Μενού Κλείσιμο

Μαρία Φακίνου

Απομαγνητοφώνηση

Γεια σας, κυρία Φακίνου. Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ που είστε εδώ για τη συνέντευξη. Θα ξεκινήσουμε με λίγες ερωτήσεις για τη σχέση σας με τη μετάφραση και πώς προέκυψε, αν και είστε και η ίδια συγγραφέας οπότε τα συνδυάζετε. Πώς προέκυψε, λοιπόν, στη ζωή σας η μετάφραση λογοτεχνίας;

Η μετάφραση λογοτεχνίας προέκυψε ως μια επαγγελματική διαφυγή, όσο κι αν ακούγεται λίγο παράξενο, διότι δεν είναι ένα επάγγελμα το οποίο μπορείς να στηριχτείς ότι θα βιοποριστείς αλλά όταν ξεκινούσα εγώ, πριν 15 χρόνια περίπου, ήταν τα πράγματα λίγο καλύτερα απ’ ό,τι είναι τώρα, δεν ήταν δηλαδή τόσο δυσανάλογα όσο είναι πια, και ήταν ένας τρόπος να πάρω η ίδια το κουράγιο να φύγω από τη δουλειά που ήδη ήμουν και να ακολουθήσω αυτά τα οποία ήθελα να κάνω. Η μετάφραση είχε περάσει από το μυαλό μου στα 15-16, δεν είχε επιμείνει όμως. Διατηρούσα αυτή τη σχέση της ανάγνωσης που θεωρώ ότι είναι και το σημαντικότερο στοιχείο σ’ αυτήν τη δουλειά και γενικά στις δουλειές που έχουν να κάνουν γύρω απ’ το βιβλίο. Οπότε ξεκίνησε ως πολύ συνειδητή απόφαση εκεί, πριν 15 χρόνια. Πήγα στη σχολή του ΕΚΕΜΕΛ που υπήρχε τότε, παρακολούθησα το τμήμα αγγλικής μετάφρασης που θεωρώ ότι ήταν εξαιρετικό, δηλαδή είχε πολύ καλούς καθηγητές. Ένα συμπυκνωμένο πανεπιστημιακό τμήμα εγώ θεωρώ ότι ήταν. Και μετά ξεκίνησε η ιστορία.

Τι σημαίνει για εσάς «μεταφράζω» έτσι όπως έχει εξελιχθεί πλέον η ιστορία;

«Μεταφράζω» σημαίνει σέβομαι και αφουγκράζομαι –ας πούμε αυτή τη βαριά λέξη– το κείμενο και το προσωπικό ύφος του συγγραφέα. Προσπαθώ να μεταφέρω όσο πιο πιστά και στη μία γλώσσα αλλά και να μην κλωτσάει στην ελληνική γλώσσα, την ιστορία και το ύφος που έχει επιλέξει ο συγγραφέας.

Και η σχέση σας με τη γλώσσα απ’ την οποία μεταφράζετε; Πώς την μάθατε ή πώς την ξεκινήσατε;

Τα αγγλικά; Τα έμαθα, νομίζω, όπως όλοι. Στο σχολείο, φροντιστήρια και μια αγάπη για να διαβάζω τους στίχους από τα τραγούδια και να προσπαθώ αυτόματα και να τα μεταφράζω – που νομίζω στην εφηβεία το έχουμε κάνει σχεδόν όλοι. Και μετά ήταν η κυρίαρχη γλώσσα, δηλαδή έκανα και γαλλικά, έχω κάνει και ισπανικά, αλλά ήταν η κυρίαρχη γλώσσα τα αγγλικά και είναι και αυτή που την ακούμε συνεχώς, οπότε δημιουργείται και η αίσθηση ότι μπορούμε να το κάνουμε πιο εύκολα απ’ ό,τι είναι στην πραγματικότητα, γιατί είναι απόσταση.

Και τι νιώθετε ότι σας προσφέρει η μετάφραση; Ποια είναι τα κίνητρά σας; Τι νιώθετε ότι κερδίζετε;

Υπάρχει μια λαχτάρα όταν ξεκινάω ένα κείμενο που μ’ αρέσει. Υπάρχει μια λαχτάρα. Γιατί στην ουσία είσαι ένας μεσάζοντας, είσαι ένας δίαυλος. Μέσα από εσένα θα περάσει το κείμενο για να φτάσει στα χέρια του Έλληνα αναγνώστη. Οπότε αυτή τη λαχτάρα και τη χαρά που έχω αισθανθεί εγώ διαβάζοντας ένα βιβλίο θέλω να την μεταφέρω και στον αναγνώστη. Μαθαίνω πολλά πράγματα για τη γλώσσα από την οποία μεταφράζω και στην οποία μεταφράζω, γιατί δεν τα ξέρουμε όλα, φυσικά, ούτε κατά διάνοια. Οπότε συνεχώς είναι και για μένα μια εκμάθηση. Παρατηρώ πώς εξελίσσεται και η δική μου πορεία μέσα από τη μετάφραση, δηλαδή πόσο δυσκολευόμουν σε κάποια πράγματα που συναντούσα και που πια τα ξανασυναντώ αλλά έχω βρει τον τρόπο να αντεπεξέλθω. Αυτά τα δύο, νομίζω. Πολύ προσωπικά κίνητρα και τα δύο εν τέλει. Ναι.

Γράφετε κι εσείς η ίδια. Πώς είναι αυτός ο συνδυασμός τού και να γράφεις και να μεταφράζεις; Επηρεάζει το ένα το άλλο;

Όχι. Είναι δύο διαφορετικές δουλειές. Είναι η ατάκα της ημέρας. Λοιπόν, δεν πιστεύω ότι ο μεταφραστής είναι ένας συγγραφέας. Πιστεύω ότι υπηρετεί, ακολουθεί όσο πιο πιστά μπορεί τον συγγραφέα απ’ τον οποίο μεταφράζει. Συγγραφικά είναι μια άλλη διαδικασία εντελώς, πολύ πιο προσωπική που ξεκινάει με άλλες αφορμές και συνήθως δεν ξέρουμε και πώς καταλήγει. Αλλά δεν ακουμπάει το ένα πάνω στο άλλο. Ως αναγνώστρια, βέβαια, που είναι άλλο πράγμα, ναι, σαφώς, ας πούμε, υπάρχουν κάποιοι συγγραφείς στους οποίους ανατρέχω, γιατί μου αρέσουν σαν γλώσσα και σαν ύφος. Αλλά αυτό με βοηθάει σαν αναγνώστρια για να το δώσω μετά είτε στη μία δουλειά είτε στην άλλη, αλλά οι δύο δεν ταυτίζονται κάπως σε μένα.

Υπάρχει κάποιο είδος λογοτεχνίας που προτιμάτε, που σας αρέσει πιο πολύ να μεταφράζετε;

Εάν είναι καλογραμμένο, εάν με κερδίζει και με αφορά το ύφος, νομίζω ότι είμαι εκεί, το θέλω. Υπάρχουν πολύ ενδιαφέρουσες ιστορίες οι οποίες είναι γραμμένες για μένα αδιάφορα, οπότε δεν με τραβάνε. Και το αντίστροφο. Πολύ απλές ιστορίες γραμμένες, όμως, με έναν τέτοιο τρόπο που μου φαίνεται πολύ ιδιαίτερος, που κάθομαι εκεί και το παρακολουθώ όσο περισσότερο μπορώ. Οπότε δεν μπορώ να πω ότι δεν μ’ αρέσει αυτό το είδος ή το άλλο. Υπάρχουν απλώς κάποια στάνταρ στοιχεία που αναζητώ.

Επιστρέφοντας λίγο στη μετάφραση. Τι είδους μεταφραστικά προβλήματα συναντάτε συνήθως σ’ αυτή τη διαδικασία και πώς εν τέλει τα αντιμετωπίζετε;

Τα περισσότερα είναι στο ύφος. Τα πραγματολογικά επίσης είναι για μένα σε ένα δεύτερο επίπεδο, διότι πια επειδή έχουμε την τύχη να ζούμε στην εποχή του ίντερνετ βρίσκουμε πάρα πολύ πιο εύκολα απ’ ό,τι οι μεταφραστές των προηγούμενων χρόνων κάποια πράγματα τα οποία δεν μπορούμε να τα γνωρίζουμε και ενδεχομένως να μην υπήρχαν τότε και στις εγκυκλοπαίδειες. Οι μεγαλύτερες δυσκολίες, λοιπόν, είναι το ύφος, ειδικά από τα αγγλικά απ’ τα οποία μεταφράζω έχω την αίσθηση ότι η γλώσσα είναι πολύ πιο εύπλαστη σε σύγκριση με τα ελληνικά ή πιο ευλύγιστη, μπορούν δηλαδή να την τσιτώσουνε, να την ανοίξουνε από εδώ και από εκεί και να πουν κάποια πράγματα τα οποία να τους ξενίσουν λίγο, αλλά να στέκουν, και που άμα πάμε να το κάνουμε στα ελληνικά, απλώς να κατηγορήσουν τον μεταφραστή ότι δεν έχει μεταφράσει σωστά. Εκεί είναι ένα δίλλημα στο οποίο αναμετριέμαι κάθε φορά στο αν θα το απαλύνω λίγο για να είναι για τη δική μας γλώσσα… να περάσει αναγνωστικά πιο ήρεμα, πιο ομαλά ή αν θα κρατήσω τον τρόπο που έχει επιλέξει ο συγγραφέας και θα ξέρω ότι θα είναι στο σημείο που θα κολλήσει ο άλλος και θα το ξαναδιαβάσει. Αλλά σε οδηγεί πάλι το ύφος. Δηλαδή αυτό δεν μπορεί να υπάρχει μόνο μια φορά στο βιβλίο. Σαν διαδικασία ο συγγραφέας θα το επαναλάβει δυο-τρεις φορές ακόμα, αν αποτελεί ύφος, οπότε εξοικειώνεις και τον αναγνώστη με αυτήν την επιλογή και πιστεύω ότι πρέπει να την πάρουμε την επιλογή να δυσκολέψουμε λίγο τον αναγνώστη και εμάς, προκειμένου να εξοικειωθεί με κάτι που δεν είναι τόσο η πεπατημένη.

Υπάρχει κάποιο κείμενο που σας έρχεται στο μυαλό που να σας δυσκόλεψε πάρα πολύ; Και να θυμάστε και για ποιον λόγο;

Βεβαίως. Βεβαίως! Ήταν ένα βιβλίο, σχετικά πρόσφατα το μετέφρασα, αφιέρωσα και μια εκπομπή γι’ αυτό το βιβλίο γιατί με δυσκόλεψε. Μιας Αμερικανίδας σύγχρονης, Μεγκ Γουόλιτζερ [Meg Wolitzer] λέγεται, Μια ξεχωριστή παρέα είναι εν τέλει ο ελληνικός τίτλος. Λοιπόν, η ηρωίδα είναι εβραϊκής καταγωγής. Αυτό εκτείνεται απ’ τη δεκαετία του ‘60 μέχρι το 2001 περίπου και παρακολουθούμε μια κοπέλα με φλας μπακ από τα 15-16 της μέχρι τα 50κάτι. Λοιπόν, είναι εβραϊκής καταγωγής. Είχε πάρα πολλά πραγματολογικά. Οκέι, αυτά είπαμε πώς τα ξεπεράσαμε, τα ξεπεράσαμε με μια υποσημείωση. Είχε πάρα πολλές αμφισημίες και λογοπαίγνια που δεν μπορούσαν να μεταφραστούν στα ελληνικά. Όσο και να έστυψα το μυαλό μου δεν μπόρεσα. Και υπήρχαν και κάποια αστεία, τα οποία εγώ δεν τα έβρισκα καθόλου αστεία, και εμπίπταν όμως στην κατηγορία της αμφισημίας και του λογοπαίγνιου. Υπάρχει λοιπόν μια σελίδα στην οποία κατέφυγα, δυστυχώς, σε τρεις υποσημειώσεις σε διαφορετικά σημεία. Ακόμα και τώρα που το σκέφτομαι, δηλαδή κάθε φορά που έπρεπε να καταλήξω –γιατί καταλήγεις σε αυτήν ως έσχατη λύση– στην υποσημείωση, δοκιμαζόμουν. Ότι δεν το ‘χω κάνει καλά. Κάποιος άλλος, κάποια άλλη μεταφράστρια μπορεί να είχε βρει μια λύση αντί να κάνει αυτό. Οπότε αναπτύχθηκε με αυτό το βιβλίο μια σχέση λίγο δύσκολη, θα έλεγα. Και ήταν και μεγάλο κιόλας οπότε δεν τελείωνε εύκολα.

Γενικότερα κατά πόσο επηρεάζει τη μεταφραστική διαδικασία το αν σας αρέσει το έργο που μεταφράζετε περισσότερο ή λιγότερο;

Είναι καλό ο μεταφραστής να μεταφράζει ένα βιβλίο που να του αρέσει ή να του ταιριάζει σαν ύφος και νομίζω ότι πια μας δίνεται η ευκαιρία και απ’ τους εκδοτικούς οίκους να μας δώσουν ένα βιβλίο. Δηλαδή όσο περισσότερο έχεις και μια συνεργασία με έναν εκδοτικό οίκο ή με άλλους, που όμως έχεις ήδη κάποια δουλειά από πίσω, ξέρουν πάνω-κάτω τι σου ταιριάζει. Καλύτερα είναι να κάνεις κάτι που να σου αρέσει, γιατί μπαίνει το στοιχείο της λαχτάρας εκείνη τη στιγμή. Να κάνεις κάτι με την καρδιά σου έτσι ωραία όπως το αισθάνθηκες διαβάζοντάς το πρώτη φορά. Έχουμε το εξής πλεονέκτημα όμως, ότι οι μεταφράσεις είναι μια επιλογή, ας πούμε, των πιο καλών βιβλίων μιας χώρας. Το καλό δεν το εννοώ με την ποιοτική έννοια απαραιτήτως, γιατί έχουμε διαβάσει και πολλές μπαρούφες, να το πω έτσι εν πάση περιπτώσει, αλλά έχει γίνει ήδη μία πρώτη επιλογή, οπότε δεν έχουμε συχνά να μεταφράσουμε βιβλία τα οποία είναι ανυπόφορα. Οπότε καλό είναι, αλλά νομίζω πια μου φαίνεται πολύ δύσκολο να πέσεις πια σ’ ένα βιβλίο που να μην το αντέχεις και να μη θέλεις να το πιάσεις.

Τι είναι αυτό που κάνει, κατά τη γνώμη σας, μια μετάφραση καλή; Που εν μέρει το έχετε απαντήσει, αν είναι κάτι άλλο που θέλετε να συμπληρώσετε;

Καλή για ποιον;

Σαν ένα τιπ, ας πούμε, τι θα λέγατε ότι είναι αυτό που κάνει μια μετάφραση πιο πετυχημένη από μια άλλη;

Θα έλεγα ότι είναι η επιλογή των λέξεων, δηλαδή το ύφος. Το να μη φοβόμαστε λίγο να το απλώσουμε άμα είναι να γίνει λίγο πιο ωραίο. Εγώ διακρίνω μια βιασύνη στον εαυτό μου όταν μεταφράζω, να γίνει λίγο, να τελειώσει. Και στο δεύτερο χέρι το αντιλαμβάνομαι σε κάποια σημεία και το ανοίγω. Αν το προσφέρει και το ίδιο το κείμενο, έτσι; Γιατί άμα είναι κοφτές προτάσεις και πιο συνοπτικός ο λόγος, πιο ελλειπτικός, δεν επιτρέπεται. Αλλά τα κλασικά τα κείμενα τα αγαπάμε, γιατί, μεταξύ άλλων, έχουν και αυτές τις περιγραφές που είναι λίγο πομπώδεις ίσως, και λίγο λυρικές, κι έτσι και κάποιες λέξεις λίγο παλιακές, αλλά εν πάση περιπτώσει δημιουργείται η ατμόσφαιρα και από αυτό το πράγμα έτσι που λίγο «αφραταίνει» και «αυγατίζει». Οπότε αυτό, και άλλο που μου ήρθε μόλις τώρα λέγοντας αυτές τις δύο λέξεις, λέξεις τις οποίες δεν τις πολυχρησιμοποιούμε, που τείνουν λίγο να εξαφανιστούν, αλλά που είναι ωραίες. Πρόσφατα, ας πούμε, διάβασα σε μια μετάφραση ότι «νανούριζε το παιδί στον κόρφο της». Δεν θα μου περνούσε ποτέ από το μυαλό, την έχω ξεχάσει εντελώς αυτή τη λέξη που είναι και πιο σωστή για ένα νανούρισμα. Αυτές οι μικρολεπτομέρειες είναι που κάνουν, λοιπόν, ένα κείμενο λίγο πιο γλυκό ή πιο ελκυστικό από ένα άλλο.

Και περνώντας τώρα στα του μεταφραστικού επαγγέλματος. Είστε ικανοποιημένη από τις απολαβές σας από τη μετάφραση;

Λοιπόν, χρόνια λέγεται αυτό το πράγμα ότι η μετάφραση είναι μια δουλειά που δεν πληρώνεται σε σχέση με τον κόπο και τον χρόνο που καταβάλλεις. Τα τελευταία χρόνια, οι εισφορές τις οποίες πληρώνουμε επειδή εμπίπτουμε στην κατηγορία των ελευθέρων επαγγελματιών, που είναι μια ομπρέλα που χωράει πάρα πολύ κόσμο από κάτω απ’ ό,τι φαίνεται, υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι επαγγελματίες του χώρου πολλών ετών οι οποίοι κλείσανε τα βιβλία τους, διότι δεν μπορούσαν. Αυτό κάπως με κάποιον τρόπο θα πρέπει να αντιμετωπιστεί, διότι είναι πρόβλημα. Ήταν πάντοτε ένα επάγγελμα που ήταν ελάχιστοι οι άνθρωποι, μάλλον, συγκεκριμένοι οι άνθρωποι που βιοπορίζονταν μόνο απ’ αυτό, πια τείνει να γίνει πολύ δύσκολο. Θα πρέπει, δηλαδή, να αναλαμβάνεις και αναλαμβάνεις – εμείς που το κάνουμε δηλαδή βιοποριστικά αναλαμβάνουμε και βιβλία τα οποία υπό άλλες συνθήκες δεν θα τα έκανες. Δεν σε πειράζει. Δεν είναι ντροπή, είναι δουλειά, αλλά δεν θα το έκανες διαφορετικά. Υπάρχει όμως κάτι ακόμα. Είναι μια δουλειά την οποία δεν την κάνεις γιατί θα πάρεις χρήματα, δεν θα βγάλεις λεφτά από αυτό. Θα σ’ αγαπήσουν κάποιοι άνθρωποι, διότι τους πρόσφερες ένα κείμενο που υπό άλλες συνθήκες δεν θα μπορούσαν να έχουν έρθει σ’ επαφή μ’ αυτό το κείμενο, οπότε είσαι ένα σκαλοπάτι κάτω από τον συγγραφέα και αγαπάν το βιβλίο μέσα από σένα. Και αυτός είναι ο λόγος που και εσύ θες…. Το ‘χασα λίγο.

Είναι λογικό καθώς μιλάμε. Συζήτηση είναι έτσι κι αλλιώς.

Ότι δεν το κάνουμε για τα λεφτά. Περίμενε. Είναι η αγάπη σου γι’ αυτό το αντικείμενο, γι’ αυτό το βιβλίο, γι’ αυτή την ιστορία και είναι κάτι που δεν μπορείς να κρατήσεις στον εαυτό σου. Δηλαδή άμα πεις, οκέι, ρε παιδί μου, δεν θα ξανασχοληθώ μ’ αυτή την ιστορία, αλλά πέσει ένα βιβλίο μετά από λίγα χρόνια στα χέρια σου, θες να το κάνεις. Είναι σαν μιας καλής ποιότητας εθισμού.

Και, όσον αφορά τώρα τους υπόλοιπους παράγοντες του λογοτεχνικού χώρου, έχετε κάποια σχέση με τους συγγραφείς τους οποίους μεταφράζετε; Μιλάτε μαζί τους ή προτιμάτε μια απόσταση;

Εγώ προτιμώ μια απόσταση, γιατί είμαι υπέρ των μύθων, επίσης. Προτιμώ να μην τους αγγίζω τους ανθρώπους. Βέβαια υπάρχουν κάποια βήματα. Έχω μια φίλη, πολύ καλή μεταφράστρια, με την οποία συζητάω κάποια προβλήματα τα οποία έχω αντιμετωπίσει και δεν τα έχω λύσει μέχρι το τέλος του βιβλίου. Αν ούτε εκείνη μπορέσει να βρει μια λύση, καταφεύγω σε αγγλόφωνους, δίγλωσσους φίλους που επίσης έχω. Εκεί συνήθως σταματάει, λύνεται το θέμα. Εάν ούτε εκεί, έχει τύχει μία φορά να επικοινωνήσω με τον Τζον Μπάνβιλ [John Banville], που είναι Ιρλανδός, γιατί είχε κάτι γλωσσικό και κάτι ιδιαίτερο, μου απάντησε έτσι, μ’ ένα λίγο αυστηρό ύφος, ίσως και γι’ αυτό έκτοτε να μη θέλω να επικοινωνώ με τους συγγραφείς. Αλλά σε άλλους αρέσει, εγώ προτιμώ όχι, είναι η αλήθεια. Εκτός αν είναι πια τόσο αναγκαίο.

Ποια εικόνα έχετε για τη σχέση μεταξύ μεταφραστών και εκδοτικών οίκων; Για παράδειγμα, όταν πρέπει να παρθούν αποφάσεις σε σχέση με τον τίτλο, κάποιες αλλαγές…

Θα ήθελα πάρα πολύ οι επιμελητές να συνεργάζονται με τους μεταφραστές. Τόσα χρόνια που κάνω αυτή τη δουλειά δύο φορές έχει τύχει να μιλήσω με τον επιμελητή. Κι αυτό το λέω για τον μόνο λόγο ότι εμείς μαθαίνουμε από τους επιμελητές, αλλιώς διαιωνίζουμε τα λάθη μας και τις παρανοήσεις μας από βιβλίο σε βιβλίο. Ο επιμελητής έχει μια φρέσκια ματιά του κειμένου, δεν έχει το δέος που μας πιάνει εμάς, που λίγο μας παραλύει απέναντι στο πρωτότυπο κείμενο, κι επίσης είναι ένας άνθρωπος με εμπειρία που είναι ακριβώς αυτή η δουλειά του να διακρίνει και να καταφεύγει σε κάποιες λύσεις τις οποίες εμείς να μην τις έχουμε σκεφτεί μέσα στην αγωνία μας και στον χρόνο που είναι πιεστικός. Οπότε θεωρώ ότι είναι σημαντικό οι εκδότες να λένε στους επιμελητές να επικοινωνούν με τους μεταφραστές για τους λόγους που προανέφερα. Αυτό θεωρώ πιο σημαντικό. Τώρα στο κομμάτι του τίτλου δεν παρεμβαίνω. Ο καθένας κάνει τη δουλειά του. Οι εκδότες έχουν κάποιον λόγο που θα επιλέξουν έναν άλλον τίτλο, γιατί θα τους φανεί συνήθως πιο εμπορικός, πιο πιασάρικος, πιο σωστός για την ελληνική αγορά. Το έχουμε δει ουκ ολίγες φορές και, εφόσον ο τίτλος δεν προδίδει το ύφος, δεν με βρίσκει αντίθετη. Τις περισσότερες φορές, βέβαια, σου λένε αποφασίσαμε να αλλάξουμε τον τίτλο, δεν είναι ότι ξαφνικά το βλέπεις μπροστά σου, οπότε κι εκεί γίνεται μια μικρή συζήτηση. Αλλά το πιο καίριο νομίζω ότι είναι η σχέση επιμελητή-μεταφραστή.

Σας έχουν τύχει περιπτώσεις που να αισθανθείτε ότι –επιτρέψτε μου την έκφραση– όχι λογοκρίνεστε, αλλά περιορίζεστε κάπως, παρεκκλίνετε από το αρχικό;

Ναι. Είχα ένα βιβλίο μιας πολύ νεαρής συγγραφέως που το ύφος της ήταν πάρα πολύ απλό, γιατί πολύ απλά η κοπέλα έγραφε στο ημερολόγιό της, η ηρωίδα του βιβλίου. Οπότε η γλώσσα που χρησιμοποιούσε ήταν από καθημερινή, αργκό, είναι ένα κορίτσι 20 χρονών που γράφει στο ημερολόγιό του. Έπιασα τον εαυτό μου αρκετές φορές να θέλω λίγο να το ομορφύνω, να του βάλω μια λέξη λίγο πιο περίπλοκη από αυτήν που είχε επιλέξει. Νομίζω το ‘κανα σε μια περίπτωση, αναπόφευκτα. Το δύσκολο είναι το αντίστροφο. Όταν ο συγγραφέας έχει επιλέξει μία λέξη η οποία δεν είναι πολύ δόκιμη και ξέρεις ότι υπάρχει μια αντίστοιχη, λίγο, ένα τσικ πιο κάτω, αλλά αντίστοιχη, που θα έκανε τα πράγματα πιο εύκολα και για σένα και για τον αναγνώστη κατ’ επέκταση. Σε αυτή την περίπτωση έχω διαλέξει το να κρατήσω του συγγραφέα τη λίγο περίεργη λέξη που ‘χει χρησιμοποιήσει.

Κι όσον αφορά την κριτική. Έχετε δεχτεί κριτική; Και κατά ποιον τρόπο επηρεάζει αυτό τη συνέχεια, τη μεταφραστική σας δραστηριότητα…;

Η κριτική, είτε για τη μετάφραση είτε για τη συγγραφή ενός βιβλίου είτε για μια κινηματογραφική ταινία, είναι απαραίτητο μέρος της διαδικασίας, εφόσον δεν είναι κακεντρεχής. Να σου τονίσει τις αδυναμίες, τα προβλήματα είναι πολύ σημαντικό, γιατί είναι άλλος ένας τρόπος εξέλιξης. Για την κριτική της μετάφρασης, νομίζω, αφιερώνονται γύρω στις τρεις αράδες στο τέλος μιας βιβλιοπαρουσίασης που λένε «ρέει» ή «δεν ρέει», «ένας άθλος μεταφραστικός» και τέτοια. Εγώ είχα την ευτυχία, ειρωνικά το λέω, να μου αφιερώσουν ένα μονόστηλο για την επιλογή μίας λέξης. Εντάξει, ήταν μία σελίδα η παρουσίαση του βιβλίου, αλλά κι ένα μονόστηλο το οποίο ήταν μια επιστολή σχεδόν για μένα και την επιμελήτρια, για μία λέξη που πώς μας ξέφυγε και απ’ τις δύο. Δεν το ξανάκανα το λάθος αυτό, όποτε έχω ξανασυναντήσει αυτή τη λέξη, ξέρω πάρα πολύ καλά πώς πρέπει να την πω. Λοιπόν, η κριτική είναι απαραίτητη, χρήσιμη και δεν γίνεται πάρα πολύ επί τούτου, για τη μετάφραση. Είναι πιο πολύ για το κείμενο, για την ιστορία, για τον συγγραφέα εν τέλει. Αλλά είναι ουσιαστική, γιατί μας βοηθάει να εξελιχθούμε και να βρούμε έναν άλλον τρόπο αν μας επισημαίνουν κάτι. Τις αδυναμίες μας εμείς οι ίδιοι τις ξέρουμε, αν μας τις επισημαίνει και κάποιος άλλος τότε καταλαβαίνουμε μάλλον ότι πρέπει να βρούμε έναν άλλον τρόπο.

Τέλεια. Κλείνοντας, να σας ρωτήσουμε, πώς βλέπετε το μέλλον της μετάφρασης στην Ελλάδα; Είστε αισιόδοξη;

Είμαι γενικά αισιόδοξη. Κατά κάποιον τρόπο. Τι να με φοβίσει; Τα βιβλία έχουν περιοριστεί ήδη πάρα πολύ τα τελευταία χρόνια, έτσι; Αυτή είναι μια πραγματικότητα, δηλαδή έχουν κλείσει εκδοτικοί οίκοι, είπαμε, άλλοι συνάδελφοι μεταφραστές έχουν κλείσει τα βιβλία τους, έχει συρρικνωθεί όσο δεν πάει άλλο νομίζω πια. Παρ’ όλα αυτά τα βιβλία εξακολουθούν να βγαίνουν. Δουλειά εξακολουθεί να υπάρχει, και ευτυχώς, γιατί τι θα γίνει; Είναι ένα απαραίτητο –πώς το έλεγε «είδος πολυτελείας»– είναι ένα απαραίτητο είδος το βιβλίο. Είναι. Χρειάζεται. Και μάλιστα θυμάμαι αυτή τη μεγάλη κουβέντα που γινόταν κάποτε, το ψηφιακό βιβλίο και πόσο θα καταργηθεί το έντυπο βιβλίο. Ούτε σ’ αυτό μετείχα, δηλαδή οι άνθρωποι οι οποίοι είναι αναγνώστες θέλουν το αντικείμενο. Θέλουν το εξώφυλλο, θέλουν τη σελίδα, παίζει ρόλο το ότι η σελίδα εδώ είναι λίγο πιο τραχιά, ενώ σε άλλο εκδοτικό οίκο όχι. Τι να κάνουμε; Έχουμε τις παραξενιές μας. Οπότε επειδή απευθυνόμαστε σε μια ομάδα που έχει ειδικά χαρακτηριστικά, δεν θεωρώ ότι θα εκλείψει το βιβλίο, ούτε η μετάφραση, ούτε οι μεταφραστές, ούτε και οι αναγνώστες.

Ευχαριστούμε πάρα πολύ.

Κι εγώ ευχαριστώ. Καλή σταδιοδρομία σας εύχομαι.

Ευχαριστούμε. Καλή συνέχεια.

Βιογραφικό

Η Μαρία Φακίνου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1976. Σπούδασε Μετάφραση στη Λογοτεχνία και στις Επιστήμες του Ανθρώπου στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Μετάφρασης (ΕΚΕΜΕΛ) και εργάζεται ως μεταφράστρια από το 2007. Έχει μεταφράσει δεκάδες μυθιστορήματα και έχει γράψει τις νουβέλες Ανατομία κόρης (εκδ. Αντίποδες), Η αρχή του κακού (εκδ. Καστανιώτη) και το μυθιστόρημα Το καπρίτσιο της κυρίας Ν. (εκδ. Καστανιώτη) που ήταν υποψήφιο για το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα του περιοδικού Διαβάζω.

Επιλεγμένες μεταφράσεις

Koren, Yehuda (2007). Στη σκιά μιας άλλης. Ο μοιραίος έρωτας της Άσσια Ουέβιλ με τον Τεντ Χιουζ  [A Lover of Unreason]. Αθήνα: Πατάκη.

Banville, John (2009). Ο ασημένιος κύκνος [The Silver Swan]. Αθήνα: Καστανιώτη.

Ackroyd, Peter (2010). Πόε: Μια σύντομη ζωή [Poe: A Life Cut Short]. Αθήνα: Πατάκη.

Zander, Joakim (2016). Ο κολυμβητής [Simmaren]. Αθήνα: Πατάκη.

Kepler, Lars (2017). Άμμος στα μάτια [Sandmannen]. Αθήνα: Πατάκη.

Matlwa, Kopano (2018). Το νυχτολούλουδο [Period Pain]. Αθήνα: Ίκαρος.

Westover, Tara (2019). Μορφωμένη [Educated]. Αθήνα: Ίκαρος.

Ryan, Donal (2020). Από θάλασσα ήρεμη κι ανάβαθη [From a Low and Quiet Sea]. Αθήνα: Ίκαρος.

Rooney, Sally (2020). Κανονικοί άνθρωποι [Normal People]. Αθήνα: Πατάκη.

Nelson, Maggie (2020). Οι Αργοναύτες [The Argonauts]. Αθήνα: αντίποδες.

Συνέντευξη: Φωτεινή Πατεινάρη και Λίντα Χύτη 
Ημερομηνία και τόπος:  Μάιος 2018, Θεσσαλονίκη
Παραπομπή: Βηδενμάιερ, Ανθή, Λάμπρου, Δέσποινα και Πατεινάρη, Φωτεινή (2021). «Συνέντευξη με τη Μαρία Φακίνου», Πορτρέτα μεταφραστριών και μεταφραστών. Θεσσαλονίκη: Τμήμα Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Κατηγορία: μεταφράστρια/μεταφραστής, αγγλικά–ελληνικά, μετάφραση πεζογραφίας