αυτό πρέπει να το κάνεις εσύ». Το είδα και είπα, εντάξει, ναι, αυτό θέλω πάρα πολύ να το κάνω. Λοιπόν, είναι ένα πολύ ιδιαίτερο βιβλίο, ενός νέου, σαρανταπεντάρη συγγραφέα, που λέγεται Νταβίντ Φοενκινός [David Foenkinos], ο οποίος παθιάστηκε κυριολεκτικά, γιατί δεν υπάρχει άλλη λέξη, με το έργο και την προσωπικότητα μιας νεαρής Γερμανοεβραίας ζωγράφου, της Σαρλότ Σαλομόν [Charlotte Salomon], η οποία φεύγει απ’ το Βερολίνο, καταφεύγει στη νότια Γαλλία, όπου είναι ο παππούς της κι η γιαγιά της, απ’ το ’40 ως το ‘42. Και έχει πολλές πιθανότητες εκεί να σωθεί. Τελικά δεν σώζεται, γιατί την καταδίδουν, πεθαίνει από κατάδοση, κατάδοση Γάλλου, όταν εκτοπίζεται για το Άουσβιτς. Κι εκεί ίσως να μπορούσε να επιλεγεί για εργασία, γιατί ήταν μόνο είκοσι έξι χρονών, αλλά επειδή είναι έγκυος, πηγαίνει κατευθείαν στους θαλάμους αερίων κι εξοντώνεται. Ως τότε έχει προλάβει να κάνει ένα μοναδικό ζωγραφικό έργο, ν’ αφηγηθεί τη μικρή της ζωή, στο οποίο έργο ζωγραφίζει τη ζωή της. Τους γονείς, τη μαμά της… Υπάρχει μια τραυματική ζωή, υπάρχει ο θάνατος, όχι ο θάνατος, η αυτοκτονία της μητέρας της όταν είναι πολύ μικρή. Κάνει ένα εκπληκτικό έργο που οι κριτικοί τέχνης το εντάσσουν στον γερμανικό εξπρεσιονισμό. Και έχει την αγωνία, γιατί το κάνει σε κατάσταση επείγοντος αυτό το έργο, κλείνεται σ’ ένα δωμάτιο και θέλει να το ολοκληρώσει. Το ολοκληρώνει, έχει τρομερούς πίνακες για την έλευση του ναζισμού στη Γερμανία, τρομερούς. Αυτό που περιγράφει δεν είναι το Άουσβιτς που δεν γνωρίζει, αλλά είναι οι διωγμοί, οι περιορισμοί κι αυτό που έχει βιώσει στο Βερολίνο της δεκαετίας του ‘30. Όταν στην Καλών Τεχνών έχει τρομερή δυσκολία να τη δεχτούν κι όταν την δέχονται και το έργο της στον ανώνυμο διαγωνισμό παίρνει το πρώτο βραβείο, δεν μπορούν να της το δώσουν αυτό το βραβείο. Λοιπόν, τέτοια πράγματα, αυτή η περίοδος περνάει πάρα πολύ ωραία στο βιβλίο. Και αυτό το έργο το ολοκληρώνει, το ονομάζει «Ζωή; Ή θέατρο;». Και το παραδίδει σε κάποιον, ο οποίος το φυλάσσει και αυτό το έργο ανακαλύπτουν οι γονείς της, που –τι ειρωνεία– επέζησαν, Γερμανοεβραίοι και οι δύο, το ανακαλύπτουν και κάνουν την πρώτη έκθεση στο Βερολίνο νομίζω, το ‘61. Μετά, απ’ το ‘70 το δίνουν στο Εβραϊκό Μουσείο του Άμστερνταμ, όπου φυλάσσεται, και φέτος είχε μια πολύ μεγάλη έκθεση για τη Σαρλότ Σαλομόν, όποιος μπει στο διαδίκτυο μπορεί να δει έργα της πολύ εύκολα πια. Λοιπόν, ο Φοενκινός γράφει ένα πολύ ιδιαίτερο βιβλίο, με μια πολύ ιδιαίτερη γραφή, που αφηγείται τη ζωή της, χρησιμοποιώντας εντελώς πραγματικά στοιχεία, αλλά το ονομάζει μυθιστόρημα, γιατί πλάθει έναν χαρακτήρα. Της δίνει σάρκα και οστά, της δίνει σκέψεις, αισθήματα. Και έχει γράψει με μια πολύ ιδιαίτερη γραφή. Κάθε αράδα τελειώνει με μια τελεία κι από κάτω αρχίζει μια άλλη, όλο το βιβλίο είναι έτσι, οπότε όταν το ανοίξεις μοιάζει σαν ποίημα, αλλά δεν είναι ποίημα, είναι πεζό. Κι ο ίδιος είπε, ότι μόνο έτσι μπορούσε να το γράψει, γιατί αυτό του έδινε μια ανάσα, να περνάει από αράδα σε αράδα. Τον είχαμε την 1η Φεβρουαρίου στον Ιανό στην Αθήνα και μπορεί κάποιος να δει τη βραδιά αυτή. 

Όσον αφορά τη μετάφραση του βιβλίου, υπήρξε κάποια πρόκληση ιδιαίτερη που θα θέλατε ν’ αναφέρετε; Δηλαδή ήδη αυτό το μία αράδα τη μεταφράζω σε μία αράδα…

Εμείς δεν μπορούσαμε να μεταφράσουμε σε μία αράδα. Είδα κι άλλες μεταφράσεις σε άλλες γλώσσες, γιατί έχει μεταφραστεί σε σαράντα γλώσσες. Α ναι, πρέπει να πω ότι αυτό το βιβλίο, που λέει ότι δεν περίμενε να έχει απήχηση, γιατί έκανε το προσωπικό του, το δύσκολο εγχείρημα, αυτό που ήταν δικό του πράγμα, ενώ τα άλλα είναι κανονικά μυθιστορήματα που πάνε πολύ καλά, έχουνε στοιχεία για να πάνε καλά και τα λοιπά. Αυτό δεν περίμενε να έχει απήχηση. Αυτό είναι το βιβλίο που τον καθιέρωσε. Πήρε βραβείο Renaudot και πήρε βραβείο Goncourt des lycéens, που σημαίνει των λυκειόπαιδων. Αυτό το βραβείο στη Γαλλία είναι πολύ σημαντικό. Γιατί έτσι χτίζεται η κουλτούρα και το αναγνωστικό κοινό. Οι έφηβοι, λοιπόν, φαίνεται ότι ταυτίστηκαν μ’ αυτή την έφηβη Σαρλότ και μετά έχει μεταφραστεί…, εμείς ήμασταν απ’ τις τελευταίες μεταφράσεις. Λοιπόν, είδα κι άλλες μεταφράσεις, καμία γλώσσα και κανένα άλλο σχήμα δεν κατάφερε να μη γυρίζει. Αλλά γυρίσαμε την αράδα και μετά πήγαμε από κάτω, πήγαμε από κάτω, πήγαμε από κάτω. Αυτό μπορούσαμε να κάνουμε, ναι.

Ναι, πολύ ενδιαφέρον. Μια ερώτηση ίσως και τελευταία, τουλάχιστον όσον αφορά όλα αυτά. Μεταφράζετε σήμερα διαφορετικά απ’ ό,τι μεταφράζατε, ας πούμε, τον Φλομπέρ ή και αργότερα, παλιότερα;

Μεταφράζω διαφορετικά, γιατί είναι διαφορετική η σχέση μου με τη γαλλική γλώσσα. Εντωμεταξύ έζησα είκοσι τέσσερα χρόνια με τον Γάλλο σύζυγό μου και μιλούσα γαλλικά απ’ την ώρα που ξυπνούσα το πρωί. Είναι η γλώσσα μου πια, σκέφτομαι γαλλικά. Οπότε ανοίγοντας ένα γαλλικό βιβλίο, είναι πια ένα βιβλίο στη γλώσσα μου, δεν είναι ένα βιβλίο σε ξένη γλώσσα. Από ‘κει και πέρα, απ’ τη μία μου γλώσσα το περνάω στην άλλη μου γλώσσα, αλλά η αίσθηση είναι πολύ διαφορετική πια. Οπότε εδώ, η προσπάθεια σ’ αυτό το βιβλίο ήταν να μείνει η ατμόσφαιρα και η ποιητικότητα και στο ελληνικό. Αυτό είναι στην κρίση του αναγνώστη, δεν ξέρω. 

Πριν σας ευχαριστήσω, θα ήθελα, αν θέλετε, να μας πείτε κάτι για τα νέα παιδιά, αυτούς που τώρα αρχίζουν ν’ ασχολούνται με τη μετάφραση. Σαν συμβουλή; Σαν προειδοποίηση; Κάτι που να μπορούν να το κουβαλούν μέσα τους.

Δεν αισθάνομαι τόσο μεγάλη, για να δίνω συμβουλές και παραινέσεις. Απλώς μπορώ να πω, ότι ήτανε μια ενασχόληση και μια διαδρομή που με πλούτισε πάρα πολύ, που είδα να πλουτίζει τους συναδέλφους και τους φίλους γύρω. Δεν είναι τυχαίο ότι και οι συνάδελφοι και οι φίλοι κάνοντας άλλα πράγματα, πότε-πότε ξανά κάτι μεταφράζουνε ακριβώς γιατί κάτι άλλο σου δίνει, κάτι ιδιαίτερο σου δίνει αυτή η ενασχόληση. Είναι μια πολύ ουσιαστική… Νομίζω, ότι πλουτίζει προσωπικά τον άνθρωπο πάρα πολύ. Από εκεί και πέρα πρέπει να μπορέσει να το εντάξει και στην επαγγελματική του ζωή και να δει πώς θα το…, γιατί δεν είναι από μόνο του ένα επάγγελμα που προσφέρει αυτά που οφείλουν να προσφέρουν τα επαγγέλματα. 

Αγαπητή Οντέτ, σας ευχαριστούμε πολύ.

Κι εγώ σας ευχαριστώ πολύ.

Σας ευχαριστούμε για τη συνέντευξη και σας ευχαριστούμε και γι’ αυτά που προσφέρατε στον χώρο μας.

Ευχαριστώ κι εγώ πολύ.

Βιογραφικό

Η Οντέτ Βαρών-Βασάρ γεννήθηκε το 1957 στην Αθήνα. Είναι ιστορικός και μεταφράστρια. Σπούδασε στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ) κι έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Νεότερη Ιστορία στο Νεοελληνικό Ινστιτούτο της Σορβόννης (Παρίσι ΙV). Υποστήριξε τη διδακτορική της διατριβή στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών (1995) με αντικείμενο τις αντιστασιακές οργανώσεις των νέων στην Κατοχή. Σπούδασε Λογοτεχνική Μετάφραση στο Κέντρο Λογοτεχνικής Μετάφρασης (CTL) του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών. Έχει συγγράψει τέσσερα βιβλία και πολλές επιστημονικές μελέτες, έχει συμμετάσχει σε διεθνή συνέδρια, ενώ άρθρα της έχουν δημοσιευτεί σε συλλογικούς τόμους, σε επιστημονικά και πολιτιστικά περιοδικά και σε εφημερίδες στην Ελλάδα και στη Γαλλία. Από το 2001 έως το 2017 δίδαξε Ιστορία στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο (ΕΑΠ). Από το 2011 διευθύνει το σεμινάριό της στο Εβραϊκό Μουσείο Ελλάδος (ΕΜΕ) με θέμα «Η γενοκτονία των Εβραίων της Ευρώπης: ιστορία, μνήμη, αναπαραστάσεις». Συμμετέχει επίσης στα σεμινάρια του ΕΜΕ για τη διδασκαλία του Ολοκαυτώματος. Έχει δημοσιεύσει μεταφράσεις έργων γαλλικής και γαλλόφωνης λογοτεχνίας και ανθρωπιστικών επιστημών. Μετέφρασε δύο μυθιστορήματα του ελληνοεβραϊκής καταγωγής γαλλόφωνου Albert Cohen (Σολάλ, εκδ. Χατζηνικολή/εκδ. Εξάντας και Καρφοχάφτης, εκδ. Ηριδανός) και δημοσίευσε μελέτες για το έργο του. Από το 1995 ως το 2008 εξέδωσε κι επιμελήθηκε το ετήσιο περιοδικό Μετάφραση με αντικείμενο τη Λογοτεχνική Μετάφραση και τη Μεταφρασεολογία. Δίδαξε μετάφραση στο Κέντρο Λογοτεχνικής Μετάφρασης (CTL) του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών, στο ΕΚΕΜΕΛ και στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα Μετάφραση-Mεταφρασεολογία του ΕΚΠΑ. Είναι μέλος της συντακτικής επιτροπής στο περιοδικό Σύγχρονα Θέματα (όπου επιμελήθηκε αφιέρωμα για τη «Μνήμη της Shoah», τχ 150-152) και της επιστημονικής επιτροπής στο περιοδικό The Books’ Journal. Επιμελήθηκε τη μαρτυρία της επιζώσας του ‘Αουσβιτς Μπέρρυς Ναχμίας και έγραψε εκτενές επίμετρο (2020). Το 2006 τιμήθηκε με τη διάκριση του Ιππότη του Τάγματος των Γραμμάτων και των Τεχνών της Γαλλικής Δημοκρατίας (Chevalier de l’Ordre des Arts et des Lettres).

Επιλεγμένες μεταφράσεις

Braudel, Fernand (1986, β΄ έκδ. 1987, γ’ εκδ. 1999). Μελέτες για την ιστορία. Αθήνα: Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού – Μνήμων.

Duby, Georges (1988, β’ έκδ. 2003). Μεσαιωνική Δύση. Κοινωνία και ιδεολογία. Αθήνα: Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού – Μνήμων. (μτφρ. μαζί με Ρίκα Μπενβενίστε).

Flaubert, Gustave (1990). Νοέμβριος. Θραύσματα οιουδήποτε ύφους [Novembre.Fragments de style quelconque], εισαγωγή της μεταφράστριας και τρία κείμενα στο Παράρτημα των René Dumesnil, Jean-Paul Sartre, Shoshana Felman]. Αθήνα: Ρόπτρον (β’ έκδ. 1990, Αθήνα: Ύψιλον).

Mansour, Joyce (1990). Οι χορτασμένοι επιτύμβιοι [Les gisants satisfaits]. Αθήνα: Ύψιλον.

Teulé, Jean (1992). Ουράνιο τόξο για τον Ρεμπώ [Rainbow pour Rimbaud]. Αθήνα: Απόπειρα.

Cohen, Albert (1992). Σολάλ [Solal]. Αθήνα: Χατζηνικολή [αναθεωρημένη μετάφραση και επίμετρο: 2019, Αθήνα: Εξάντας].

Cohen, Albert (1994). Καρφοχάφτης [Mangeclous], εισαγωγή, μτφρ., σημειώσεις. Αθήνα: Ηριδανός.

Lyotard, Jean François (1998). Με την υπογραφή Μαλρώ [Signé Malraux]. Αθήνα: Καστανιώτη.

Θανασέκος, Γιάννης (1998). ″Το Άουσβιτς ως γεγονός και ως μνήμη″ (μτφρ. από τα γαλλικά), στον συλλ. τόμο Εβραϊκή ιστορία και μνήμη (επιμ. Ο. Βαρών-Βασάρ), Αθήνα: Πόλις

Todorov, Tzvetan (1999). Ο εκπατρισμένος [Lhomme dépaysé]. Αθήνα: Πόλις.

Ζάννας, Παύλος Α. (2000). Ημερολόγιο φυλακής. Αθήνα: Ερμής [μτφρ. γαλλικών αποσπασμάτων].

Semprun, Jorge (2003). Ο νεκρός που μας χρειάζεται [Le mort qu’ il faut]. Αθήνα: Εξάντας [Επίμετρο: Η εμπειρία εκτόπισης και η στρατοπεδική λογοτεχνία: Πρίμο -Λέβι-Χόρχε Σεμπρούν].

Άναλις, Δημήτρης Τ. (2008). Το άλλο βασίλειο. Σίλια ή “The Golden Sixties” [L’ autre royaume suivi par Celia ou “The Golden Sixties”]. Αθήνα: Εξάντας.

Foenkinos, David (2018). Σαρλότ [Charlotte]. Αθήνα: Εστία.

Βραβεία

Διάκριση του Ιππότη του Τάγματος των Γραμμάτων και των Τεχνών της Γαλλικής Δημοκρατίας (Chevalier de l’Ordre des Arts et des Lettres) 2006

Συνέντευξη: Ανθή Βηδενμάιερ
Ημερομηνία και τόπος: Μάιος 2018, Θεσσαλονίκη
Παραπομπή: Βηδενμάιερ, Ανθή, Λάμπρου, Δέσποινα και Πατεινάρη, Φωτεινή (2021). «Συνέντευξη με την Οντέτ Βαρών Βασάρ», Πορτρέτα μεταφραστριών και μεταφραστών. Θεσσαλονίκη: Τμήμα Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Κατηγορία: μεταφράστρια/μεταφραστής, μετάφραση πεζογραφίας, εκδότρια/εκδότης, διδάσκουσα/διδάσκων μετάφραση, γαλλικά–ελληνικά