Μενού Κλείσιμο

Δημήτρης Καλοκύρης

Απομαγνητοφώνηση

Καλημέρα σας, κύριε Καλοκύρη. Είναι τιμή μας που είστε εδώ μαζί μας.

Καλημέρα. Χαρά μου.

Ας ξεκινήσουμε με μερικές ερωτήσεις για το πώς προέκυψε στη ζωή σας η λογοτεχνική μετάφραση.

Ναι, είναι μια κρίσιμη ερώτηση, βέβαια. Σε μένα προέκυψε γιατί μετάφραζα θέλοντας να διαβάσω κάποιους συγγραφείς. Δηλαδή θεώρησα ότι είναι ο καλύτερος τρόπος για να τους διαβάσω. Σε νεαρή ηλικία ακόμα, δεν είχα τελειώσει το πανεπιστήμιο, όταν ένας γνωστός μου εκδότης, μικροεκδότης τότε, μου έδειξε κάποια χειρόγραφα που του είχαν πάει προς έκδοση του Γάλλου ποιητή Ζακ Πρεβέρ [Jacques Prévert]. «Ρίξε μια ματιά» μου λέει, αυτός δεν ήξερε γαλλικά και τέτοια, εγώ ήξερα κάποια γαλλικά. Τα είδα, τη μετάφραση που του φέρανε, κοίταξα λίγο το πρωτότυπο, θεώρησα ότι ήταν τελείως λάθος και για να εξηγήσω στον εκδότη γιατί είναι λάθος και πού είναι τα λάθη, έκατσα και έκανα παράλληλες μεταφράσεις, για να του δείξω πώς είναι. Και όταν τα είδε ο εκδότης, του άρεσε αυτό που είδε και μου λέει «Δεν βγάζουμε αυτά καλύτερα παρά να βγάλουμε τα άλλα;». Κι έτσι βγήκε ένα βιβλίο, πριν από πολλά χρόνια, με αντικριστό το πρωτότυπο κείμενο, ήταν μια καλή έκδοση για την εποχή. Κι έτσι άρχισε αυτή η ιστορία με την προσέγγιση μέσω της μετάφρασης, γιατί είναι ο καλύτερος τρόπος για να εμβαθύνει κανείς. Κανείς δεν μπορεί να εμβαθύνει μάλλον τόσο πολύ διαβάζοντας έναν ξένο συγγραφέα, ξενόγλωσσο, παρά μεταφράζοντάς τον. Αυτό έχει προεκταθεί σ’ εμένα και στην ενδογλωσσική μετάφραση, γιατί έχω ασχοληθεί, έχω μεταφράσει και… –οι φιλόλογοι οι ακραιφνείς μου λένε να μην το λέει «μεταφράσει», αλλά, ξέρω ‘γω, κάπως αλλιώς–, αλλά, τέλος πάντων, το νόημα αυτό είναι, ότι όπως μεταφράζουμε από τα αρχαία ελληνικά στα σύγχρονα, πιστεύω ότι καλό είναι να μεταφράζουμε και κοντινά μας κείμενα που πια δεν ισοδυναμούν με το σημερινό ιδίωμα. Δηλαδή ο Παπαδιαμάντης ή ο Βυζηινός ή ο Ροΐδης έχει προβλήματα στην κατανόηση. Και να σας πω το εξής απλό παράδειγμα: κάποια στιγμή με πλησίασε η κόρη μου, ήταν τότε μαθήτρια στο σχολείο, στο λύκειο, και μου λέει «Κάνουμε Ροΐδη, μας έχουν βάλει μια σελίδα», ξέρω ΄γω, «από την Πάπισσα Ιωάννα, αλλά δεν καταλαβαίνω τίποτα». Δεδομένου ότι ήταν αυτό που λέμε καλή μαθήτρια και προσπαθούσε, δεν προσπαθούσε να ξεφύγει, την ενδιέφερε, λέω ότι «Κάτσε, εδώ πέρα υπάρχει ένα θέμα». Και της μετάφρασα τη σελίδα αυτή πώς θα ήταν. Και της άρεσε αυτό που διάβασε, το οποίο πριν δεν καταλάβαινε. Λοιπόν, και σιγά-σιγά, σιγά-σιγά, μετάφρασα όλη την Πάπισσα Ιωάννα, η οποία εκδόθηκε μετά και είχε και μια σχετική επιτυχία. Βεβαίως αμέσως άρχισαν οι αντίθετες πλευρές «αυτό δεν γίνεται» και τα λοιπά. Και από την άλλη, πολλοί άλλοι οι οποίοι είπαν, ιδίως φιλόλογοι και εκπαιδευτικοί, οι οποίοι είπαν «τι ωραία, μας λύσατε τα χέρια», διότι έτσι τουλάχιστον προσεγγίζουν τα… Δεν λέω αν είναι καλύτερη ή όχι η μετάφραση, λέω όμως ότι είναι κείμενα που χρειάζονται, γιατί δεν είναι μόνο… δηλαδή σίγουρα χάνει κανείς σε μια μετάφραση, κάτι χάνει, αυτό είναι σίγουρο, απ’ την άλλη μεριά κάτι κερδίζει όμως κιόλας. Δηλαδή με την ίδια λογική δεν θα διαβάζαμε ποτέ τα ρώσικα κείμενα ή τους κλασικούς τους Κινέζους, ξέρω ‘γω, ή τους σύγχρονους, θα έπρεπε να μάθουμε τη γλώσσα για να τα διαβάσουμε. Η μετάφραση είναι ένα ενδιάμεσο στάδιο, που δεν είναι το απόλυτο, δεν είναι και ο ορισμός της τελειότητας, δεν είναι το πρωτότυπο εν πάση περιπτώσει, αλλά που είναι κοντά. Ε, κάπως έτσι ισχύει για όλα τα μεταφράσματα, και τα ενδογλωσσικά και τα από ξένες γλώσσες και από αρχαία, που έχω κάνει και από αρχαία.

Ωπότε…

Παρακαλώ.

Μ’ αυτή την ευκαιρία θα ήθελα να σας ρωτήσω, τι θα λέγατε ότι σημαίνει για σας «μεταφράζω»;

«Μεταφράζω» σημαίνει ότι… Εγώ πιστεύω ότι η μετάφραση είναι μια πρωτότυπη δημιουργία με δεδομένο θέμα. Δηλαδή σου δίνουν ένα θέμα, είτε το αποφασίζεις γιατί σου αρέσει είτε σ’ το παραγγέλνει ένας εκδότης, κάτι, για βιοπορισμό, είτε για μια θεατρική σκηνή, που έχει συμβεί κι αυτό, να μου ζητήσουν από ένα θέατρο, από το Εθνικό Θέατρο, ξέρω ‘γω, από διάφορα άλλα, να κάνω μια μετάφραση. Αυτό σημαίνει ότι «ταυτίζομαι», εντός εισαγωγικών, με τον συγγραφέα, προσπαθώ να ταυτιστώ ως μεταφορέας του κειμένου όμως, δεν μ’ ενδιαφέρει ο ψυχισμός του, δεν μπορώ να τον παρακολουθήσω, δεν έχει κανένα νόημα αυτό το πράγμα, να παρακολουθήσω τον ψυχισμό του αρχαίου συγγραφέα, ας πούμε, για να τον μεταφράσω. Δεν έχει κανένα νόημα. Αλλά προσπαθώ να καταλάβω πώς το έγραψε αυτό, κι επίσης να καταλάβω πώς το άκουγαν την εποχή εκείνη, πώς το έβλεπαν, πώς το διάβαζαν ή, αν το έγραφε σήμερα, σε τι ελληνικά θα το έγραφε. Γιατί αυτό είναι ένα πολύ κρίσιμο σημείο επίσης. Ξέρετε ότι πάρα πολλοί συγγραφείς, ιδίως ξένοι, που τους μεταφράζουμε αποκτούν ένα ύφος στη γλώσσα μας, ακόμη κι όταν μιλάν ιδιώματα, κάποια τοπικά ιδιώματα. Όταν μιλάνε ένα ιδίωμα μιας πόλης ή ενός χωριού, μιας επαρχίας. Και αλλάζει η φωνή τους. Συνήθως στα ελληνικά η λύση που έχουμε είναι να τους κάνουμε να μιλάνε λίγο βλάχικα, λίγο σαν κρητικά, να έχουνε ένα ιδίωμα, που όμως είναι ένα τελείως διαφορετικό πράγμα. Αλλιώς είναι ένας απ’ την Αλαμπάμα που μιλάει με accent και αλλιώς είναι να τον βάλεις κάποιον να μιλάει κρητικά ή κυπριακά, ξέρω ‘γω, ή κάτι τέτοιο. Υπάρχουν τέτοια πράγματα που είναι… Επίσης τον χαρακτήρα και το ύφος του συγγραφέα το καθορίζει η επιλογή των λέξεων. Δηλαδή άλλο να πεις «χρυσάφι» κι άλλο να πεις «μάλαμα», που είναι το ίδιο πράγμα. Αλλά ένας που λέει τη μία λέξη αντί για την άλλη είναι διαφορετικός, έχει άλλη κουλτούρα. Να πεις «σύννεφο» ή «νέφος»; Διαφορετικό πράγμα. Και στην καθημερινή κουβέντα λέμε «το σύννεφο που ρίχνει τη βροχή» και λέμε «το νέφος της ομίχλης». Το διαχωρίζουμε. Στον λογοτεχνικό λόγο, όμως, μπορεί κάλλιστα να είναι «το νέφος» και το ένα και το άλλο. Τέτοια. Είναι πάρα πολλές αυτές οι λέξεις που είναι πολλαπλών σημασιών ή πολλές λέξεις οι οποίες καθορίζουνε το ύφος του συγγραφέα και το πώς θα τον δούμε εμείς πια. Δηλαδή κάποιος που μιλάει με αυτόν τον τρόπο. Που είναι τελείως διαφορετικό από κάποιον που θα χρησιμοποιήσει μια άλλη σειρά λέξεων. Κι έτσι πάει λέγοντας.

Μιλώντας για αυτά τα θέματα και την πολυσημία των λέξεων, τι άλλες προκλήσεις αντιμετωπίζει ένας μεταφραστής ή μεταφραστικά προβλήματα;

Κοιτάξτε τώρα, εγώ δεν έχω ασχοληθεί και δεν έχω μεταφράσει πάρα πολλούς συγγραφείς. Δηλαδή έχω μεταφράσει δυο, τρεις αρχαίους, έχω μεταφράσει σκόρπια, από ‘δω κι από ‘κει, Γάλλους, ξέρω ‘γω, κι από ισπανικά κυρίως έχω κάνει τον Μπόρχες [Borges] –το ποιητικό και όχι μόνο έργο του, και πεζογραφικά του, αλλά κυρίως ποιητικό– και κάποια θεατρικά του Γκαρθία Λόρκα [García Lorca] που προέκυψαν, γιατί δεν μου άρεσε εμένα ο Γκαρθία Λόρκα, στην αρχή δεν μου άρεσε και γιατί –κι αυτό είναι ένα ενδιαφέρον– ίσως γιατί… δεν μου άρεσε γιατί διάβαζα στα ελληνικά τις μεταφράσεις και ήταν σε ύφος σαρακατσάνικο, ας πούμε. Έβλεπες τον Ματωμένο γάμο και σ’ αυτά τα διάφορα τα θεατρικά, τα ποιητικά θεατρικά, ένα ύφος, έτσι, σκεφτόμουνα τις γυναίκες ντυμένες καραγκούνες και τέτοια, γιατί αυτή ήταν η λογική που τα φέρνανε, τα μεταφέρανε στα ελληνικά. Να υπάρχει μια αναλογία, ένα ισοδύναμο, δηλαδή. Που όμως για μένα δεν ίσχυε κι αυτό με απωθούσε. Και γι’ αυτό και δεν μ’ άρεσε καθόλου. Όταν αναγκάστηκα, υποχρεώθηκα λόγω της παραγγελίας αυτής και λέω, εντάξει, θα το κάνω έτσι να αντιμετωπίσω την πρόκληση, είδα ότι κάλλιστα μπορούσε να είναι διαφορετικό. Ναι, εμένα προσωπικά δεν μ’ ενδιαφέρουν οι μεταφράσεις ρουτίνας, δηλαδή που θα μου πει κάποιος εκδότης «Πάρε να μεταφράσεις ένα μυθιστόρημα», έτσι, ένα τρέχον μυθιστόρημα. Μέχρι τώρα τουλάχιστον το έχω αποφύγει. Πάντοτε ό,τι μετέφρασα είχε ένα στοιχείο πρόκλησης. Κι αυτό ήταν το ενδιαφέρον στη μετάφραση. Δηλαδή γι’ αυτό ασχολήθηκα με ό,τι ασχολήθηκα. Ο Μπόρχες, βεβαίως, ήταν μια τεράστια πρόκληση και σε πολλαπλά επίπεδα, και γλωσσικά, και υφολογικά, και νοηματικά, και γοητευτικά, και όλα αυτά. Ο Γκαρθία Λόρκα επίσης ήταν πρόκληση. Ειδικά ήταν πρόκληση το ένα από αυτά, το πρώτο που έκανα, διότι προέκυψε ανάποδα. Δηλαδή με πήρε ένας σκηνοθέτης, γνωστός μου, δεν ζει πια, κι ο οποίος μου λέει «Πρόκειται να ανεβάσω ένα θεατρικό έργο του Λόρκα άγνωστο, αλλά έχω θέματα, δεν καταλαβαίνω πολλά πράγματα. Υπάρχει μετάφραση, έχει δημοσιευτεί. Δεν καταλαβαίνω πολλά πράγματα. Μήπως μπορείς να με βοηθήσεις, επειδή ασχολείσαι με τα ισπανικά». Λέω «Να σε βοηθήσω». Και βλέπω το κείμενο, το τυπωμένο ήδη, και ήδη έχουνε γραφτεί κριτικές και πρόκειται περί ενός τερατουργήματος. Δηλαδή μιλάμε για πλήρη παρανόηση. Ήταν ένα ημιτελές έργο, το οποίο το είχε αφήσει στη μέση ο Λόρκα, δεν πρόλαβε να το τελειώσει, δηλαδή, και είχε εκδοθεί έτσι, ως ημιτελές, άτιτλο, ανολοκλήρωτο, μάλλον η πρώτη πράξη ενός έργου τρίπρακτου. Και στα ελληνικά βγήκε ως κωμικό έργο – που δεν ήταν ούτε κωμικό ούτε τίποτα, ένα ρεαλιστικότατο έργο, ούτε υπερρεαλιστικό επίσης. Δεν είχε κανένα στοιχείο υπερρεαλισμού, ήταν ο ορισμός του ρεαλισμού. Και έτσι αναγκάστηκα να το κάνω και αυτό, να το κάνω ολόκληρο, και παίχτηκε έτσι. Και μετά, αργότερα, έκανα άλλο ένα έργο του που ήτανε παραγγελία. Εκεί πια είχα εξοικειωθεί. Αλλά, θέλω να πω, το κέρδος και η προσέγγιση αυτή ήταν ότι γνώρισα μια άλλη πλευρά ενός συγγραφέα, την οποία την είχα υποτιμήσει πάλι λόγω της μετάφρασης, όμως. Και δεν ξέρω τι μας κρύβουνε αυτά που διαβάζουμε σήμερα και μας αρέσουνε ή δεν μας αρέσουνε σε διάφορους συγγραφείς. Δεν ξέρουμε τι μας κρύβουνε. Αν τα διαβάσει κανείς προφανώς με άλλο τρόπο, δεν λέω να ξέρει άπταιστα τη γλώσσα, γιατί έχω πει πολλές φορές ότι είμαι από αυτούς που πιστεύουν ότι αυτό που χρειάζεται να ξέρει ο μεταφραστής είναι η δική του γλώσσα καλά, εκεί είναι το θέμα, γιατί εκεί ζωντανεύει το υλικό. Τα άλλα είναι θέματα λεξιλογίου, εντάξει τα βρίσκεις αυτά, και ποιος ξέρει όλο το λεξιλόγιο; Θα τα βρεις στα λεξικά. Τώρα δε με τα ηλεκτρονικά μέσα είναι πολύ πιο εύκολο. Παλιότερα ψάχναμε στα βιβλία και στα λεξικά, στις εγκυκλοπαίδειες, να βρούμε μια άκρη. Τώρα είναι πιο απλό. Κάπως έτσι.

Τώρα, σχετικά με τη μετάφραση ως επάγγελμα: οι επαγγελματικές συνθήκες, για εσάς ποια είναι η μεγαλύτερη δυσκολία που μπορεί να αντιμετωπίσει ένας μεταφραστής και πώς θα το χειριστεί, πώς θα το αντιμετωπίσει;

Τώρα, εδώ εγώ δεν είμαι η περίπτωση του επαγγελματία μεταφραστή, με την έννοια ότι δεν το έκανα ποτέ για βιοπορισμό, όπως σας είπα και πριν και δεν μπήκα σ’ αυτή τη διαδικασία. Δηλαδή όσες φορές έκανα μετάφραση το έκανα για το δικό μου το κέφι, οπότε δεν έδινα λογαριασμό σε κανέναν και μετά βρέθηκαν εκδότες και τα εξέδωσαν, ή ήτανε παραγγελίες, που πάλι ήτανε συγκεκριμένες, με προδιαγραφές συγκεκριμένες, με προδιαγεγραμμένο προϋπολογισμό και τα λοιπά. Δεν ήταν δηλαδή η δουλειά του ελεύθερου επαγγελματία που προσπαθεί να αντιμετωπίσει. Και, ειλικρινά, δεν ξέρω πώς είναι αυτή τη στιγμή η αγορά. Γιατί περί αγοράς πρόκειται, βέβαια, και αγοράς και ζήτησης. Φαντάζομαι ότι έχει ανοίξει πάρα πολύ ο κύκλος των μεταφραστών και η ανάγκη και τα λοιπά. Το βλέπω έτσι, έστω και απ’ έξω, δεν το έχω μελετήσει το θέμα, αλλά το βλέπω… Όταν κάναμε πριν από 35 χρόνια περίπου ένα αφιέρωμα στο περιοδικό Χάρτης –τότε έβγαινε σε χάρτινη μορφή, τώρα είναι ηλεκτρονικό–, όταν κάναμε ένα αφιέρωμα στην ισπανική λογοτεχνία και ήταν στο πλαίσιο μιας ανταλλαγής διαπολιτιστικής που γινόταν τότε και άλλοι κάναν για τη Γαλλία, άλλοι κάναν για την Ιταλία, και τα λοιπά, εμείς κάναμε για την Ισπανία, ισπανική λογοτεχνία. Κάναμε μια βιβλιογραφία –θέλαμε να κάνουμε– να δούμε τι ισπανικό βιβλίο υπάρχει στα ελληνικά. Λοιπόν, σας πληροφορώ ότι υπήρχε μία σελίδα, όλη κι όλη μαζεύτηκε, με κόπο, στην οποία σελίδα μέσα συμπεριλαμβάνονταν και τα λεξικά που κυκλοφορούσαν, κάτι υποτυπώδη λεξικά, τις μεθόδους άνευ διδασκάλου, οτιδήποτε είχε να κάνει με τα ισπανικά, βιβλία για τον Γκρέκο και κάτι τέτοια που ήτανε… ή και τουριστικά βιβλία ακόμη. Αυτά ήτανε δεν ήτανε καμιά τριανταριά. Έπιαναν μία σελίδα, έτσι, μικρού σχήματος. Σήμερα, μετά από τριάντα τόσα χρόνια, είναι άπειρος ο αριθμός. Αυτό τι σημαίνει; Τότε ήμασταν τρεις, τέσσερις που ασχολούμασταν με την ισπανική, με την ισπανόφωνη λογοτεχνία, και δακτυλοδεικτούμενοι. Ο ένας ήξερε τον άλλον, δηλαδή. Ε, τώρα είναι γεμάτος ο τόπος. Με φροντιστήρια, με σπουδαστήρια, με ερευνητές, με μεταφραστές, με σχολές πανεπιστημιακές πια, που διδάσκουνε και που κάνουν ισπανική λογοτεχνία και γλώσσα και τέτοια. Έχει αλλάξει τελείως το θέμα. Άρα σημαίνει ότι, για να βγαίνουν και τόσα βιβλία στα ελληνικά τόσων Ισπανών ή ισπανόφωνων συγγραφέων, σημαίνει ότι υπάρχει και αντίστοιχο δυναμικό που τα μεταφράζει. Το μόνο που θα μπορούσα να πω είναι να είναι καχύποπτοι στη διαδικασία της μετάφρασης. Δηλαδή να είναι καχύποπτοι, γιατί πάντα οι λέξεις κρύβουν μυστικά. Κι αυτό που φαίνεται το πιο απλό, σε ένα κείμενο, μιλάω τώρα, ούτε ένα τεχνικό κείμενο ούτε ένα, ας πούμε, αστυνομικό ενδεχομένως, που είναι πιο στρωτό, που το θέμα δεν είναι τόσο η γλώσσα όσο το τι γίνεται, η δράση. Αλλά σε ένα άλλο κείμενο, σε ένα ποιητικό κείμενο ή σε ένα διαφορετικό κείμενο, ενός συγγραφέα διαφορετικού, εκεί θέλει… εκεί πρέπει να… Δηλαδή για να μεταφράσεις ένα διήγημα του Κορτάσαρ [Cortázar], ας πούμε, πρέπει να διαβάσεις πάρα πολλά διηγήματά του άλλα, για να τον προσεγγίσεις. Και πολλούς άλλους τέτοιους συγγραφείς, που είναι παράξενοι συγγραφείς, γιατί είναι όλο παγίδες. Αυτό ισχύει σε πολλές περιπτώσεις. Είναι όλο παγίδες, έχουνε λέξεις που είναι κρυφές και οδηγούνε κάπου αλλού ή που έχουνε ήδη σχολιαστεί σε προηγούμενα έργα τους και εκεί είναι ένα θέμα. Αυτό θα μπορούσα να πω στους μεταφραστές, να έχουν τον νου τους. Από εκεί και πέρα είναι θέμα διαπραγματεύσεων με τους εκδότες.

Πώς είναι, λοιπόν, αυτή η σχέση με τους εκδότες; Εσείς είπατε ότι έτσι κι αλλιώς είχατε την ευχέρεια…

Ναι, εγώ δεν είχα κανένα ιδιαίτερο πρόβλημα με τους εκδότες, γιατί, όπως σας είπα, είτε ήτανε παραγγελίες συγκεκριμένες, όότι τόσο θα κάνει, τόσο θα πάρεις τόσο θα αυτό, σε τόσο διάστημα το θέλω, κάπως έτσι απλά, ή ήταν στην άλλη περίπτωση που ήταν με ποσοστά, ας πούμε, ξέρεις, επί των… Αλλά τώρα πια αυτό σπανίζει το είδος. Παλιότερα ίσχυε. Ποσοστά τώρα επί των πωλήσεων, σιγά. Δεν είχα πρόβλημα ιδιαίτερο. Αλλά δεν είχα ακριβώς, γιατί δεν ήταν… Ήταν ένα είδος διαφορετικό, ένα είδος πολυτελείας, ας πούμε. Γιατί εγώ το ‘κανα γιατί μου άρεσε. Αν επιβιώνεις από αυτό, βέβαια είναι διαφορετικά τα πράγματα και έχει κανείς άλλες απαιτήσεις, κι εκεί πια είναι το πώς κινείται ο κάθε εκδότης, πώς κινείται ο κάθε μεταφραστής. Προφανώς παίζει ρόλο και το ποιος είναι ο μεταφραστής, δηλαδή τι όνομα αποκτά σιγά-σιγά. Αλλιώς είναι ένας πρωτοεμφανιζόμενος, αλλιώς είναι ένας μεταφραστής που έχει βγάλει είκοσι βιβλία, τριάντα. Έχει άλλο κύρος, άλλο βάρος αυτό που κάνει, και άλλη σιγουριά και ο εκδότης, ότι αυτή η δουλειά που θα πάρει δεν θα χρειάζεται να την πάρουν άλλοι τρεις να την επιμεληθούνε μετά. Αλλά είναι σε προχωρημένη μορφή. Κάπως έτσι.

Μιας που μιλήσατε γι’ αυτό, με τους επιμελητές συνεργάζεστε; Θεωρείτε απαραίτητη την επιμέλεια;

Τώρα πια όχι. Τώρα, μάλλον, εγώ μεν δεν συνεργάζομαι ιδιαίτερα, αλλά οι επιμελητές δεν είναι επί των μεταφράσεων, δηλαδή δεν μου έτυχε ποτέ, ίσως συμπτωματικά, να έχω θέματα επιμέλειας, να μου εμφανιστούν. Πέραν του ο διορθωτής των τυπογραφικών δοκιμίων να πει μια παρατήρηση ότι μήπως αυτό να γίνει σε γενική, ας πούμε, και τα λοιπά. Αλλά μικρού μεγέθους. Δεν ήτανε ουσιαστικές. Με την έννοια, δηλαδή, δεν έχουμε τους επιμελητές που ακούμε, που υπάρχουνε στην αμερικάνικη κουλτούρα τη σημερινή, που παίρνουνε και κάνουνε πολλά πράγματα, παρεμβάσεις, αυτά, κι όχι μόνο στις μεταφράσεις, αλλά αυτοί το κάνουνε και στα πρωτότυπα κείμενα. Σ’ εμάς δεν πολυισχύει αυτό, εγώ τουλάχιστον δεν είχα τέτοια εμπειρία.

Και, όσον αφορά το μέλλον της μετάφρασης, πώς φαντάζεστε το μεταφραστικό επάγγελμα σε είκοσι χρόνια από τώρα;

Αν δεν μιλάμε όλοι εγγλέζικα σε είκοσι χρόνια ή δεν είναι αυτονόητο ότι θα… Το λέω μεν έτσι χιουμοριστικά, όμως ξέρουμε ότι υπάρχουν ήδη χώρες όπου η δεύτερη γλώσσα τους, ας πούμε, που είναι σε επίπεδο πρώτης, είναι οπωσδήποτε τα αγγλικά ή μια αντίστοιχη γλώσσα. Θυμάμαι κάτι Ολλανδία, Σκανδιναβία και τα λοιπά, οι οποίοι μιλάνε εξίσου τα αγγλικά όπως… Οπότε αυτοί δεν έχουν ανάγκη μεταφραστών για να διαβάσουν ένα κείμενο ή να μιλήσουν ή να κάνουν. Εάν, λοιπόν, συνεχίσει αυτό το πράγμα και επεκταθεί, το επάγγελμα θα εκλείψει. Για τις βασικές γλώσσες, τις δυτικές. Τώρα στα ουκρανικά ή στα ουρντού, ας πούμε, προφανώς κάποιες μεταφράσεις θα χρειάζονται, κάποιοι μεταφραστές. Αλλά αυτό τι σημαίνει; Ότι όσο επεκτείνεται η lingua franca, που είναι τώρα τα αγγλικά ή τα ισπανικά επίσης, όσο επεκτείνονται αυτά, συρρικνώνονται οι μεταφραστικές ανάγκες προς τις μεγάλες γλώσσες. Και, βλέπετε ότι τώρα συρρικνώνονται οι ανάγκες προς τα αγγλικά ή προς τα γαλλικά ή προς τα ισπανικά και αρχίζουν και γίνονται σπουδές και επεκτείνεται σε γλώσσες όπως τα κινέζικα, τα αραβικά, τα ρωσικά, μαθαίνει κόσμος, ακούω, βλέπω διαφημίσεις και τα λοιπά, ότι μαθαίνουν αυτές τις γλώσσες τώρα. Γιατί υπάρχει προς τα εκεί ένα μέλλον το οποίο αναζητούν. Και για επαγγελματική, προφανώς, αποκατάσταση και γιατί είναι γλώσσες που είναι λιγότερο γνωστές, άρα… –τα γιαπωνέζικα επίσης–, πάρα πολλά. Προς τα εκεί πηγαίνει λοιπόν. Όσο μεγαλώνει, όσο εξαπλώνονται περισσότερο αυτές οι γλώσσες οι μεγάλες, οι δυτικές γλώσσες, τόσο θα ανοίγουνε καινούργιοι δρόμοι, άρα το επάγγελμα του μεταφραστή απλώς θα αλλάξει γλωσσικό ιδίωμα. Θα είναι παρόμοιο, αλλά θα έχει άλλο αντικείμενο. Δεν θα είναι πάλι όλοι μεταφραστές απ’ τα αγγλικά κι απ’ τα γαλλικά, θα είναι από άλλες γλώσσες.

Και, κλείνοντας, τι συμβουλή θα δίνατε σε έναν φοιτητή ή μια φοιτήτρια που θέλει να ασχοληθεί στο μέλλον με τη μετάφραση;

Να το ξανασκεφτεί. Εκτός εάν στραφεί απ’ την αρχή, αν στραφεί κατευθείαν σε γλώσσες περίεργες, τέτοιες. Δηλαδή να ξεχάσει τα… Γιατί τώρα πια είναι εμφανές. Και να μάθει γλώσσες παράξενες, γλώσσες διαφορετικές απ’ τις συνήθεις, οι οποίες κρύβουν από κάτω και μια κουλτούρα κλπ. κλπ. Και είναι και πολλές ανερχόμενες. Δηλαδή σίγουρα τα κινέζικα είναι μια γλώσσα που έχει ενδιαφέρον και μια τεράστια κουλτούρα και μια τεράστια τεχνολογία από κάτω. Τα γιαπωνέζικα επίσης. Εντάξει, ας μάθουν λιγότεροι πάλι απ’ την αρχή ιταλικά και γαλλικά, ξέρω ‘γω, και αγγλικά, που, έτσι κι αλλιώς, αυτά μαθαίνονται εν τη ρύμη, κι ας στραφούν προς κάτι τέτοιο. Για να έχουμε και –ακόμα και στη λογοτεχνία– να έχουμε πια πρωτότυπες, κατευθείαν, μεταφυτεύσεις των κειμένων. Γιατί, τελευταία, παρακολουθώ στους εκδοτικούς καταλόγους, που λέει «μετάφραση από τα φινλανδικά», «μετάφραση από τα εσθονικά», «μετάφραση…». Είναι κάποιοι οι οποίοι μεταφράζουν πια από τέτοιες γλώσσες, που μέχρι τώρα ήταν αδιανόητο. Όλα αυτά μεταφράζονταν από γαλλικά κυρίως και από αγγλικά κατά δεύτερο λόγο. Τώρα μεταφράζουν κατευθείαν. Τα πορτογαλικά πια είναι πολλοί που μεταφράζουν απ’ τα πορτογαλικά. Και πάει λέγοντας. Κάπως έτσι.

Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ γι’ αυτή τη συζήτηση. Να ‘στε καλά.

Ευχαριστώ.

Βιογραφικό

Ο Δημήτρης Καλοκύρης γεννήθηκε το 1948 στο Ρέθυμνο. Είναι συγγραφέας, μεταφραστής, επιμελητής, εκδότης και γραφικός σχεδιαστής. Σπούδασε Νεοελληνική Φιλολογία στη Θεσσαλονίκη, όπου ίδρυσε το περιοδικό Τραμ, καθώς και τις ομώνυμες εκδόσεις λογοτεχνίας και τέχνης (1971-87). Στην Αθήνα εξέδωσε το λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό περιοδικό Χάρτης (1982-87), το οποίο από το 2019 επανακυκλοφορεί σε διαδικτυακή μηνιαία μορφή. Διετέλεσε διευθυντής συντάξεως και καλλιτεχνικός διευθυντής του πολιτιστικού περιοδικού Το Τέταρτο (1985-87). Έχει κάνει, επίσης, εκθέσεις κολλάζ και εικονογράφησε βιβλία για παιδιά. Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για το σύγγραμμα Η ανακάλυψη της Ομηρικής (εκδ. Ύψιλον) το 1996  και για το έργο Το μουσείο των αριθμών (εκδ. Άγρα) το 2002, καθώς και με το Βραβείο του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου του το 2014. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 ασχολείται συστηματικά με το έργο του Jorge Luis Borges με μεταφράσεις, ομιλίες, άρθρα, συμμετοχές σε διεθνή συνέδρια και ραδιοφωνικές εκπομπές. Συναντήθηκαν δύο φορές και συζήτησαν διεξοδικά. Το Μπεθ (εκδ. Ελληνικά Γράμματα) είναι το πρώτο βιβλίο που έχει γραφτεί για τον Borges στα ελληνικά.

Επιλεγμένες μεταφράσεις

Borges, Jorge Luis (1982). Παγκόσμια ιστορία της ατιμίας [Historia universal de la infamia]. Αθήνα: Ύψιλον.

Borges, Jorge Luis (1985). Ο δημιουργός [El hacedor]. Αθήνα: Ύψιλον.

Borges, Jorge Luis (1985). Το εγκώμιο της σκιάς [Elogio de la sombra]. Αθήνα: Ύψιλον.

Borges, Jorge Luis (1988). Το χρυσάφι των τίγρεων [El oro de los tigres]. Αθήνα: Ύψιλον.

Borges, Jorge Luis (1988). Η ιστορία της νύχτας κι άλλα ποιήματα. Αθήνα: Ύψιλον.

Borges, Jorge Luis (1988). Σύντομες και παράξενες ιστορίες [Cuentos breves y extraordinarios]. Αθήνα: Ύψιλον.

Shakespeare, William (1991). Οθέλλος [Othello, the Moor of Venice]. Αθήνα: Εστία.

García Lorca, Federico (1994). Άτιτλο έργο [Comedia sin título]. Αθήνα: Ύψιλον.

García Lorca, Federico (1999). Δόνια Ροζίτα η ανύπαντρη ή η γλώσσα των λουλουδιών [Doña Rosita la soltera o el lenguaje de las flores]. Αθήνα: Ύψιλον.

Borges, Jorge Luis (2006). Ποιήματα. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Borges, Jorge Luis (2021). Άτλας [Atlas]. Αθήνα: Πατάκη

Borges, Jorge Luis (1982). Παγκόσμια ιστορία της ατιμίας [Historia universal de la infamia]. Athens: Ypsilon.

Borges, Jorge Luis (1985). Ο δημιουργός [El hacedor]. Athens: Ypsilon.

Borges, Jorge Luis (1985). Το εγκώμιο της σκιάς [Elogio de la sombra]. Athens: Ypsilon.

Borges, Jorge Luis (1988). Το χρυσάφι των τίγρεων [El oro de los tigres]. Athens: Ypsilon.

Borges, Jorge Luis (1988). Η ιστορία της νύχτας κι άλλα ποιήματα. Athens: Ypsilon.

Borges, Jorge Luis (1988). Σύντομες και παράξενες ιστορίες [Cuentos breves y extraordinarios]. Athens: Ypsilon.

Shakespeare, William (1991). Οθέλλος [Othello, the Moor of Venice]. Athens: Estia.

García Lorca, Federico (1994). Άτιτλο έργο [Comedia sin título]. Athens: Ypsilon.

García Lorca, Federico (1999). Δόνια Ροζίτα η ανύπαντρη ή η γλώσσα των λουλουδιών [Doña Rosita la soltera o el lenguaje de las flores]. Athens: Ypsilon.

Borges, Jorge Luis (2006). Ποιήματα. Athens: Ellinika Grammata.

Borges, Jorge Luis (2021). Άτλας [Atlas]. Athens: Pataki.       

Βραβεία

Κρατικό Βραβείο Διηγήματος 1996 και 2002

Βραβείο του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών 2014

Συνέντευξη: Φωτεινή Πατεινάρη και Λίντα Χύτη
Ημερομηνία και τόπος:
Μάιος 2019, Θεσσαλονίκη
Παραπομπή: Βηδενμάιερ, Ανθή, Λάμπρου, Δέσποινα και Πατεινάρη, Φωτεινή (2021). «Συνέντευξη με τον Δημήτρη Καλοκύρη», Πορτρέτα μεταφραστριών και μεταφραστών. Θεσσαλονίκη: Τμήμα Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Κατηγορία: μεταφράστρια/μεταφραστής, μετάφραση πεζογραφίας, μετάφραση ποίησης, αρχαία ελληνικά–ελληνικά, θεατρική μετάφραση, ισπανικά–ελληνικά