Μενού Κλείσιμο

Ευγενία Γραμματικοπούλου

Απομαγνητοφώνηση

Καλησπέρα, κυρία Γραμματικοπούλου.

Καλησπέρα σας.

Χαιρόμαστε πάρα πολύ που είστε σήμερα μαζί μας γι’ αυτή τη συνέντευξη.

Ευχαριστώ κι εγώ για την πρόσκληση.

Θα θέλαμε να ξεκινήσουμε με κάποιες πιο γενικές ερωτήσεις. Για παράδειγμα, πώς προέκυψε στη ζωή σας η μετάφραση;

Πώς προέκυψε η μετάφραση; Μάλλον, φυσικά, από τη σχέση μου με τα βιβλία. Πώς προέκυψαν τα βιβλία; Νομίζω ότι είναι ένας συνδυασμός περιβάλλοντος και προσωπικής αγάπης. Δεν μου τα επέβαλε κανένας, αλλά μεγάλωσα σ’ ένα περιβάλλον όπου τα βιβλία ήταν και σε υπόληψη, ένα αντικείμενο σε υπόληψη, και κάτι το οποίο κυκλοφορούσε μες στο σπίτι. Ήταν ένα φυσικό αντικείμενο, για να το πω έτσι, δεν ήταν κάτι που έπρεπε να κάνω για να έχω πρόοδο στη ζωή μου. Βεβαίως, εγώ τσίμπησα, σε μένα έτυχε να αρέσουν οι λέξεις και τα γράμματα. Υπήρχαν κι άλλοι στην οικογένεια που δεν ακολούθησαν αντίστοιχο δρόμο. Μετά, έχοντας τελειώσει τις σπουδές μου της Γαλλικής Φιλολογίας έκανα μια απόπειρα, η οποία απέτυχε παταγωδώς, με ένα Erasmus στο Στρασβούργο για τεχνική μετάφραση, γιατί είχα αρχίσει και σκεφτόμουν ότι μου ταίριαζε η μετάφραση ως ενδεχομένως επαγγελματική διέξοδος. Οπότε αυτό που άκουσα από καθηγητές και περιβάλλον είναι ότι αυτή είναι μια πολύ καλή ευκαιρία, η Σχολή της Τεχνικής Μετάφρασης και Διερμηνείας στο Στρασβούργο, αλλά υπέφερα τρελά. Δηλαδή δεν ήταν δυνατόν να κάνω τεχνικά κείμενα, ήταν κάτι το οποίο δεν με αφορούσε καθόλου. Πολύ απλά βαριόμουνα. Ήταν και λέξεις οι οποίες ούτε στα ελληνικά μου λέγανε τίποτα, όλη αυτή η ορολογία η νομική, οικονομική, οικονομικίστικη, συμβόλαια, συμβάσεις… Δεν υπήρχε περίπτωση, ήταν εφιάλτης για μένα. Οπότε σ’ εκείνο το εξάμηνο ξανάρχισα να δουλεύω την ιδέα της λογοτεχνίας. Μετά έκανα ένα μεταπτυχιακό στη λογοτεχνία και κάποιες πρώτες δειλές απόπειρες. Δηλαδή είχα μεταφράσει εγώ κάποια μικρά διηγήματα, νουβέλες και άρχισα σιγά-σιγά να χτυπάω κάποιες πόρτες. Δειλά, λίγο φοβικά, γιατί ήξερα ότι ο χώρος είναι και υπερκορεσμένος. Αλλά θέλω να μνημονεύσω τη Μάγδα την Κοτζιά, τη δημιουργό, ιδιοκτήτρια, εκδότρια των εκδόσεων Εξάντας, η οποία με εμπιστεύτηκε πολύ νωρίς, είδε τη δουλειά μου, της άρεσε, και κατευθείαν μου έδωσε το πρώτο μου βιβλίο, που ήταν ένα βιβλίο του Ρενέ Ζιράρ [René Girard], θεωρία δηλαδή, και αυτό ήταν ένα πολύ μεγάλο βοήθημα, ήτανε μια ώθηση, γιατί κάποιος μου έδειξε εμπιστοσύνη, κι έτσι την πήρα κι εγώ πάνω μου, κατά κάποιον τρόπο, κι έτσι μετά οι επόμενες κρούσεις, εκδότες, ήταν πιο εύκολες για μένα. Είχανε δει κι ένα δείγμα δουλειάς, μετά ήταν κάπως πιο εύκολα τα πράγματα.

Πολύ ωραία. Για σας τι σημαίνει «μεταφράζω»;

Δεν το χρησιμοποιώ σαν τσιτάτο, αλλά το ξανακοίταξα λίγο στις σημειώσεις μου χθες, προχθές που ετοιμάζαμε αυτές τις δύο εκδηλώσεις για τη μετάφραση, για τον αόρατο μεταφραστή, λέει η Τσβετάγεβα [Tsvetaeva] ότι, για να μπορείς να κρίνεις ένα έργο, πρέπει να ζεις μέσα του, να αναπνέεις και το αγαπάς. Νομίζω ότι και για να μεταφράσεις ένα έργο πρέπει να μπορείς να κάνεις την ίδια πορεία. Καταρχάς είναι κάτι που μου ταιριάζει πολύ σαν χαρακτήρα, ιδιοσυγκρασία, μ’ αρέσει να δουλεύω μόνη μου, μ’ αρέσει να δουλεύω στη γωνιά μου, στην ησυχία μου, παρόλο που τελικά βρέθηκα να είμαι και καθηγήτρια. Δεν ξέρω όμως –αυτό το λέω με πλήρη επίγνωση– εάν ήταν δυνατόν στην Ελλάδα να ζήσει κανείς από τη μετάφραση και να μην είναι ένα πάρεργο. Αν θα τα είχα συνδυάσει τέλος πάντων, θα μου ήταν ενδεχομένως πολύ πιο απλό να ζω μόνο από τη μετάφραση. Θα το ‘κανα με χαρά μάλλον. Απλώς είναι κάτι εντελώς ανέφικτο. Το δοκίμασα κάποια χρόνια, αλλά ήταν αδύνατον. Δεν μπορείς να μεταφράζεις… πόσα βιβλία θα μεταφράσεις τον χρόνο; Τέσσερα; Πέντε; Είναι αδύνατον. Μετά χάνεσαι. Περνάω καλά. Περνάω καλά με τις λέξεις, περνάω καλά με τα κείμενα. Ευχής έργον βεβαίως είναι να έχω κείμενα με τα οποία περνάω καλά, δεν είναι πάντα αυτή η συνθήκη του μεταφραστή, δυστυχώς. Είναι πολύ επώδυνο και δύσκολο, είναι λίγο κόντρα ρόλος να πρέπει να δουλέψεις τόσο σχολαστικά πάνω σε κείμενα τα οποία βρίσκεις αδύναμα ή με προβλήματα και να μην μπορείς να παρέμβεις καθόλου. Τέλος πάντων. Νομίζω ότι μου ταιριάζει, γιατί κάπως είναι μια όμορφη υπηρεσία στα βιβλία, τέλος πάντων, στα κείμενα, για να είμαι πιο ακριβής. Δεν ξέρω τι άλλο να σας πω. Θα πω απλώς μια λεπτομέρεια: όταν δουλεύω, καμιά φορά αν βρίσκεται κάποιος ακόμα στο σπίτι, μου λέει «Μα καλά, μουσική δεν βάζεις;», λέω «Είναι αδύνατον. Ακούω τις λέξεις». Δηλαδή το κεφάλι μου είναι γεμάτο λέξεις κι είναι αδύνατον να υπάρχει παράλληλα και μουσική. Αυτό είναι η ευχαρίστησή μου. Ότι το κείμενο το διαβάζω, το δουλεύω μες στο μυαλό μου, είναι φορές χωρία που με δυσκολεύουν που ζητάω από κάποιον να τα διαβάσει, για να το ακούσω πώς ακούγεται. Νομίζω ότι πρέπει να μπορέσεις να κάνεις αυτό το κλικ, κάπως να μπεις στο πώς ακούγεται η γλώσσα. Και να σ’ αρέσει αυτό. Να περνάς καλά μέσα σ’ αυτό. Να μη βαριέσαι.

Οπότε, απ’ ό,τι κατάλαβα, επιλέγετε η ίδια τα κείμενα που θα μεταφράσετε ή δεν συμβαίνει πάντα;

Όχι. Αυτό μου συνέβη πολύ πρόσφατα, την τελευταία χρονιά δηλαδή. Είχα τη χαρά να μεταφράσω δύο βιβλία τα οποία πίστευα πολύ, δύο συγγραφείς μάλλον με τους οποίους είχα μια σχέση μακρά. Ήταν η πρώτη φορά όμως που εκδότης με εμπιστεύτηκε και εμπιστεύτηκε ενδεχομένως επιτέλους τη γνώμη τού μεταφραστή ότι ένα κείμενο αξίζει να βρει τον δρόμο του ή τουλάχιστον να δοκιμαστεί να βρει τον δρόμο του στην αγορά. Όχι, τα περισσότερα βιβλία που είχα κάνει μέχρι τότε, περίπου είκοσι τίτλοι, δεν ήταν βιβλία που είχα επιλέξει, ήταν παραγγελίες από εκδοτικούς. Κάποια από αυτά βεβαίως, και ιδίως τα βιβλία που έβγαλα στον Εξάντα, ήτανε βιβλία που συναποφασίζαμε λίγο με τη Μάγδα. Μου έλεγε –γιατί είχαμε μετά και μια πολύ όμορφη φιλική σχέση, ήταν τέτοιος άνθρωπος πολύ προσηνής πολύ ανθρώπινη και της άρεσε να είναι σε κουβέντα με τους συνεργάτες της και με μεταφραστές συγκεκριμένα–, μου έλεγε «Έχω αυτά. Τι θέλεις;». Δηλαδή μου άφηνε μια γκάμα. «Σκέφτομαι να βγάλω τα εξής». Οπότε μου έδινε ένα περιθώριο επιλογής. Αλλά της είχα προξενέψει κι ένα από τα δύο βιβλία που βγήκανε πρόσφατα και δεν μ’ είχε εμπιστευτεί εντελώς.

Πάμε τώρα στη μετάφραση ως διαδικασία. Τι είδους μεταφραστικά προβλήματα συναντάτε συνήθως; Ή πώς τα αντιμετωπίζετε; Κι αν έχετε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα να μας δώσετε.

Ναι. Η πολύ γενική αρχή είναι η εξής: ότι ακόμα και τα λεγόμενα «δύσκολα» κείμενα, ενδεχομένως τα πολύ πυκνά ή τα θεωρητικά που παραπέμπουνε σε φιλοσοφικές έννοιες και κατηγορίες με τις οποίες δεν είναι κανείς πολύ εξοικειωμένος, δεν είναι δύσκολα αν είναι καλογραμμένα. Τα προβληματικά κείμενα είναι τα κακογραμμένα κείμενα. Και, δυστυχώς, υπάρχουνε πολλά τέτοια, πυκνώνουνε, πυκνώνει η διάδοση μέτριας λογοτεχνίας, θα έλεγα. Δεν θέλω να γίνω συγκεκριμένη εδώ, γιατί μπορεί να γίνω λίγο δηκτική και θέλω να το αποφύγω. Αλλά αν κοιτάξετε, για παράδειγμα, τα βραβεία που έχουνε δοθεί πρόσφατα σε σύγχρονους συγγραφείς και δείτε ότι τα ίδια βραβεία είχαν δοθεί πριν από χι χρόνια στον Σελίν [Céline], για παράδειγμα… δηλαδή χάος. Νομίζω ότι αυτό που κουράζει και αυτό που δημιουργεί προβλήματα είναι τα βιβλία που έχουνε γραφτεί λίγο στη μόδα, βιβλία τα οποία «εκμεταλλεύονται», εντός εισαγωγικών, προσωπικότητες ή χαρακτήρες οι οποίοι μπορούν να γίνουνε «τραβηχτικοί», μπορούν να κάνουν το βιβλίο ευπώλητο, θέματα τα οποία είναι λίγο πιασάρικα, είναι λίγο trendy και που τελικά καταφέρνουνε με τη βοήθεια του μάνατζμεντ του καλού εκδοτικού, των –ενδεχομένως κατά παραγγελία– βιβλιοκριτικών και όλου του promotion, των θέσεων στις βιτρίνες και τα λοιπά, και τα λοιπά. Ξέρετε πια πώς γίνεται αυτό το πράγμα. Είναι μια τεράστια βιομηχανία, δεν είναι τόσο αθώος πια ο χώρος κι αγνός. Βρίσκουν τον δρόμο τους στα best seller και στα top των πωλήσεων. Αυτά τα κείμενα είναι τα πιο κουραστικά. Ιδίως για κάποιον ο οποίος αγαπάει τη λογοτεχνία και κάπως έχει πια ένα ανεπτυγμένο διαισθητικό πια κριτήριο ότι: Τι είναι μια καλή λογοτεχνία; Τι είναι ένας χαρακτήρας; Πώς είναι ένα κείμενο που έχει ύφος; Ένας συγγραφέας που έχει ύφος; Ένας συγγραφέας που δεν προσπαθεί να καβαλήσει το κύμα; Ένας συγγραφέας ο οποίος ενδεχομένως έγραψε κάποια καλά βιβλία και μετά την αναγνωρισιμότητα και τη δημοσιότητα αναγκάζεται από συμβάσεις, συμβόλαια και πιεστικούς χρόνους να παράγει σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα, πράγμα το οποίο είναι ανθρωπίνως αδύνατον και άρα φτάνουμε στο να έχουμε πολύ μετριότερα κείμενα του ίδιου συγγραφέα, αλλά τελικά κι αυτά να βρίσκουνε τον δρόμο τους προς τον εκδοτικό χώρο. Αυτό είναι η πρώτη γενική αρχή. Τεχνικά προβλήματα άλλα είναι επίσης σε κάποιους συγγραφείς οι οποίοι, ενώ νιώθει κανείς ότι θα μπορούσαν να είχανε μια θέση στον κανόνα, έχουν ξεχαστεί, έχουν λησμονηθεί, συγγραφείς για τους οποίους δύσκολα βρίσκουμε στοιχεία. Αυτό είναι ένα μεγάλο τεχνικό εμπόδιο. Δηλαδή να φτάνει να χρειαστεί να πας στη χώρα παραγωγής και να, ενδεχομένως, –πώς το λένε;– χρηματοδοτείς κι ένα ταξίδι για να μπορείς να έχεις πρόσβαση σε περισσότερες πληροφορίες για τον συγκεκριμένο συγγραφέα σε αρχεία ή βιβλιοθήκες. Αυτό καμιά φορά είναι ένα δυσυπέρβλητο τεχνικό πρόβλημα. Ή να αγγαρέψεις φίλους και συναδέλφους που θα τους ζητήσεις «Σε παρακαλώ, πέρνα μια μέρα στη BnF [σ.σ. Bibliothèque nationale de France – Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας] στη Γαλλία για να μου βρεις τα συγκεκριμένα». Ναι. Δεν έχουμε καλές βιβλιοθήκες στην Ελλάδα. Αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα. Και δεν βλέπω να έχουμε και στο μέλλον με την πολιτική που ακολουθείται στα πανεπιστήμια με τα συγγράμματα που τρώνε από τα κονδύλια, δεν βλέπω να υπάρχει μια σοβαρή πολιτική για τη συγκρότηση ενημερωμένων βιβλιοθηκών και uptodated. Ναι. Νομίζω ότι αυτό θα παραμένει, δυστυχώς. Δεν λύνονται όλα τα προβλήματα μέσα απ’ το ίντερνετ και το Google, κακά τα ψέματα.

Ωραία. Πάμε σ’ ένα άλλο θέμα. Σχετικά με την επιμέλεια. Ποια είναι η γνώμη σας για την επιμέλεια; Είναι απαραίτητη; Και ποια είναι η σχέση, πολλές φορές, μεταφραστών και επιμελητών;

Φυσικά και είναι απαραίτητη. Δεν το συζητάω. Ένα κείμενο, όσες φορές και να περάσει απ’ τα χέρια σου, κάποια πράγματα θα σου έχουνε ξεφύγει. Είναι μες στη φύση αυτής της δουλειάς. Γιατί η προσοχή σου είναι τόσο πολύ τεταμένη που δεν μπορεί, κάτι, όλο και κάποια στιγμή, θα σου ξεφύγει ή υπάρχουν παρατηρήσεις που έχει πολύ νόημα να τις δει ένα πιο έμπειρο μάτι και να… Παράδειγμα: να σου επισημάνει ότι εδώ καλό θα ήταν να υπάρχει μια υποσημείωση. Σε κάτι το οποίο εσύ θεωρείς δεδομένο για τον Έλληνα αναγνώστη και δεν είναι τελικά. Δηλαδή μπορεί να σου φωτίσει όψεις. Αυτό μπορεί να το κάνει και ένας καλός φίλος ή ένας συνάδελφος, αλλά καλύτερα να το κάνει ένας επαγγελματίας. Έχω κάνει και επιμέλειες παλιότερα, σε βιβλία άλλων. Η σχέση με τον επιμελητή, μεταξύ επιμελητή και μεταφραστή, θα έλεγα ότι δεν έχω να μεταφέρω μια κοινή εμπειρία, δηλαδή ήτανε πότε έτσι, πότε αλλιώς. Άλλες φορές ήταν πολύ κακή, δηλαδή πήρα ένα κείμενο το οποίο ήταν αλλοιωμένο και με την παρέμβαση του εκδότη μού ζητήθηκε να το γυρίσω στο αρχικό του σχεδόν επίπεδο. Πράγμα το οποίο ήταν ένας τεράστιος και εντελώς περιττός κόπος. Υπήρχαν επιμελητές με τους οποίους είχα πιο αρμονική, τέλος πάντων, συνεργασία. Δηλαδή ήταν όχι με μορφή διορθώσεων και διαγραφών οι επισημάνσεις τους αλλά εν είδει σχολίων, που νομίζω είναι και ο καλύτερος τρόπος. Θεωρώ ότι ο ιδανικός θα ήταν να υπάρχει μια –δεν υπάρχει βεβαίως πάντοτε ο χρόνος– μια διά ζώσης συνεργασία μεταξύ μεταφραστή και επιμελητή. Δηλαδή να πάρεις το κείμενό σου διορθωμένο με τις επισημάνσεις, να το δουλέψεις, και μετά τα σημεία τα πιο δύσκολα, τα πιο ακανθώδη, αυτά που θέλουνε μια συζήτηση, να έχεις και τη χαρά να τα συζητήσεις. Να τα συζητήσεις και με κάποιον, γιατί είναι τόσο μονόλυκος ο μεταφραστής, έχει δουλέψει τόσες ώρες μόνος του που κάποια στιγμή είναι ωραίο να το μοιραστεί με έναν άνθρωπο ο οποίος ξέρει για τι μιλάμε. Αυτό. Δηλαδή σπάει κι αυτή η σιωπή που καλή, καλοδεχούμενη, θεάρεστη, αλλά κάποια στιγμή λες «ωραία». Και να έχεις την ευκαιρία να συζητήσεις με κάποιον και δικά σου πράγματα ή την ώρα που… Για μένα το ιδανικό θα ήτανε να μπορεί στο τέλος να υπάρχει και μια κοινή ανάγνωση του τελικού κειμένου. Ακόμα και δυνατή, μεγαλόφωνη ανάγνωση του τελικού κειμένου. Για να δεις και πώς ακούγεται. Είναι μια πρώτη πρόβα, να το πω έτσι, και στο αναγνωστικό κοινό. Δούλεψα έτσι, είχα την τύχη να δουλέψω έτσι τα δύο τελευταία βιβλία και είδα ότι είναι πολύ πιο ευχάριστος τρόπος και πολύ πιο αποτελεσματικός. Βεβαίως «τρώει», εντός εισαγωγικών, πολύ περισσότερο χρόνο. Είναι πολύ πιο χρονοβόρος και σε διαδικασία πιο «βιομηχανική» –αν μπορώ να το πω έτσι– και με πιεστικές ημερομηνίες είναι λίγο δύσκολο να το ζητάει κανείς. Αλλά σας λέω τι θα ήταν το ιδανικό. Το έζησα κιόλας.

Έχετε δεχτεί κριτική για κάποια μετάφρασή σας; Τι ρόλο παίζει η κριτική για έναν μεταφραστή; Κι αν παίζει ρόλο.

Φυσικά και παίζει ρόλο. Το ‘λεγα και χθες στην κουβέντα που είχαμε με την καθηγήτριά σας την κυρία Ρασιδάκη. Ο μεταφραστής σε καμία περίπτωση, στην Ελλάδα αν μη τι άλλο, δεν κάνει αυτή τη δουλειά γιατί πρόκειται να κερδίσει χρήματα. Είναι αστείο. Οι αμοιβές είναι γλισχρότατες, το ξέρετε, σχεδόν δεν είναι μια αμοιβή. Άρα οι οικονομικές απολαβές είναι χι ως κίνητρο. Επίσης είναι κάποιος ο οποίος έχει καταβάλει πολύ κόπο και μόχθο, ιδίως για απαιτητικά κείμενα, δεν το έχει κάνει μόνο γιατί πέρασε καλά, γιατί είναι ένα προσωπικό στοίχημα μιας αναμέτρησης τέλος πάντων ή μιας συμβολής στην πρόσληψη του άλφα, του δείνα συγγραφέα στη γλώσσα και στη χώρα υποδοχής. Δεν είναι μόνο αυτό, είναι και αυτό σε πολύ μεγάλο βαθμό. Το κάνει, γιατί θέλει αυτό το κείμενο –ιδίως αν είναι κείμενα που είχε την τύχη και τη χαρά να τα επιλέξει ή ως έναν βαθμό τέλος πάντων, κείμενα στα οποία βρέθηκε να πιστεύει τέλος πάντων, με κάποιον τρόπο– θέλει αυτά να τα μοιραστεί. Λοιπόν, δεν τα μοιράζεται για πολλούς μήνες ή μακρές εβδομάδες κατά τις οποίες δουλεύει μόνος του. Θέλει μετά ένα ελάχιστο feedback, μια μικρή ανατροφοδότηση. Είναι ένας –δεν ξέρω αν είναι δημιουργός, σε καμία περίπτωση δεν είναι δημιουργός, είναι ενδεχομένως δευτερογενώς δημιουργός– είναι ένας καλός εκτελεστής, να το πούμε έτσι. Τελειώνει μια συναυλία, οι μουσικοί θέλουν ένα μικρό χειροκρότημα, θέλουνε να δούνε ότι πέρασαν και άλλοι καλά μαζί τους, τέλος πάντων, ότι όλος αυτός ο κόπος δεν πήγε στα σκουπίδια ή δεν πήγε στο κενό. Δεν περιμένει, νομίζω, διθυράμβους και δάφνες, όχι. Αλλά είναι μια χαρά όταν σου λέει κάποιος «Διάβασα αυτό το βιβλίο, έρεε στα ελληνικά, μου άρεσε, πέρασα καλά». Αυτό κατά πρώτον. Κριτικές, ναι, έχουν υπάρξει πολλές βιβλιοκριτικές για τα βιβλία που έχει τύχει να μεταφράσω. Έχω να πω, με πικρία βεβαίως, ότι στις περισσότερες απ’ αυτές δεν υπάρχει καμία απολύτως αναφορά στη μετάφραση ή είναι μονολεκτική: «στην καλή μετάφραση της κυρίας Γραμματικοπούλου» ή «στη σωστή μετάφραση». Ναι. Είναι έτσι λίγο τσιγκούνικες, για να το πω, οι αναφορές. Δεν θέλω να είμαι άδικη. Σε ορισμένες ήταν συγκεκριμένες και πιο έτσι εκτεταμένες οι αναφορές στη μετάφραση. Ναι, χαίρομαι, το λέω. Χαίρομαι όταν βλέπω ότι πέρασε το κείμενο απέναντι. Κι ιδίως όταν πρόκειται για κείμενα τα οποία επέλεξα εγώ και συγγραφείς οι οποίοι θεωρώ ότι δεν έχουν τη θέση που θα έπρεπε στο ελληνικό, αν μη τι άλλο, αναγνωστικό κοινό, κάποιοι ούτε καν στο γαλλικό. Και, ναι, ότι κάπως συνέβαλα κι εγώ. Να μοιραστώ αυτή τη χαρά και την απόλαυση της ανάγνωσης του κειμένου με άλλους.

Σχετικά με το μέλλον της μετάφρασης και ειδικά στην Ελλάδα είστε αισιόδοξη; Πώς το βλέπετε;

Κοιτάξτε, τα ξέρετε δεν σας λέω τίποτα καινούργιο. Ιδίως από τα χρόνια της κρίσης και μετά, ακόμα κι αυτά τα κάποια βήματα που είχανε γίνει προς τη δυνατότητα ο μεταφραστής να είναι ένας επαγγελματίας τον οποίο σέβονται και πληρώνουνε και άρα μπορεί να ζήσει απ’ αυτό και δεν χρειάζεται να κάνει άλλα τέσσερα πράγματα παράλληλα στη ζωή του και να σκορπίζεται, είχαμε πολύ μεγάλη οπισθοδρόμηση. Νομίζω ότι δεν λέω τίποτα καινούργιο. Βλέπω ότι εκ των πραγμάτων αναγκάζονται οι μεταφραστές, εκτός κι αν έχουν την πολυτέλεια να το κάνουνε ως ένα αγαπημένο χόμπι, όχι να έχουν τη μετάφραση ως πάρεργο επειδή δεν τους καλύπτει, αλλά επειδή δεν μπορούν να επιβιώσουν σε σχέση μ’ αυτό. Νομίζω ότι έχουνε γίνει πολλά βήματα πίσω και δεν βλέπω να αποκαθίσταται και πάρα πολύ αυτή η σχέση. Κι είναι κρίμα, γιατί έχουν αναπτυχθεί πολύ και οι σπουδές της μετάφρασης, οι οποίες δεν είναι σε καμία περίπτωση αυτές που θα εγγυηθούνε τη δημιουργία τέλος πάντων καλών μεταφραστών, γιατί δεν φτάνει. Αυτό είναι μια τεχνική κατάρτιση, είναι μια τεχνική βοήθεια, αλλά δεν υποκαθιστά με τίποτα την προσωπική σχέση του καθενός με τα κείμενα και τη λογοτεχνία ή τα δοκίμια τέλος πάντων τα θεωρητικά –δεν ξέρω προς τα πού θα στραφεί ο καθένας– ή την ποίηση. Ναι, εγώ με πόνο, ας πούμε, πολλές φορές σε φοιτητές στο μεταπτυχιακό της μετάφρασης, που κάνω κάποια εργαστήρια λογοτεχνικής μετάφρασης, πεζογραφίας δηλαδή, βλέπω παιδιά που ξεχωρίζουνε, βλέπω παιδιά που «το ‘χουνε», εντός εισαγωγικών, και δεν ξέρω προς τα πού να τους στρέψω, δεν ξέρω προς τα πού να τους… Δηλαδή να κάνω μια σύσταση, με μεγάλη χαρά. Υπάρχει χώρος; Θα βρεθούνε μπροστά σε μια συνθήκη που θα είναι αξιοπρεπής ή εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι θα είναι και πρωτοεμφανιζόμενοι θα πρέπει –θα το πω πολύ χύμα– να πάρουν ψίχουλα και να πουν κι ευχαριστώ; Δυστυχώς.

Και, για να κλείσουμε, τι συμβουλή θα δίνατε σε έναν φοιτητή, σε μια φοιτήτρια που θα ήθελε να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη μετάφραση;

Να διαβάζει. Έχω κάνει αυτή την κακή ερώτηση στους φοιτητές, τους λέω: «Πόσα βιβλία διαβάζετε τον μήνα ή τη βδομάδα;», «Τη βδομάδα; Τι λέτε, κυρία;». Ε, ναι. Να διαβάζει. Να διαβάζει στο πρωτότυπο της γλώσσας από την οποία θα μεταφράζει, να διαβάζει μεταφρασμένα, να διαβάζει ελληνικά, να διαβάζει, να αυξάνει την τριβή του με τα κείμενα. Να μην το κάνει αν δεν το πιστεύει πάρα πολύ και δεν το αγαπάει πολύ, γιατί θέλει τρομερή υπομονή. Μπορώ να πω ότι το προφίλ του μεταφραστή είναι κοντά στην περσόνα του ψυχαναγκαστικού. Ναι. Έχει μια δόση μικρότερη ή μεγαλύτερη μαζοχισμού. Μου ‘χει τύχει να κοιμάμαι και να ξυπνάω το πρωί και να ‘χω δει στον ύπνο μου τη λέξη και να είμαι πάρα πολύ ευτυχισμένη. Εννοείται ότι είναι μια χαρά την οποία δεν μπορώ να μοιραστώ εύκολα με φίλους μου. Ότι «πωπω, είδα στον ύπνο μου τη λέξη και…». Δεν μπορεί να καταλάβει. Ξέρω, δεν είναι ψύχωση, αλλά ένας ψυχαναγκασμός είναι σίγουρα. Δηλαδή πρέπει να έχεις λίγο αυτή την περσόνα που κάπως μπαίνεις μέσα στα κείμενα λίγο περισσότερο απ’ ό,τι οι άλλοι, απ’ ό,τι ένας μέσος αναγνώστης αν μη τι άλλο. Δηλαδή να μην το κάνει αν δεν το εννοεί πραγματικά. Το «σπουδές, σπουδές, σπουδές» δεν νομίζω ότι είναι απαραιτήτως αυτό που θα του δώσει τα credits, τα εχέγγυα. Νομίζω ότι αυτά είναι που περνάνε από το χέρι του υποψήφιου, του επίδοξου μεταφραστή. Από ‘κει κι ύστερα πρέπει και στον χώρο στον οποίο θα απευθυνθεί να υπάρχει μια αντίστοιχη καλή προαίρεση, εμπιστοσύνη, όπως αυτή που σας ανέφερα εγώ στην αρχή της… στα είκοσι τέσσερα, είκοσι τρία, είκοσι τέσσερα, είκοσι πέντε –πόσο ήμουν;– που μου έδωσε η Μάγδα. Τώρα, αν πρέπει να μιλήσω εκ του πονηρού και με απώτερη ελπίδα την αποκατάσταση, εντάξει, καταλαβαίνετε ότι οι σπάνιες γλώσσες είναι αυτές οι οποίες έχουν τη μεγαλύτερη ζήτηση και άρα αυτές με τις οποίες ένας μεταφραστής θα έχει μεγαλύτερη ελπίδα να βρει περισσότερες δουλειές. Και, φυσικά –ε, καλά αυτό το λέμε σε οποιονδήποτε σπουδαστή ξένων φιλολογιών– οι γλώσσες δεν μαθαίνονται εκ του μακρόθεν. Πρέπει να μπορεί κανείς να περνάει μεγάλα ή μικρότερα διαστήματα στον τόπο όπου μιλιέται η γλώσσα, να έχει επαφή με την προφορικότητα του λόγου, με διαφορετικών ηλικιών και περιβαλλόντων φυσικούς ομιλητές επαφή, να κάνει φίλους, να μιλάει με όσο το δυνατόν περισσότερους φυσικούς ομιλητές, να μπορέσει έτσι να στρίψει το μυαλό του. Νομίζω ότι κατακτιέται η γλώσσα τη στιγμή που σκέφτεσαι στη γλώσσα αυτή. Και είναι δύσκολο να σκεφτείς στη γλώσσα αυτή αν έχεις μόνο τα εγχειρίδια και την in vitro διδασκαλία. Δεν γίνεται αυτό. Πρέπει να ανακατευτείς με τη γλώσσα και τους ανθρώπους της.

Πολύ ωραία. Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ για τη συνέντευξη.

Να ‘στε καλά.

Βιογραφικό

Η Ευγενία Γραμματικοπούλου γεννήθηκε το 1975 στην Αθήνα. Σπούδασε στο Τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, απ’ όπου έλαβε το διδακτορικό της δίπλωμα το 2007. Είναι Επίκουρη Καθηγήτρια του Τομέα Λογοτεχνίας στο ίδιο τμήμα με αντικείμενο τη Γαλλική Λογοτεχνία και τη Συγκριτική Γραμματολογία. Από το 2016 είναι διευθύντρια του Εργαστηρίου Συγκριτικής Γραμματολογίας του Τμήματος και του ηλεκτρονικού επιστημονικού περιοδικού Διακείμενα – Intertextes. Τα επιστημονικά της ενδιαφέροντα επικεντρώνονται στη συγκριτική γραμματολογία, τη σύγχρονη γαλλική, γαλλόφωνη και ευρωπαϊκή λογοτεχνία και ιδίως στα πρωτοποριακά κινήματα του 20ού αιώνα. Ασχολείται, ακόμη, με τη μετάφραση γαλλικής λογοτεχνίας και δοκιμίων, ενώ σε συνεργασία με περιοδικά ποίησης (Ποίηση, Ποιητική κ.ά.) έχει μεταφράσει και συστήσει στο ελληνικό κοινό γαλλόφωνους δημιουργούς του 20ού αιώνα.

Επιλεγμένες μεταφράσεις

Baudrillard, Jean (2009). Περί σαγήνης [De la séduction]. Αθήνα: Εξάντας.

Sansal, Boualem (2010). Ο Γερμανός μουτζαχεντίν ή Το ημερολόγιο των αδελφών Σίλλερ [Le village de l’Allemand ou Le journal des frères Schiller]. Αθήνα: Πόλις.

Bello, Antoine (2010). Οι ιχνηλάτες [Les éclaireurs]. Αθήνα: Πόλις.

Guattari, Félix (2012). 65 όνειρα του Φραντς Κάφκα και άλλα κείμενα [Soixante-cinq réves de Franz Kafka]. Αθήνα: Πατάκη.

Lévi Strauss, Claude (2012). Η ανθρωπολογία και τα προβλήματα του σύγχρονου κόσμου [L’ anthropologie face aux problèmes du monde moderne]. Αθήνα: Πατάκη.

Semprun Jorge και Appréderis Frank (2013). Πατρίδα μου είναι ο λόγος [La langage est ma patrie]. Αθήνα: Πόλις.

Le Callet, Blandine (2014). Η μπαλάντα της Λίλας Κ [La Ballade de Lila K]. Αθήνα: Πόλις.

Guez, Olivier (2018). Η εξαφάνιση του Γιόζεφ Μένγκελε [La disparition de Josef Mengele]. Αθήνα: Κριτική.

Gary, Romain (2018). Λευκός σκύλος [Chien blanc]. Θεσσαλονίκη: Οκτάνα.

Bloch–Michel, Jean (2020). Ο μάρτυρας [Le temoin]. Θεσσαλονίκη: Οκτάνα.

Baudrillard, Jean (2009). Περί σαγήνης [De la séduction]. Athens: Exandas.

Sansal, Boualem (2010). Ο Γερμανός μουτζαχεντίν ή Το ημερολόγιο των αδελφών Σίλλερ [Le village de l’Allemand ou Le journal des frères Schiller]. Athens: Polis.

Bello, Antoine (2010). Οι ιχνηλάτες [Les éclaireurs]. Athens: Polis.

Guattari, Félix (2012). 65 όνειρα του Φραντς Κάφκα και άλλα κείμενα [Soixante-cinq réves de Franz Kafka]. Athens: Pataki.

Lévi Strauss, Claude (2012). Η ανθρωπολογία και τα προβλήματα του σύγχρονου κόσμου [L’ anthropologie face aux problèmes du monde moderne]. Athens: Pataki.

Semprun Jorge και Appréderis Frank (2013). Πατρίδα μου είναι ο λόγος [La langage est ma patrie]. Athens: Polis.

Le Callet, Blandine (2014). Η μπαλάντα της Λίλας Κ [La Ballade de Lila K]. Athens: Polis.

Guez, Olivier (2018). Η εξαφάνιση του Γιόζεφ Μένγκελε [La disparition de Josef Mengele]. Athens: Kritiki.

Gary, Romain (2018). Λευκός σκύλος [Chien blanc]. Thessaloniki: Oktana.

Bloch–Michel, Jean (2020). Ο μάρτυρας [Le temoin]. Thessaloniki: Oktana.

Συνέντευξη: Γρηγόρης Παυλίδης και Λίντα Χύτη
Ημερομηνία και τόπος:
Μάιος 2019, Θεσσαλονίκη 
Παραπομπή: Βηδενμάιερ, Ανθή, Λάμπρου, Δέσποινα και Πατεινάρη, Φωτεινή (2021). «Συνέντευξη με την Ευγενία Γραμματικοπούλου», Πορτρέτα μεταφραστριών και μεταφραστών. Θεσσαλονίκη: Τμήμα Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Κατηγορία: μεταφράστρια/μεταφραστής, μετάφραση πεζογραφίας, μετάφραση ποίησης, διδάσκουσα/διδάσκων μετάφραση, γαλλικά–ελληνικά