Μενού Κλείσιμο

Μαρία Αγγελίδου

Απομαγνητοφώνηση

Γεια σας, κυρία Αγγελίδου. Χαιρόμαστε πάρα πολύ που έχετε χρόνο για μας…

Εγώ ευχαριστώ για την πρόσκληση.

… και είστε πρόθυμη να μας απαντήσετε ερωτήσεις σχετικά με τη μετάφραση, λοιπόν.

Με χαρά.

Αρχικά θα θέλαμε να ρωτήσουμε, ήταν όνειρο ζωής να ασχοληθείτε με τη μετάφραση;

Όχι. Όταν ήμουνα μικρή δεν ήξερα καν ότι υπάρχει αυτή η δουλειά. Τυχαία την ανακάλυψα, όταν, φοιτήτρια, επειδή δεν ήθελα να κάνω ιδιαίτερα όπως οι περισσότεροι φοιτητές –σπούδασα στην Αθήνα Φιλοσοφική–, άρχισα να κάνω μεταφράσεις ως φοιτητικό, ας πούμε, πάρεργο. Μου άρεσε πάρα πολύ, αλλά δεν θεωρούσα ότι αυτή τη δουλειά θα κάνω στη ζωή μου, διότι τα βιβλία που μετέφραζα τότε ήταν Βίπερ Νόρα. Πρέπει, όμως, να πω ότι με τα Βίπερ Νόρα έμαθα πάρα πολλά πράγματα, όχι μόνο για τη μετάφραση, αλλά και για τη λογοτεχνία γενικότερα. Και στη συνέχεια έφυγα στη Γερμανία, έτυχε κι έτσι έμαθα και μια τρίτη ξένη γλώσσα. Μου άρεσε η επαφή με τις ξένες γλώσσες κι επειδή εκείνη την εποχή στην Ελλάδα δεν υπήρχαν αρκετοί μεταφραστές από γερμανικά, έτυχε και ασχολήθηκα εγώ. Οι πρώτες μεταφράσεις που έκανα που δεν ήταν Βίπερ Νόρα και ήταν από γερμανικά ήταν για τις εκδόσεις Πλέθρον. Μου άρεσε, όμως, τόσο πολύ αυτή η δουλειά, που εγκατέλειψα όλες τις άλλες, παραιτήθηκα από το δημόσιο και ασχολήθηκα μόνο με τη μετάφραση και δεν έχω μετανιώσει. Είναι, νομίζω, η ωραιότερη δουλειά που υπάρχει.

Πολύ ωραία. Τι εικόνα είχατε για τη μετάφραση προτού ασχοληθείτε με αυτή και αφού γίνατε μια επαγγελματίας μεταφράστρια;

Στην αρχή, όπως σας είπα, δεν είχα καμία εικόνα. Δεν ξέρω τι εικόνα μπορεί να έχει ένα παιδί μέσα στο μυαλό του. Φανταζόμουνα ίσως ότι τα βιβλία μεταφράζονται μόνα τους, δεν ξέρω. Πάντως δεν είχα καμία εικόνα. Όταν άρχισα να μεταφράζω, ήταν μια δουλειά που μου άρεσε από την αρχή τρελά. Η διαδικασία, δηλαδή, του να διαβάζω κάτι, να το καταλαβαίνω τόσο καλά όσο έπρεπε, όσο ήθελα, όσο μπορούσα και να το ξαναλέω ύστερα εγώ, να το γράφω εγώ, με τέτοιο τρόπο που να το καταλάβουν κι άλλοι, ήταν κάτι που με ενθουσίασε, μου άρεσε από την αρχή πάρα πολύ. Τώρα βέβαια, μετά από τόσα χρόνια – την κάνω πάρα πολλά χρόνια αυτή τη δουλειά, ασταμάτητα, και είμαι από τους, αυτό που λέμε, επαγγελματίας μεταφραστής. Βέβαια είμαι και πάρα πολύ τυχερή και σε κάτι άλλο, μεταφράζω μόνο λογοτεχνία. Δεν ξέρω τι εικόνα θα είχα αν μετέφραζα ας πούμε διαγνώσεις, ιατρικά κείμενα, ή οικονομικά, ή νομικά, τεχνικά, δεν ξέρω. Είναι, δυστυχώς, κείμενα που δεν τα καταλαβαίνω καλά-καλά ούτε στα ελληνικά αυτά όλα που απαρίθμησα τώρα. Αλλά μεταφράζοντας λογοτεχνία, τι να σας πω, είναι μια πάρα πολύ ωραία δουλειά. Ακόμα, μετά από σαράντα χρόνια, δεν βαριέμαι. Δεν μπορώ να βαρεθώ. Ακόμα μαθαίνω. Κάθε βιβλίο είναι… μαθαίνεις τόσα πολλά που θα έπρεπε να πληρώνεις για να κάνεις αυτή τη δουλειά, όχι να σε πληρώνουν κιόλας. Εντάξει, βεβαίως και πρέπει να πληρώνονται οι μεταφραστές, αυτό σβήστε το. Εννοώ ότι είναι μια δουλειά που δεν σε ανταμείβει μόνο με την αμοιβή της, σε ανταμείβει με πολλούς τρόπους. Και… αυτά. Άμα σας λέω πολλά να με σταματάτε, γιατί όταν μιλάω για τη μετάφραση μπορεί να παθιαστώ, να ενθουσιαστώ και να μιλάω τόσο πολύ που να μην τελειώνω.

Αυτό ακριβώς θέλουμε, θέλουμε να μας μιλήσετε για τη μετάφραση, λοιπόν. Πώς νιώθετε όταν μεταφράζετε; Τι είναι αυτό που σας προσφέρει η μετάφραση και τα κίνητρά σας;

Ακριβώς αυτό, να νιώθω. Δεν είναι μια εγκεφαλική δουλειά, ούτε μια πνευματική εργασία, κατά τη γνώμη μου βέβαια πάντα, είναι μια ψυχική δουλειά. Δηλαδή είναι μια δουλειά που σιγά-σιγά εκπαιδεύεις την ψυχή σου, την εξασκείς μάλλον να μπαίνει και να δουλεύει, για να πετύχει το αποτέλεσμα που θέλεις. Μπορεί σε άλλα είδη κειμένων, σε άλλες κατηγορίες γραπτού λόγου να μη χρειάζεται αυτό, αλλά στη λογοτεχνία νομίζω ότι είναι το κυριότερο πράγμα που χρειάζεται ο μεταφραστής. Όλα τα άλλα, δηλαδή καλή γνώση της γλώσσας, της ξένης γλώσσας από την οποία μεταφράζεις, εξαιρετική γνώση της δικής μας γλώσσας, της γλώσσας προς την οποία μεταφράζεις. Όλα αυτά ακόμα κι να έχεις κάποιες ελλείψεις ή αδυναμίες, μπορεί να τις διορθώσει, αλλά το να μη νιώθεις τι μεταφράζεις και πώς το μεταφράζεις, αυτό δεν γίνεται. Αυτό είναι το πρώτο που πρέπει να έχει, αυτό, λοιπόν, όταν το κάνεις, όταν γίνεται, είναι πάρα πολύ ωραίο, πάρα πολύ ωραίο. Εγώ ζω μέσα στο βιβλίο που μεταφράζω, όσους μήνες κρατάει η δουλειά ζω μέσα σε αυτό το βιβλίο. Μου έχει τύχει να είμαι ευχαριστημένη, να είμαι ευτυχισμένη, επειδή τα πράγματα μέσα στο βιβλίο είναι ευτυχή, έτσι; Ή να είμαι στεναχωρημένη ή να είμαι κλαμένη, επειδή τα πράγματα μέσα στο βιβλίο είναι τέτοια. Αυτή είναι η δουλειά για μένα, το να νιώθεις έτσι. Και το άλλο βέβαια που πρέπει σίγουρα να έχει κάποιος και μου αρέσει που το έχω, όταν το καταλαβαίνω πολλές φορές την ημέρα ότι πρέπει να το δείξω, ότι πρέπει να το αναπτύξω εκείνη την ώρα, είναι η κοινή λογική. Επίσης πολύ σημαντικότερο προσόν που πρέπει να έχει κανείς από την καλή γνώση της ξένης και της δικής του γλώσσας. Δηλαδή η κοινή λογική είναι το άλφα και το ωμέγα στη μετάφραση.

Μιλάτε, γνωρίζετε πολλές γλώσσες.

Ναι, δεν τις μιλάω όλες στον ίδιο βαθμό. Δεν είναι όλες οι γλώσσες μου το ίδιο καλές. Ας πούμε στα γερμανικά έχω υπάρξει παντρεμένη. Δεν μπορούν να συγκριθούν οι άλλες γλώσσες που μπορεί να τις ξέρω περισσότερα χρόνια… Ας πούμε αγγλικά και γαλλικά ξέρω πολύ περισσότερα χρόνια, μετράω στη ζωή μου πολύ περισσότερα χρόνια. Ακόμα και περισσότερα βιβλία, απ’ ό,τι γερμανικά. Αλλά στα γερμανικά έχω υπάρξει παντρεμένη, οπότε ναι. Και δεν είναι όλες οι γλώσσες ίδιες, δεν είναι όλα τα ζευγάρια ίδια. Και κανείς, ακόμα και ένας μεταφραστής, περνάει φάσεις στη ζωή του που θέλει μια γλώσσα περισσότερο απ’ τις άλλες. Εγώ το νιώθω αυτό έντονα, δηλαδή υπάρχουν φάσεις που λέω, θεέ μου, αυτή τη στιγμή θα ήθελα αγγλικά. Διαβάζω μόνο αγγλικά, θέλω να μιλάω μόνο αγγλικά ή θέλω μόνο γαλλικά. Είμαι άλλος άνθρωπος όταν μιλάω γαλλικά, άλλος άνθρωπος όταν μιλάω γερμανικά, άλλος άνθρωπος σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα.

Το φαινόμενο του δύτη.

Είναι όρος αυτός;

Ότι όταν ο δύτης είναι κάτω από τη θάλασσα είναι άλλος άνθρωπός απ’ ό,τι όταν είναι στην επιφάνεια. Και το χρησιμοποιούν στις γλώσσες αυτό.

Α, ναι ακριβώς, ακριβώς. Το ίδιο ισχύει με τη γλώσσα. Δηλαδή αλλιώς αισθάνεσαι και αλλιώς σκέφτεσαι σε κάθε γλώσσα.

Ποια η σχέση σας με τους συγγραφείς τους οποίους μεταφράζετε;

Να σας πω, είχα την τύχη να μεταφράσω και πολλούς ζώντες συγγραφείς. Εκεί μπορούμε να μιλάμε για ένα άλλο είδος σχέσης. Γιατί και με τους πεθαμένους και πάλι έχεις μια σχέση. Άμα μεταφράζεις έναν – ας πούμε έχω μεταφράσει πάρα πολύ Γιόζεφ Ροτ [Joseph Roth]. Είναι από τους Γερμανούς, γερμανόφωνους, να πω πιο σωστά, ο αγαπημένος μου. Είναι μια σχέση. Αλλά είναι αλλιώς και η σχέση με τους ζωντανούς. Έχω μεταφράσει πολλούς ζωντανούς, όχι μόνο Γερμανούς, και άλλες εθνικότητες. Προσπαθώ πάντα, όταν είναι ζωντανός ο συγγραφέας, προσπαθώ να έρχομαι σε επαφή μαζί του. Δεν είναι όλοι δεκτικοί. Δεν είναι όλοι το ίδιο προσιτοί. Καλές σχέσεις, όταν μπορώ, έχω καλές σχέσεις με τον συγγραφέα.

Πώς είναι να μεταφράζετε Τόμας Μαν [Thomas Mann], ας πούμε, έναν τόσο σπουδαίο συγγραφέα; Και όχι μόνο, απλά τον ανέφερα ως παράδειγμα.

Τι εννοείτε πώς είναι; Πώς μου φαίνεται εμένα; Πώς νιώθω;

Ναι.

Εξαρτάται απ’ το ποιο έργο, δηλαδή Τσβάιχ [Zweig], ας πούμε, που επίσης έχω μεταφράσει αρκετά, είναι αλλιώς όταν μεταφράζει κανείς τη Σκακιστική νουβέλα, αλλιώς όταν μεταφράζεις το Αμόκ, είναι αλλιώς ο Τσβάιχ ο ίδιος, αλλιώς όταν μεταφράζεις κάποιες από αυτές τις βιογραφίες, τις ιστορικές, τις μυθιστορηματικές που έγραψε. Είναι αλλιώτικο το έργο. Προσπαθώ κάθε φορά να είμαι όσο γίνεται πιο κοντά σ’ αυτόν που γράφει. Αυτό σημαίνει ότι δεν αντιμετωπίζω τον συγγραφέα με δέος, ποτέ. Δεν αισθάνομαι δέος όσο δουλεύω. Μπορεί να αισθάνομαι πριν, μπορεί και να αισθάνομαι και μετά, αλλά όχι όσο δουλεύω, γιατί θα με εμπόδιζε. Θεωρώ ότι το δέος είναι ένα πολύ εμποδιστικό συναίσθημα στο να κάνεις αυτή τη δουλειά. Η μετάφραση είναι πάρα πολύ δημιουργική και αυτό όχι με την έννοια του καβαλημένου ανθρώπου που θεωρεί ότι η δημιουργία είναι το υπέρτατο, αλλά με την έννοια την πάρα πολύ ταπεινή. Δηλαδή είναι μια δημιουργία που σε ασκεί και στην ταπεινότητα. Ξέρεις ότι όσο καλό κι να είναι αυτό που θα δημιουργήσεις, έχει μια ημερομηνία λήξεως. Είκοσι χρόνια αργότερα, εάν είσαι τυχερός, άντε τριάντα –παραπάνω αποκλείεται–, κάποιος άλλος θα το μεταφράσει. Μπορεί να μην είναι τόσο καλή όσο είναι η δικιά σου μετάφραση, αλλά αυτή θα αρέσει περισσότερο εκείνη την εποχή, και θα είναι απαραίτητη, και θα χρειάζεται, θα είναι αναγκαία. Άρα μαθαίνεις. Δεν έχεις ελπίδες αθανασίας με τη μετάφραση. Παρ’ όλα αυτά, εγώ γράφω και βιβλία – παρ’ όλα αυτά θεωρώ τη μετάφραση καλύτερη δουλειά από τη συγγραφή. Και αν έπρεπε να διαλέξω, ωραία θέλω να κάνω και συγγραφή δεν λέω όχι, αλλά αν έπρεπε να διαλέξω θα έκανα μόνο μετάφραση.

Μας είπατε ότι είστε συγγραφέας. Πώς διαχωρίζετε τη μετάφραση από τη συγγραφή;

Τι εννοείτε πώς την διαχωρίζω; Δεν κατάλαβα ίσως την ερώτηση.

Όταν γράφετε κάτι, σκέφτεστε ως μεταφραστής; Ότι αυτό ίσως μεταφραστεί, ίσως όχι;

Α, βέβαια. Αυτό πρέπει να σας το πω, δεν είναι μια δική μου σκέψη, είναι μια διαπίστωση, επειδή έτυχε και έχω μεταφράσει βιβλία από πολλές γλώσσες και κάποιες από αυτές είναι σκανδιναβικές, είναι, δηλαδή, μικρές γλώσσες, όπως είναι και η δική μας, πρέπει να σας πω ότι πάρα πολλοί συγγραφείς πια στον κόσμο γράφουν, έχοντας μέσα τους επίγνωση ότι θα πρέπει να μεταφραστούν, θα πρέπει να μπορούν να μεταφραστούν, θα πρέπει να μπορούν να μεταφραστούν καλά. Αν θέλουν να έχουν ένα μεγάλο ευρύ κοινό, ας πούμε να μιλήσουν σε όλον τον κόσμο με λίγα λόγια, θα πρέπει να το ξέρουν αυτό. Και αυτοί το ξέρουν. Οι Έλληνες συγγραφείς, αντίθετα, δεν το ξέρουν. Διαβάζοντας Έλληνες συγγραφείς καταλαβαίνεις ότι δεν το σκέφτονται ότι θα μεταφραστούν ή όχι. Εγώ το σκέφτομαι και δεν ξέρω αν είναι ωραίο όταν σε μεταφράζουν. Δεν ξέρω, Είναι ωραίο, εγώ έχω αισθανθεί καλά, αλλά έχω αισθανθεί και πάρα πολύ περίεργα ώρες-ώρες. Ενώ όταν μεταφράζω εγώ αισθάνομαι πάντα καλά. Δεν αισθάνομαι ότι είναι κάτι άβολο ή κάτι, ξέρω ‘γω, αδέξιο. Αισθάνομαι καλά.

Ποιο είδος λογοτεχνικό σας κεντρίζει περισσότερο το ενδιαφέρον;

Όλα μ’ αρέσουν. Μ’ αρέσει πάρα πολύ η παιδική λογοτεχνία. Θεωρώ ότι είναι από τις δυσκολότερες μεταφράσεις που μπορεί να γίνουν. Είναι δυσκολότερη αν την κάνει κανείς πραγματικά έτσι όπως της αξίζει να γίνεται. Είναι όμως και εκείνη που σου δείχνει τα περισσότερα για την ιδέα που έχει η κοινωνία και ο κόσμος τόσο για τη μετάφραση όσο και για την παιδική λογοτεχνία, όσο και για τη λογοτεχνία μετά γενικότερα. Είναι το είδος αυτό όπου τα ταμπού είναι πιο δυνατά. Οι επιταγές που χρωστάς άμεσα εξαργυρώσιμες, δηλαδή στις ζητάνε πριν καλά-καλά αρχίσεις, οι απαγορεύσεις και οι επιβολές επίσης. Μαθαίνεις πολλά και για τον εαυτό σου και για τους άλλους γύρω σου όταν μεταφράζεις παιδικό. Ενώ όταν μεταφράζεις ενήλικο, αυτά υπάρχουν, αλλά είναι πιο κρυμμένα.

Όσο αφορά την ποιότητα της μετάφρασης. Πώς πιστεύετε ότι μπορεί να βελτιωθεί;

Με ψυχή και κοινή λογική. Και με μάθηση σίγουρα. Και με το ενδιαφέρον που υπάρχει πια τα τελευταία χρόνια γι’ αυτή τη δουλειά. Γιατί πριν –μην πάμε πολύ πίσω– πριν λίγα χρόνια δεν υπήρχε κανένα ενδιαφέρον για τη δουλειά. Αυτό που κάνουμε εμείς αυτή τη στιγμή, είναι μια ζωντανή απόδειξη ότι υπάρχει ενδιαφέρον πια γι’ αυτή τη δουλειά. Άρα, ναι, είναι μοιραίο, γιατί υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη πια για μετάφραση.

Οπότε είστε αισιόδοξη για το μέλλον;

Απολύτως. Απολύτως είμαι αισιόδοξη, δεν είμαι ικανοποιημένη από το επίπεδο των μεταφράσεων. Όχι, λάθος. Υπάρχουν μεταφράσεις που είναι εξαιρετικές. Πραγματικά εξαιρετικές. Αλλά υπάρχουν και πάρα πολλές που θα ήταν καλύτερα να μην είναι έτσι, και αυτό το νιώθει κανείς στη λογοτεχνία. Ωστόσο είναι κι αυτές απαραίτητες. Δηλαδή θα πρέπει κανείς να το αποδεχτεί ότι κάποιες θα είναι πολύ σούπερ, πολύ καλές, πολύ ξεχωριστές, και θα υπάρχει και ένας μεγάλος αριθμός που θα είναι καλές, μέτριες, και θα υπάρχουν και κάποιες οι οποίες είναι απαράδεκτες. Αυτό έτσι είναι ούτως ή άλλως. Υπάρχουν βέβαια και άλλα κριτήρια κάθε εποχή. Δηλαδή εμείς τώρα έχουμε άλλα κριτήρια για τη μετάφραση απ’ ό,τι είχε, και ο 20ός, αλλά πολύ πιο πριν ο 19ος αιώνας. Μεταφράζουμε αλλιώς πάρα πολλά πράγματα και αφήνουμε και πάρα πολλά πράγματα αμετάφραστα πια, παιδιά. Πάρα πολλά. Αυτά όλα είναι δείγματα του κόσμου γύρω μας, δεν είναι, ας πούμε, τι να πω, βαθμολογίες αξίας μεταφραστικού έργου. Είναι όμως παρατηρήσεις που μπορούμε να τις κάνουμε, παρατηρώντας γύρω μας τι τρέχει. Ναι, επομένως.

Ποιες είναι οι δυσκολίες, λοιπόν, της μετάφρασης; Έχετε κάποιο παράδειγμα να μας δώσετε;

Δυσκολίες εννοείτε; Κάθε βιβλίο έχει τη δική του δυσκολία. Εννοείτε τώρα, τις δυσκολίες που έχει ένα βιβλίο ή ένα συγκεκριμένο έργο ή τις δυσκολίες που έχει ο μεταφραστής ως επάγγελμα;

Ό,τι θέλετε.

Ο μεταφραστής ως επάγγελμα είναι ένα πολύ δύσκολο επάγγελμα. Δεν υπάρχουν επαγγελματίες μεταφραστές εδώ τουλάχιστον στη χώρα που ζούμε και στη γλώσσα στην οποία επίσης ζούμε. Είναι πάρα πολύ λίγοι οι επαγγελματίες μεταφραστές, γιατί δεν μπορούν να ζήσουν απ’ αυτή τη δουλειά οι περισσότεροι άνθρωποι. Εγώ, νομίζω, είμαι από τους πολύ λίγους που έχω ζήσει όλη μου τη ζωή ως επαγγελματίας. Και δουλεύω καλά, είμαι ευχαριστημένη. Οι αμοιβές είναι πάρα πολύ κακές, αλλά όχι τόσο ώστε να μην μπορεί κάποιος να ζήσει απ’ αυτές. Η μεγαλύτερη δυσκολία, νομίζω, είναι να μην είναι διεκπεραιωτική δουλειά αυτή. Είναι απ’ τις δουλειές που δεν πρέπει να γίνονται διεκπεραιωτικά και πολύς κόσμος την κάνει έτσι. Δηλαδή, όπως και στις περισσότερες περιπτώσεις, ο μεγαλύτερος κίνδυνος είμαστε εμείς οι ίδιοι. Από εκεί και ύστερα, βέβαια, είναι οι κακές αμοιβές, είναι οι μη αμοιβές, διότι και αυτό υπάρχει. Τι άλλο να πω;

Έχετε ίσως κάποιο παράδειγμα από κάποιο έργο; Ας πούμε, ξέρουμε ότι έχετε μεταφράσει Το άρωμα.

Και όλα τα έργα του Ζίσκιντ [Süskind] στα ελληνικά.

Και όλα τα έργα, ακριβώς. Κάποια συγκεκριμένη δυσκολία γι’ αυτόν τον συγγραφέα; Γιατί είναι και μεγάλος.

Ο Ζίσκιντ είναι ένας συγγραφέας που δεν έρχεται σε επαφή ποτέ, όχι μόνο με τον μεταφραστή του, με κανέναν. Αυτό είναι ένα εμπόδιο. Βέβαια όχι τέτοιο που να πεις ότι δεν θα δουλέψεις με αυτόν τον συγγραφέα ή με τα βιβλία του. Δεν έχει δυσκολίες υφολογικές, κατά τη γνώμη μου. Έχει δυσκολίες λεξιλογικές. Είναι, βέβαια, βιβλία τα οποία τα έχω κάνει πριν από πάρα πολλά χρόνια, αλλά ξέρω καλά την αίσθηση που μου έχουν αφήσει. Θυμάμαι πάρα πολύ καλά τη γεύση που μου έχουν αφήσει. Είναι ένας άνθρωπος που του αρέσει να ψάχνει για τη λέξη. Αν σ’ αρέσει κι εσένα, δηλαδή αν αρέσει στον μεταφραστή, τότε δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Ήμουν τυχερή που έκανα αυτόν όταν ήμουνα νέα, γιατί είναι ένα ψάξιμο που το κάνεις εύκολα όταν είσαι νέος. Όχι ότι μετά δυσκολεύει, αλλά δηλαδή δεν θα μπορούσα το ίδιο καλά να μεταφράσω Τόμας Μαν ή να μεταφράσω Γιόζεφ Ροτ όταν ήμουνα 25 χρονών, αυτό θέλω να πω. Κάθε συγγραφέας έχει τις δικές του δυσκολίες και σε κάθε συγγραφέα αξίζει, ο μεταφραστής του τουλάχιστον, να τον αγαπά όπως αγαπά και τον εαυτό του. Δηλαδή εγώ αυτό θα ήθελα αν έγραφα. Θα ήθελα μάλλον αυτά που γράφω –γιατί αυτό το ξεχνάω συνέχεια όταν μιλάω για τη μετάφραση– θα ήθελα ο μεταφραστής που θα με μεταφράσει, θα μεταφράσει μάλλον το κείμενό μου, να το αγαπήσει όπως το αγαπάω εγώ, αυτό. Εγώ, λοιπόν, είμαι διατεθειμένη να το κάνω αυτό με πολλά κείμενα. Κι έπειτα, από τη στιγμή που το κείμενο έχει εκδοθεί –να είμαστε ειλικρινείς– παύει να ανήκει μόνο στον συγγραφέα. Ανήκει το ίδιο και στον αναγνώστη, ανήκει το ίδιο και στον μεταφραστή, ανήκει το ίδιο σε όλους, όσοι το αγαπούν. Μπορεί ένας –το πιστεύω αυτό– μπορεί ένας αναγνώστης να ευχαριστηθεί το δικό μου βιβλίο περισσότερο απ’ ό,τι το έχω ευχαριστηθεί εγώ. Να το ζήσει περισσότερο απ’ ό,τι το ζω εγώ. Ε, δεν του ανήκει; Του ανήκει! Και εκεί δεν παύω να έχω κι εγώ μια αξίωση ή μια σχέση με αυτό το κείμενο, αλλά και ο αναγνώστης έχει τεράστια σχέση και ο μεταφραστής είναι ένας φοβερός αναγνώστης, δηλαδή δεν υπάρχει καλύτερος αναγνώστης από τον μεταφραστή. Αυτό θα έπρεπε να είναι ο μεταφραστής, φοβερός αναγνώστης.

Πώς αντιμετωπίζετε την κριτική στο έργο σας;

Την;

Την κριτική.

Θα ήθελα να αντιμετωπίσω την κριτική στο έργο μου. Δεν υπάρχει κριτική. Η κριτική στη μετάφραση είναι πάρα πολύ δύσκολη, δεν είναι δηλαδή μόνον –πώς να πούμε– δεν είναι ότι βαριούνται οι κριτικοί να ασχοληθούν με τη μετάφραση, είναι ότι είναι και πιο δύσκολο. Πιο εύκολα διαβάζεις ένα βιβλίο και λες, το βιβλίο μου άρεσε, δεν μου άρεσε, μου άρεσε γιατί ο συγγραφέας είχε αυτό το ύφος, μου άρεσε γιατί ο συγγραφέας σκέφτηκε αυτή την πλοκή, μου άρεσε γιατί βγήκε από τα όρια του είδους, τα ξεπέρασε, έκανε κάτι ανώτερο ή κάτι πρωτοφανές ή κάτι τέλος πάντων που εμένα προσωπικά με συγκίνησε. Για να πεις τα ίδια για τη δουλειά του μεταφραστή, πρέπει να στρώσεις κώλο και να διαβάσεις πολύ. Δεν υπάρχει και λόγος να το κάνει κάποιος, γιατί δεν είναι απόλαυση η κριτική στη μετάφραση. Δεν είναι δηλαδή μόνον τεμπελιά ή αδιαφορία που έχουμε ελάχιστες κριτικές μετάφρασης, υπάρχουν και χειροπιαστοί λόγοι. Ωστόσο όλες οι κριτικές της μετάφρασης, όσες δεν είναι ξεμπρόστιασμα και ξεφτίλισμα, γιατί υπάρχουν και τέτοια, είναι στερεότυπα και κλισέ. Δηλαδή «στην πολύ καλή μετάφραση», «στην πολύ καλή μετάφραση», «ρέει», «η μετάφραση ρέει». Αυτό δεν ξέρω γιατί είναι καλό, όταν το κείμενο δεν ρέει, ας πούμε. Γενικά είμαι ευχαριστημένη όταν υπάρχει έστω αυτό το κλισέ, βεβαίως κανένας δεν θέλει να ακούει κάτι κακό. Είμαι ακόμα ευχαριστημένη – στις αρχές τουλάχιστον, τα πρώτα 30 χρόνια σε αυτή τη δουλειά, ήμουνα ευχαριστημένη όταν κανένας δεν έλεγε τίποτα για τη μετάφραση, όταν οι αναγνώστες δεν ξέρανε ότι εγώ έχω μεταφράσει ένα βιβλίο, γιατί αυτό θα πει ότι δεν είχανε σκοντάψει πουθενά. Άρα είμαι ευχαριστημένη όταν είμαι στην αφάνεια, όχι όταν κάποιος μου πλέκει το εγκώμιο. Δεν λέω όχι στο εγκώμιο, προς θεού, ίσα-ίσα πολλές φορές μάλιστα το κάνω και μόνη στον εαυτό μου, αλλά για να είμαστε ρεαλιστές και για να έχουμε μια σχέση με την κοινή λογική, η δουλειά του μεταφραστή δεν είναι για να ακούει εγκώμια. Άμα θέλει κανείς ν’ ακούσει πολλά εγκώμια, πρέπει καλύτερα να γράψει. Όχι να μεταφράσει.

Η επόμενή μας ερώτηση έχει να κάνει με τα πνευματικά δικαιώματα. Κατά πόσο πιστεύετε ότι ο νόμος…

Ο νόμος δεν εφαρμόζεται.

Εφαρμόζεται ή όχι;

Δεν εφαρμόζεται. Αυτό το ξέρουμε όλοι. Ήμουν επί πέντε χρόνια στο διοικητικό συμβούλιο του ΕΚΕΒΙ ως εκπρόσωπος των μεταφραστών, των επαγγελματιών μεταφραστών, ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο, δηλαδή για να πετύχουμε να αναγνωριστούν τα πνευματικά δικαιώματα του μεταφραστή. Τσάμπα κόπος, δεν αναγνωρίστηκε τίποτα. Στο τέλος, όχι χάρη στις δικές μας προσπάθειες, υποχρεωθήκαμε όλοι μεταφραστές και εκδότες να υπογράφουμε συμβόλαια, τα οποία αναφέρουν ότι πληρωνόμαστε βάσει πνευματικών δικαιωμάτων, δηλαδή με ποσοστά βάσει πνευματικών δικαιωμάτων, γιατί έπρεπε να συμμορφωθούμε με τη νομοθεσία την ευρωπαϊκή και, επομένως, εάν δεν είχαμε τέτοια συμβόλαια ήμασταν παράνομοι. Τώρα όλοι έχουμε τέτοια συμβόλαια που προβλέπουν αμοιβή βάσει πνευματικών δικαιωμάτων, δηλαδή βάσει ποσοστών. Αυτά τα συμβόλαια τα έχουμε και δεν τα σεβόμαστε. Δηλαδή όλοι μαζί, σε αγαστή συνεργασία –δεν βγάζω τον εαυτό μου απέξω, κι εγώ συνεργάζομαι με αυτό το πράγμα, αυτή είναι η αγορά μας– παίρνουμε μια αμοιβή εφάπαξ και κανείς δεν παίρνει δικαιώματα. Αυτή είναι η κατάσταση.

Πόσο απαραίτητη θεωρείτε την επιμέλεια μιας μετάφρασης;

Αυτό είναι ένα πονεμένο θέμα εδώ. Δεν είναι ξεκάθαρη η δουλειά του επιμελητή εδώ, στην Ελλάδα δηλαδή. Όπως δεν είναι και ξεκάθαρη η δουλειά του διορθωτή. Υπάρχουν επιμελητές-διορθωτές που είναι πολύτιμοι. Πολύτιμοι! Θυμάμαι ακόμα διορθώσεις που μου είχε κάνει ο Παντελής Μπουκάλας πριν από 30 χρόνια και μόνον ευγνώμων μπορείς να είσαι σε έναν καλό επιμελητή, γιατί πραγματικά σε σώζει από κάτι που είναι κρίμα να το πάθεις. Δεν είναι ότι θα σε σώσει από μια πατάτα ή από ένα λάθος. Αυτά, οκέι, γίνονται και μπορεί κανείς να τα διορθώσει με μια δεύτερη ανάγνωση ίσως και μόνος του. Αλλά μια αβλεψία ή μια ανοησία μπορεί να μην την δεις. Τότε ο καλός επιμελητής θα σε σώσει από ένα κρίμα, αυτό. Δεν είναι όλοι όμως έτσι. Υπάρχουν επιμελητές και διορθωτές που, για να δικαιολογήσουν την ύπαρξή τους και την αμοιβή τους, θα κάνουν πράγματα που είναι από περιττά έως εγκλήματα και εκεί δεν είναι ωραίο βέβαια. Αυτό είναι μια δύσκολη –γι’ αυτό σας λέω– είναι δύσκολη σχέση. Προσπαθεί κανείς βέβαια να συνεργάζεται με αυτούς που κρατάμε την υπόθεση σε ανθρώπινα επίπεδα. Αυτό.

Επηρεάζεστε από κάποιον κατά την επιλογή του τίτλου στα βιβλία σας; Δηλαδή ποιος αποφασίζει;

Ο εκδότης που πληρώνει. Δηλαδή δεν μπορείς εσύ να αποφασίσεις. Εγώ μπορώ να προτείνω έναν συγγραφέα, έναν τίτλο, και κάποιοι εκδότες το παίρνουν πράγματι – μετά από τόσα χρόνια δουλειά έχουμε και τέτοιες σχέσεις. Πάρα πολύ συχνά, όμως, είναι πρόταση του εκδότη προς εμένα και τώρα έχω κι εγώ την πολυτέλεια να παίρνω μόνο τα βιβλία που πραγματικά μ’ αρέσουν, που είναι πολύ της… που πιστεύω ότι μ’ αρέσουν, με κεντρίζουν, αλλά η απόφαση είναι του εκδότη. Δεν μπορείς σαν μεταφραστής να διαλέξεις έναν τίτλο και να πεις, θα τον μεταφράσω. Ωραία, και; Έχω μεταφράσεις τις οποίες τις έχω κάνει για έναν εκδοτικό οίκο και έχει χάσει ο εκδοτικός οίκος το copyright του βιβλίου και η μετάφραση πάει χαμένη, δεν υπάρχει, δεν μπορεί να την κάνω κάτι, γιατί το παίρνει ένας άλλος και το βγάζει κάποιος άλλος.

Και, τέλος, θα θέλαμε να σας ρωτήσουμε, τι συμβουλή θα μας δίνατε σαν νέους μεταφραστές, φοιτητές που θέλουν να ασχοληθούν με τη μετάφραση;

Να το απολαμβάνετε. Είναι η ωραιότερη δουλειά που υπάρχει. Πραγματικά είναι η ωραιότερη δουλειά που υπάρχει. Πρώτον δεν κάνεις δύο φορές το ίδιο πράγμα ποτέ στη ζωή σου. Θα πρέπει να τύχει –τι να πω– να πέσει μαζί ο ουρανός και η γη και να το κάνεις. Έκανε η Τζένη Μαστοράκη ξανά το Φύλακας στη σίκαλη, εντάξει, μετά από 25 χρόνια. Οκέι, μπορεί να τύχει, να σου τύχει μια φορά στη ζωή σου, για ένα βιβλίο από τα όσα έχεις κάνει. Κανονικά δεν κάνεις δεύτερη φορά το ίδιο πράγμα, αυτό και μόνο είναι… Έπειτα μαθαίνεις ένα σωρό πράγματα. Είναι ένας κόσμος, κάθε βιβλίο είναι ένας κόσμος. Και, αν μπορείτε, να προστατεύετε τη δουλειά σας. Θα το ήθελα, γιατί οι ίδιοι οι μεταφραστές είναι που δεν την αξιολογούν και δεν τη σέβονται τη δουλειά τους όπως πρέπει και φτάνουμε… Δεν γίνεται κάποιος άλλος μόνο να σε βλάπτει. Πρέπει να συνεργάζεσαι κι εσύ. Να δέχεσαι την υποβάθμιση για να γίνει. Είναι μια πάρα πολύ ωραία δουλειά. Της αξίζει, της αξίζει πάρα πολύ καλύτερη θέση, αλλά κι έτσι όπως είναι, εξακολουθεί να είναι πάρα πολύ όμορφη. Σας εύχομαι να την χαίρεστε.

Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ για τον χρόνο σας.

Εγώ ευχαριστώ.

Βιογραφικό

Η Μαρία Αγγελίδου γεννήθηκε το 1957 στην Αθήνα. Σπούδασε Φιλολογία και Λογοτεχνία στην Αθήνα και στη Ζυρίχη. Ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση και έχει μεταφράσει πάνω από 500 βιβλία, τα μισά από τα οποία είναι για παιδιά. Έχει διασκευάσει για το παιδικό αναγνωστικό κοινό Shakespeare, Molière, Dante, Cervantes, Melville, Goldoni κ.ά. Για τις μεταφράσεις της έχει βραβευτεί από την Ελληνική Εταιρεία Μεταφραστών Λογοτεχνίας και την ΙΒΒΥ. Διετέλεσε πρόεδρος του Πανελληνίου Συλλόγου Επαγγελματιών Μεταφραστών και μέλος του Δ.Σ. του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου μεταξύ 2000-2004. Ασχολείται επίσης με τη συγγραφή παιδικών βιβλίων και πολλά από τα έργα της κυκλοφορούν στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα ισπανικά και τα γερμανικά.

Επιλεγμένες μεταφράσεις

Handke, Peter (1989). Σύντομο γράμμα για έναν μεγάλο αποχαιρετισμό [Der Kurze Brief zum langen Abschied]. Αθήνα: Άγρα. 

Döblin, Alfred (1988). Δεν υπάρχει συγγνώμη [Pardon wird nicht gegeben]. Αθήνα: Κανάκη.

Kafka, Franz (1995). Η σωφρονιστική αποικία [In der Strafkolonie]. Αθήνα: Κέδρος.

Enzensberger, Hans Magnus (2000). Εφτά ταξίδια μέσα στο χρόνο [Wo warst du, Robert?]. Αθήνα: Ψυχογιός.

Süskind, Patrick (2001). Το άρωμα [Das Parfum]. Αθήνα: Ψυχογιός.

Roth, Joseph (2006). Ο θρύλος του Αγίου Πότη [Die Legende vom Heiligen Trinker]. Αθήνα: Άγρα.

Roth, Joseph (2007). Hotel Savoy [Hotel Savoy, 1956]. Αθήνα: Άγρα.

Zweig, Stefan (2008). Σκακιστική νουβέλα [Schachnovelle]. Αθήνα: Άγρα.

Roth, Joseph (2009). Το εμβατήριο του Ραντέτσκυ [Radetzkymarsch]. Αθήνα: Άγρα.

Koch, Herman (2013). Το δείπνο [Het Diner]. Αθήνα: Μεταίχμιο. 

Ende, Michael (2016). Το μαγικό φίλτρο, Αλκοολικοσαταναρχαιολογικοψευτομεγαλοφυές [Der satanarchäolügenialkohöllische Wunschpunsch]. Αθήνα: Ψυχογιός.

Weidermann, Volker (2016). Οστάνδη 1936. Στέφαν Τσβάιχ και Γιόζεφ Ροτ: Το καλοκαίρι πριν από το σκότος [Ostende 1936, Sommer der Freundschaft]. Αθήνα: Άγρα. 

Schorlau, Wolfgang (2017). Η συνωμοσία του Μονάχου [Das München-Komplott]. Αθήνα: Angelus Novus.

Boschwitz, Ulrich Alexander (2019). Ο ταξιδιώτης [Der Reisende]. Αθήνα: Κλειδάριθμος. 

Βραβεία

Έπαινος Εταιρείας Μεταφραστών Λογοτεχνίας 1996 

Βραβείο Εταιρείας Μεταφραστών Λογοτεχνίας 2006 

Αναγραφή στον Τιμητικό Πίνακα της ΙΒΒΥ 

Συνέντευξη: Σωτήρης Δανδανάς
Ημερομηνία και τόπος: Μάιος 2017, Θεσσαλονίκη
Παραπομπή: Βηδενμάιερ, Ανθή, Λάμπρου, Δέσποινα και Πατεινάρη, Φωτεινή (2021). «Συνέντευξη με τη Μαρία Αγγελίδου», Πορτρέτα μεταφραστριών και μεταφραστών. Θεσσαλονίκη: Τμήμα Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Κατηγορία: μεταφράστρια/μεταφραστής, αγγλικά–ελληνικά, μετάφραση πεζογραφίας, μετάφραση παιδικής λογοτεχνίας, γερμανικά–ελληνικά