Μενού Κλείσιμο

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης

Απομαγνητοφώνηση

Καλημέρα σας, κύριε Μπαμπασάκη.

Καλή σας μέρα.

Είμαστε πολύ χαρούμενοι που είστε εδώ μαζί μας γι’ αυτήν τη συνέντευξη. Να ξεκινήσουμε, λοιπόν;

Ναι, ναι.

Ωραία. Ξεκινάμε με λίγες ερωτήσεις σχετικά με το πώς ήρθε στη ζωή σας η μετάφραση. Πώς ξεκινήσατε, λοιπόν; Πώς προέκυψε;

Προέκυψε ελαφρώς τυχαία. Δηλαδή μια παρέα ολόκληρη, φίλοι, τέλη δεκαετίας του ‘70, μεταφράζαμε, γιατί δεν βρίσκαμε στα ελληνικά τα βιβλία τα οποία τότε μας γοήτευαν: η γενιά των μπιτ, beat generation, ο Τζακ Κέρουακ [Jack Kerouac], Μπάροουζ [Burroughs], Γκρέγκορι Κόρσο [Gregory Corso] κλπ., Άλλεν Γκίνσμπεργκ [Allen Ginsberg]. Οπότε αρχίσαμε σιγά-σιγά μόνοι μας με τα ολίγιστα αγγλικά που ξέραμε να μεταφράζουμε και να δίνουμε τα κείμενα ο ένας τον άλλον και να τα συζητάμε, να τα κουβεντιάζουμε, μετά κάναμε και λίγο κόντρες ποιος μεταφράζει καλύτερα. Οπότε κάπως έτσι ξεκίνησα, από έλλειψη βιβλίων τα οποία μας ενδιέφεραν.

Και μετά πώς εξελίχθηκε αυτή η αρχική…;

Μετά, όπως δίδαξε ο μέγας Μάνος Χατζιδάκις, τα πάντα στην Ελλάδα γίνονται στα καφενεία – οπότε σ’ ένα καφενείο στη Σόλωνος συναντηθήκαμε ο Ευγένιος ο Αρανίτσης, ο Μανώλης ο Μανουσάκης και η αφεντιά μου, στήθηκε ένας εκδοτικός οίκος που λέγεται Ερατώ. Εγώ μετέφραζα ούτως ή άλλως διηγήματα του Ναμπόκοφ [Nabokov] για δικιά μου χρήση, και έγινε μια συζήτηση, και, όπως στηνόταν ο εκδοτικός οίκος, «αγοράστηκαν» εντός εισαγωγικών οι μεταφράσεις αυτών των διηγημάτων του Ναμπόκοφ –Μια ρωσίδα καλλονή ήταν μάλιστα ο τίτλος– και βγήκαν σε έναν μικρό τόμο. Αυτό με γοήτευσε και μετά το ένα έφερε το άλλο.

Έχετε πλέον πολλά χρόνια εμπειρίας στον χώρο. Τι θα λέγατε ότι σημαίνει για σας «μεταφράζω»;

«Μεταφράζω» σημαίνει από μια πρακτική άποψη, σημαίνει ότι κάνω μια δουλειά μέσα στο σπίτι μου, δηλαδή η εργασία είναι στο λεγόμενο γραφειόσπιτο, όπως λέγαμε και παλιά. Δηλαδή σπίτι και γραφείο, ο χώρος εργασίας και χώρος κατοικίας είναι το ίδιο πράγμα, το οποίο εμένα με βολεύει πάρα πολύ. Αλλά κυρίως είναι το ότι δίνεις σε ένα κοινό να διαβάσει κάτι το οποίο σε έχει γοητεύσει και το οποίο δεν μπορεί να το διαβάσει, γιατί δεν ξέρει αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιαπωνικά και πάει λέγοντας. Οπότε ο μεταφραστής σαν ένας γλυκύτατος μεσολαβητής βοηθάει ανθρώπους να κοινωνήσουνε μια κουλτούρα, ας πούμε, έναν πολιτισμό, μια λογοτεχνία, μια φιλοσοφία από μια άλλη χώρα, μια άλλη γλώσσα – το οποίο είναι σχεδόν φιλανθρωπικό, ας πούμε, έτσι;

Όσον αφορά τη διαδικασία της μετάφρασης και τα είδη κειμένων έχετε κάποιο είδος λογοτεχνίας ή κάποιο είδος κειμένου που αγαπάτε περισσότερο, που σας αρέσει πιο πολύ να μεταφράζετε;

Μ’ αρέσει να μεταφράζω μυθιστορήματα τα οποία είναι στο μεταίχμιο λογοτεχνίας και θεωρίας. Δηλαδή υπάρχουν κάποιοι συγγραφείς οι οποίοι δεν είναι storytellers, δεν σου λένε απλώς μια ιστορία, αλλά θίγουνε κι έναν σκασμό άλλα ζητήματα. Κι αυτό εμένα με γοητεύει πάρα πολύ. Αλλά έχω μεταφράσει και δοκίμια, αμιγώς δοκίμια δηλαδή, και φιλοσοφία, και όλα αυτά και προχωράω μ’ αυτόν τον τρόπο. Δηλαδή, ας πούμε, τώρα μεταφράζω Τζόναθαν Φράνζεν [Jonathan Franzen] και αμέσως μετά θα μεταφράσω Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας [David Foster Wallace], που είναι συγγραφείς οι οποίοι θίγουν και πολλά άλλα πράγματα πέραν του να σου πούνε μια ιστορία, ότι αγόρι αγαπάει κορίτσι και ούτω καθεξής.

Μιας που το θίξατε, επιλέγετε ο ίδιος αυτό που θα μεταφράσετε;

Στην αρχή έτσι γινόταν. Στην αρχή έτσι γινόταν και κυρίως μέσα από συζητήσεις που είχαμε και οι φίλοι μου κι εγώ ας πούμε. Οι φίλοι μου με όμικρον γιώτα, έτσι, η παρέα, ας το πούμε έτσι. Προτείναμε σε εκδότες βιβλία. Τα πράγματα ήταν υγειώς ερασιτεχνικά τότε, δηλαδή δεν ήταν τόσο βιομηχανοποιημένο το βιβλίο ούτε εδώ ούτε στο εξωτερικό, οπότε γινόταν μια συνωμοσία τέτοια. Πέφταν στο τραπέζι συζητήσεις με κρασιά και ούζα κι όλα αυτά. Όποιος συγγραφέας μάς γοήτευε πάρα πολύ τον προτείναμε ή όποιο βιβλίο ήτανε στα μάτια μας πολύ λαμπερό και γοητευτικό το προτείναμε, συνήθως οι εκδότες λέγανε ναι. Έτσι έχω μεταφράσει, ας πούμε, του Τσαρλς Τζάκσον [Charles Jackson] ένα βιβλίο, το The lost weekendΤο χαμένο σαββατοκύριακο, το οποίο και στο εξωτερικό, ας πούμε, είχε παύσει να κυκλοφορεί, το είχα βρει σε ένα παλαιοπωλείο στο Λονδίνο και το πρότεινα εδώ, στις εκδόσεις Ερατώ, βγήκε, κάνει τη σταδιοδρομία του και πάει λέγοντας.

Απίστευτο. Και στη διαδικασία της μετάφρασης τι προβλήματα θα λέγατε ότι αντιμετωπίζετε, τι δυσκολίες ή τι σας έχει δυσκολέψει περισσότερο; Και πώς τα λύνετε; Για ν’ ανοίξουμε λίγο το σεντούκι του μεταφραστή.

Ναι. Ένας νεαρός φίλος μου, ο οποίος θέλει να γίνει μεταφραστής μου λέει τι μπορώ να κάνω, τι να κάνω. Του λέω, να πάρεις σύνεργα. Μου λέει, μα έχω κομπιούτερ, έχω αυτό… Του λέω, όχι, θα πάρεις παντόφλες καλές, έτσι εργονομικές και μια καλή φόρμα, γιατί είναι δουλειά μες στο σπίτι και πρέπει να αισθάνεσαι άνετα μέσα στο σπίτι, να πηγαινοέρχεσαι άνετα και πάει λέγοντας. Αλλά η βασική δυσκολία είναι το να μπεις στο σύμπαν του συγγραφέα, έτσι, να μην προδώσεις τον τρόπο με τον οποίο σκέφτηκε, έζησε και όλα αυτά. Οπότε εγώ τι κάνω; Κάνω μια προεργασία σαν να είμαι ντετέκτιβ, δηλαδή ανιχνεύω και τώρα είναι εύκολο με Google και μ’ όλα αυτά, παλιότερα ήταν πιο δύσκολο, έτρεχα σε βιβλιοθήκες, και ίσως πιο ενδιαφέρον ήταν πιο παλιά. Αλλά, εν πάση περιπτώσει, έψαχνα σαν ντετέκτιβ να δω τι ήταν αυτός ο άνθρωπος, τι σχέσεις είχε, τον βίο του, την πολιτεία του, τα ερωτικά του, όλα αυτά. Έμπαινα στον κόσμο του και μετά μου ήταν εύκολο να αποδώσω κυρίως την ατμόσφαιρα, και τη μελωδία, και τον ρυθμό του γραψίματος του.

Τρομερό. Έχετε κάποιο κείμενο απ’ όσα έχετε μεταφράσει το οποίο θεωρείτε πιο δύσκολο ή κάτι που σας δυσκόλεψε ιδιαίτερα;

Ου, πολλά είναι. Η Λολίτα ήτανε, του Ναμπόκοφ, ήταν ένα πολύ δύσκολο κείμενο, γιατί επιφανειακά είναι μια ερωτική ιστορία περίεργη κι όλα αυτά, αλλά από κάτω είναι ουσιαστικά το φλερτ του Nαμπόκοφ με τη λογοτεχνία και υπήρχανε πολλά κρυφά πράγματα από κάτω, τα οποία ευτυχώς βγήκε κάποια στιγμή μια έκδοση επιμελημένη στα αγγλικά του Άλφρεντ Άππελ Τζούνιορ [Alfred Appel Jr]. Κι εκεί λειτούργησε και σαν οδηγός. Κι είναι ένα βιβλίο, που το ‘χω μεταφράσει δύο φορές –όπως η Τζένη Μαστοράκη έκανε Το φύλακα στη σίκαλη δύο φορές–, το μετέφρασα μέσα δεκαετίας του ‘80 και το ξαναμετέφρασα τέλη δεκαετίας του ‘90 με το βοήθημα αυτό του Άλφρεντ Άππελ Τζούνιορ. Ο Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας μου σπάει τα κόκκαλα, γιατί κι αυτός χρησιμοποιεί, έχει μια δικιά του λογοτεχνία, ένα δικό του σύμπαν. Και ο Τζόναθαν Φράνζεν είναι και αυτός λίγο ζόρικος μέχρι να τον… Και ο Χένρι Μίλλερ [Henry Miller]… Είναι πολλά, τώρα, ο κάθε συγγραφέας έχει τον δικό του τρόπο να εκφράζεται, οπότε αναγκαστικά… Η μεγαλύτερη δυσκολία και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, όμως, είναι το να μπεις ακριβώς στον τρόπο με τον οποίο σκέφτεται, να μπεις στο μυαλό του Τζον Μάλκοβιτς [John Malkovich], ας πούμε, και να κάνεις εκεί πέρα μια περιπλάνηση στο πώς εκινείτο ο ίδιος ή κινείται ακόμη, γιατί είναι και ζωντανοί μερικοί, και να βρεις τα κουμπιά τους.

Να περάσουμε τώρα σε μερικές ερωτήσεις για τη μετάφραση ως επάγγελμα, για τις επαγγελματικές συνθήκες. Αν δούμε τη μετάφραση ως επάγγελμα…

Α, σ’ αυτά απαντάω μέσω δικηγόρου. Αστειεύομαι.

Προσωπικά είστε ικανοποιημένος από τις απολαβές από τη μετάφραση;;

Όχι. Κανείς δεν είναι ικανοποιημένος από καμία απολαβή. Δηλαδή, νομίζω, και ο πιο πλούσιος άνθρωπος στον κόσμο πιστεύει ότι θα έπρεπε να είναι οι απολαβές του πολύ μεγαλύτερες. Αλλά, εν πάση περιπτώσει, το ότι είναι κάτι το οποίο κάνω μες στο σπίτι και είναι και ένα είδος λειτουργήματος, όπως και να το κάνει κανείς. Δηλαδή το ότι και φίλοι, αλλά και άγνωστοι άνθρωποι ευγνωμονούν τους μεταφραστές, την Έφη Καλλιφατίδη τη μακαρίτισσα, ή την Κλαίρη την Παπαμιχαήλ, εμένα, τον Παπαγιώργη για το ότι λειτουργήσαμε σαν γέφυρες, ε, αυτό σου παρέχει μια ψυχική ικανοποίηση, η οποία… τα ξεχνάς τα χρήματα, ας πούμε, και τις απολαβές και λες, οκέι, κάνω αυτό που θέλω τουλάχιστον, με όλες τις δυσκολίες, και δεν κάνω μια δουλειά η οποία θα με αλλοτρίωνε, θα με κούραζε, ας πούμε, κοινωνικά. Και επίσης έχει ένα πολύ καλό για έναν συγγραφέα η μετάφραση: το ότι είναι σαν να κάνεις μίνι διδακτορικά σε κάποιους συγγραφείς, δηλαδή μαθαίνεις τα κόλπα. Γιατί όταν διαβάζουμε ένα βιβλίο, άντε να το διαβάσεις τέσσερις-πέντε φορές. Ας πούμε εγώ Τον υπόγειο κόσμο

Σχετικά με αυτό που λέτε τώρα, έχετε δηλαδή κάποιου είδους σχέση, αλληλεπίδραση με τον συγγραφέα που θα αποφασίσετε να μεταφράσετε;

Δεν κατάλαβα τι εννοείς.

Έχετε κάποια ιδιαίτερη προτίμηση στον συγγραφέα που θα επιλέξετε; Αν σας επηρεάζει το κείμενο και ο συγγραφέας στην προσωπική σας ζωή.

Ε ναι βέβαια, βέβαια. Ναι, σαφώς. Αλλά το ενδιαφέρον είναι όταν με τον συγγραφέα είσαι σε τελείως άλλο μήκος κύματος. Δηλαδή εμένα ο Φράνζεν δεν είναι η δικιά μου αγάπη, να το πω έτσι, αλλά είναι τόσο σπουδαίος συγγραφέας και μαθαίνω τόσα πολλά από αυτόν. Δηλαδή σαν αναγνώστης μπορεί και να μην τον διάβαζα, έτσι; Αλλά το ότι κάθομαι και ταλαιπωρούμαι με τον Τζόναθαν Φράνζεν μου κάνει πολύ καλύτερο καλό απ’ ό,τι όταν μετέφραζα, ας πούμε, συγγραφείς που είναι πολύ κοντά στη νοοτροπία μου.

Όσον αφορά τις επαγγελματικές συνθήκες, ποιες είναι οι μεγαλύτερες δυσκολίες που μπορεί να αντιμετωπίσει ένας μεταφραστής;

Πάλι δεν κατάλαβα.

Εννοούμε επαγγελματικά.

Εννοείς τα οικονομικά, με εκδότες και τέτοια;

Ναι.

Δεν υπάρχουν δυσκολίες, απλώς είναι χαμηλά τα μεροκάματα, να το πω έτσι χυδαία, παρότι, εντάξει, ναι, σου λέω ότι ο κάθε άνθρωπος, δηλαδή κι ένας που κάνει οποιαδήποτε άλλη δουλειά, είτε είναι σερβιτόρος είτε καθηγητής πανεπιστημίου, λέει ότι εγώ θα έπρεπε να παίρνω περισσότερα κι έχει δίκιο. Ή ένας γιατρός, ας πούμε, ένας δικηγόρος. Αλλά το καλό ότι… Κι επίσης υπάρχει μια δυσκολία στα επαγγελματικά, το ότι είσαι αφεντικό του εαυτού σου. Δηλαδή ρυθμίζεις εσύ το ωράριό σου και δεν μπορείς να λουφάρεις, δηλαδή δεν μπορείς να πεις πάω στην τουαλέτα, γιατί χάνεις εσύ ο ίδιος. Οπότε οι ρυθμοί είναι ρυθμοί που επιβάλλεις εσύ ο ίδιος στον εαυτό σου. Ο μεγαλύτερος τύραννος, δηλαδή, είναι ο ίδιος σου ο εαυτός.

Και, μιλούσαμε πριν για τους συγγραφείς που μεταφράζετε. Επιλέγετε να έχετε κάποια σχέση μαζί τους, ας πούμε να μιλήσετε μαζί τους αν έχετε κάποιο…;

Όχι καθόλου. Δηλαδή δεν έχω καμία σχέση. Αλλά, επειδή τώρα είναι πιο εύκολο το να μετακινηθούν κιόλας, γιατί παλιά ήτανε σχεδόν αδύνατον, έτυχε να γνωρίσω τον Φράνζεν, έτυχε να γνωρίσω κάποιους συγγραφείς τους οποίους μεταφράζω. Τώρα θα γνωρίσω τον Σόντερς [Saunders] που θα έρθει εδώ, και πάει λέγοντας. Αλλά δεν μ’ ενδιαφέρει να έχω επικοινωνία προσωπική. Είναι τόσο σημαντικό αυτό που κάνουν οι περισσότεροι –και πρέπει να ευγνωμονούμε τους συγγραφείς, και τους μουσικούς, και τους ανθρώπους του θεάτρου, γιατί προσφέρουνε κάτι το οποίο είναι πνευματική τροφή, έτσι;– που συνομιλώ με το έργο τους και με τη ζωή τους μέσα από διαβάσματα σχετικά με το τι έχουν κάνει, διαβάζω συνεντεύξεις πάρα πολλές… Του Φράνζεν δηλαδή έχω διαβάσει τα πάντα, ας πούμε, και βοηθούμαι έτσι.

Σχετικά με την επιμέλεια της μετάφρασης, ποια είναι η σχέση σας με τους επιμελητές των έργων που μεταφράζετε;

Εκτός από μία περίπτωση, πριν από πάρα πολλά χρόνια, είναι η καλύτερη δυνατή.

Και θεωρείτε ότι είναι απαραίτητη η επιμέλεια κάθε φορά;

Είναι απαραίτητη όταν ο μεταφραστής συνεργάζεται με τον επιμελητή και όταν ο επιμελητής αγαπάει το έργο του συγγραφέα ή το γνωρίζει, εν πάση περιπτώσει. Γιατί αν βάλει ο μεταφραστής «της θαλάσσης» σε κάποιο σημείο, και όχι «της θάλασσας», πάει να πει ότι έχει κάποιον λόγο. Συνήθως, επειδή βιομηχανοποιείται το πράγμα, πολλοί επιμελητές το κάνουνε λίγο φασόν, ας πούμε. Αλλά όταν πετύχεις τον επιμελητή ή την επιμελήτρια με την οποία έχεις μια επικοινωνία – και εμείς συνήθως αυτό κάνουμε, δηλαδή και με τους εκδότες συνεννοούμαστε ποιος επιμελητής θα μας αναλάβει, οπότε υπάρχει μια επικοινωνία τέτοια, πίνουμε καφέδες, το συζητάμε, και σε μερικά ζόρικα πράγματα βρίσκουμε από κοινού λύσεις.

Και, σχετικά με τη σχέση που έχει ένας μεταφραστής με τους εκδοτικούς οίκους, είναι αντίστοιχη με αυτή των επιμελητών;

Πάλι δεν κατάλαβα.

Εννοούμε, ας πούμε, πώς είναι η συνεργασία σας με τους εκδοτικούς οίκους. Ποιος επιλέγει για παράδειγμα τον τίτλο;

Εκεί δεν υπάρχει κάτι στάνταρ. Δηλαδή άλλοι μεταφραστές κάνουν τη μετάφραση, την παραδίδουν και χέστηκαν, ας πούμε ξέρω ‘γω. Δεν τους ενδιαφέρει μετά να επιμείνουν. Εξαρτάται απ’ το βιβλίο, απ’ τον συγγραφέα, από τον εκδότη, από όλα αυτά. Προσωπικά φροντίζω να έχω μια αρμονική σχέση με τον εκδότη. Δηλαδή να μην υπάρχει αντιμαχία και κόντρα και τέτοια. Μαζί επιλέγουμε τον τίτλο. Τελευταίο παράδειγμα είναι του Τζορτζ Σόντερς [George Saunders] το βιβλίο, που λεγόταν Lincoln in the Bardo. Το «bardo» είναι μια περίεργη έννοια της θιβετιανής, ας πούμε, θεοσοφίας. Είναι ένα ενδιάμεσο σαν το «limbo», σαν το καθαριστήριο. Στα ελληνικά, τώρα, να λέγαμε «ο Λίνκολν στο μπάρντο», θα ήταν ακατανόητο τελείως. Θα νομίζαν την Μπριζίτ Μπαρντό κιόλας. Και έκανα μια παρήχηση και το βαφτίσαμε το βιβλίο Λήθη και Λίνκολν. Ο εκδότης το δέχτηκε αμέσως και προχωρήσαμε έτσι. Συμβαίνει αυτό. Δηλαδή πετάς μια ιδέα κι αν γίνει δεκτή, it’s okay, προχωράμε έτσι.

Έχουν υπάρξει περιπτώσεις λογοκρισίας, που κάποιος εκδότης ή επιμελητής να σας αλλάξει κάτι;

Όχι, όχι, καθόλου, πότε. Μία περίπτωση ήτανε μόνο, αλλά με συζήτηση λύθηκε το θέμα. Δηλαδή ήτανε του Γουίλιαμ Γκόλντινγκ [William Golding] –που είχε πάρει και το Νόμπελ– ένα βιβλίο, το οποίο το είχε αφήσει ημιτελές, είχε να κάνει την αρχαία Ελλάδα, με την Πυθία, κι όλα αυτά, και σε πολλά σημεία έβαζα εγώ…, ήταν κατά λέξη μετάφραση, αλλά χρησιμοποιούσα στίχους ποιητών. Δηλαδή βλέπει η Πυθία τον κάμπο και λέει «Κοίτα τι ωραία που είναι και που πέφτει το φως», κι εγώ έβαλα «Άρμεγε με τα μάτια σου το φως της Οικουμένης» που είναι από τον Επιτάφιο του Ρίτσου. Κάνω τέτοια κόλπα, ας πούμε, αλλά πάντα σε συνεννόηση με τον εκδότη, με την επιμελήτρια, με τον επιμελητή.

Θεωρείτε ότι η κριτική για έναν μεταφραστή είναι απαραίτητη;

Σαφώς! Σαφώς και ευτυχώς τώρα πολλοί κριτικοί παρουσιαστές βιβλίων λένε και δυο λόγια για τον μεταφραστή και για το τι έχει κάνει. Γιατί παλιά το όνομα του μεταφραστή δεν έμπαινε στο εξώφυλλο. Τώρα μπαίνει ευτυχώς σε εξώφυλλα. Και το κοινό έχει μάθει και ζητάει τον τάδε συγγραφέα από έναν συγκεκριμένο μεταφραστή. Κι αυτό είναι, νομίζω, κάτι το οποίο βοηθάει και τον αναγνώστη. Να ξέρει, ας πούμε, ότι η Κλαίρη Παπαμιχαήλ έχει μεταφράσει τον Ντίκενς [Dickens], έτσι; Ή ο Παπαγιώργης έχει μεταφράσει τον Ντεριντά [Derrida]. Οπότε δημιουργείται μια τέτοια σχέση εμπιστοσύνης και το κοινό έχει γίνει πιο απαιτητικό ευτυχώς, δηλαδή ζητάει πράγματα παραπάνω, δεν παίρνει το βιβλίο απλώς για να περάσει την ώρα του μόνο, αλλά κάνει συντροφιά με το βιβλίο, το κρατάει, ας πούμε. Οπότε υπάρχει αυτή η βελτίωση του στάτους, ας πούμε, της θέσης του μεταφραστή σαν ενδιάμεσου ανάμεσα στο κοινό και στους εκδότες.

Και χθες λέγαμε κιόλας ότι βοηθάει αυτό και στη χειραφέτηση του ίδιου του αναγνώστη.

Ε, ναι. Δηλαδή όπως διαλέγει το εξώφυλλο, και ακόμα αν είναι πολυτονικό ή μονοτονικό… Τώρα πολλοί εκδότες επιμένουν στο πολυτονικό και –το κλαρίνο μου– καλά κάνουν όταν πρέπει, έτσι, όχι πάντα. Δημιουργείται μια σχέση τέτοια που οι αναγνώστες είναι πιο απαιτητικοί, οπότε πιέζεται, με αγάπη, κι ο εκδότης να είναι πιο επιλεκτικός και να τσουλάει πιο πολύ η συνεννόηση ανάμεσα στους διάφορους που παράγουν το βιβλίο. Στον Gutenberg, ας πούμε, στις εκδόσεις Gutenberg, ή στον Ίκαρο, ή στη Στιγμή υπάρχει μια μεγάλη αρμονία ανάμεσα στον γραφίστα, στον εκδότη, στον επιμελητή, στον μεταφραστή, στον συγγραφέα. Γίνονται τα βιβλία λίγο πιο χειροποίητα κι αυτό είναι καλό για το βιβλίο.

Εσείς ο ίδιος έχετε δεχθεί κριτική ή σας αγχώνει η ιδέα της κριτικής για κάποια μετάφρασή σας;

Όχι, δεν μ’ αγχώνει τίποτα. Δηλαδή τι να με αγχώσει; Έχω δεχθεί, έχω απαντήσει, λύθηκε το ζήτημα, εντάξει.

Πριν σας αφήσουμε μόνο δύο τελευταίες ερωτήσεις. Είστε αισιόδοξος για το μέλλον της μετάφρασης και των μεταφραστών στην Ελλάδα;

Πάρα πολύ, πάρα πολύ, πάρα πολύ. Γιατί είχε γίνει κι η προσπάθεια με το ΕΚΕΜΕΛ. Δηλαδή το πράγμα σοβαρεύει, σιγά-σιγά ορισμένοι μεταφραστές ειδικεύονται, αν όχι σε συγγραφείς, σε είδη. Δηλαδή η Αργυρώ Μακάροφ έχει μεταφράσει όλο τον Σιμενόν [Simenon] ή ο Ανδρέας Αποστολίδης τον Τζέιμς Ελρόι [James Ellroy], και αστυνομικά, και τα λοιπά. Οπότε δημιουργείται αυτή η κατάσταση ότι ο μεταφραστής δεν είναι απλώς ένα μηχάνημα, ας πούμε, αλλά ένας άνθρωπος ο οποίος έχει τα γούστα του, τις προτιμήσεις του, και το κάνει με περισσότερο κέφι, βέβαια. Άμα κάνεις κάτι το οποίο σου αρέσει το κάνεις πιο γλυκά και πιο όμορφα.

Και τι συμβουλή θα δίνατε σε έναν φοιτητή ή μια φοιτήτρια ξένης φιλολογίας που πιθανόν θέλει να ασχοληθεί με τη μετάφραση στο μέλλον;

Να πάρει ένα καλό ζευγάρι παντόφλες, να διαβάζει πολύ, και να μη διαβάζει μόνο λογοτεχνία. Δηλαδή η μετάφραση απαιτεί το να ξέρεις κινηματογράφο, μουσική, μαθηματικά, μπέιζμπολ –εμένα μου ‘χουν σπάσει τα νεύρα πολλές φορές με αυτό το πράγμα που λέγεται μπέιζμπολ, γιατί υπάρχει σε αμερικανικά μυθιστορήματα, δεν έχω καταλάβει ακόμη πώς παίζεται, αλλά μαθαίνω, ας πούμε–, να ξέρεις μπριτζ, να ξέρεις σκάκι. Ο μεταφραστής σιγά-σιγά γίνεται ένας πανεπιστήμων άνθρωπος που πρέπει να ξέρει σχεδόν τα πάντα, έστω από λίγο, και αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον και για τον ίδιο. Δηλαδή μορφώνεται μεταφράζοντας κανείς, οπότε καλό είναι να μορφώνεσαι.

Τέλεια.  Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ. Να είστε καλά και καλή συνέχεια.

Εγώ σας ευχαριστώ.

Βιογραφικό

Ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1960. Είναι ποιητής, μεταφραστής και συγγραφέας. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 άρχισε να γράφει σε έντυπα όπως το Ιδεοδρόμιο του Λεωνίδα Χρηστάκη και η Χιονάτη του Βαγγέλη Κοτρώνη, και να συνθέτει ποιήματα και πεζογραφήματα. Κείμενά του δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά όπως η Οδός Πανός, ο Ήχος, το Κάππα, η Λέξη, η Πολιορκία κ.ά. Συνεργάστηκε για δέκα χρόνια με την εφημερίδα Ελευθεροτυπία και το περιοδικό Έψιλον. Ο τρόπος ζωής του τον οδήγησε στη συστηματική μελέτη των λεγόμενων «ιστορικών πρωτοποριών» (Φουτουρισμός, Dada, Υπερρεαλισμός), των Beat ποιητών και συγγραφέων, καθώς και του ρεύματος για την «υπέρβαση και την πραγμάτωση της Τέχνης» (Cobra, Λεττριστές, Καταστασιακοί). Καρπός αυτών των αναζητήσεών του είναι τα βιβλία του για τον William S. Burroughs, για την Internationale Situationniste, για τον Guy Debord, για τον Μάη του ’68. Ίδρυσε και διηύθυνε την επιθεώρηση Propaganda, όπου δημοσιεύτηκαν κρίσιμα κείμενα για την πολιτική και την κουλτούρα των καιρών μας, ενώ έχει εργαστεί και στο ελληνικό ραδιόφωνο. Διευθύνει τη σειρά Αιφνίδια Ντοκιμαντέρ στις εκδόσεις Γαβριηλίδης και το λογοτεχνικό περιοδικό/εγχείρημα ΚΟΡΕΚΤ μαζί με τον ποιητή Θάνο Σταθόπουλο στις εκδόσεις Νεφέλη. Είναι μέλος του Κύκλου Ποιητών και της Εταιρείας Συγγραφέων.
Πηγή: Βιβλιοnet.

Επιλεγμένες μεταφράσεις

James, Henry (1997). Το πορτρέτο μιας κυρίας [The Portrait of a Lady]. Αθήνα: Καστανιώτη.

Conrad, Joseph (2000). Η καρδιά του σκότους [Heart of Darkness]. Αθήνα: Ερατώ.

Nabokov, Vladimir (2002). Λολίτα. Η σχολιασμένη έκδοση [Lolita]. Αθήνα: Πατάκη.

Miller, Henry (2005). Ο τροπικός του Καρκίνου [Tropic of Cancer]. Αθήνα: Μεταίχμιο.

Bukowski, Charles (2014). Γυναίκες [Women]. Αθήνα: Μεταίχμιο.

Joyce, James (2014). Το κονάκι του Φιν [Finn’s Hotel]. Αθήνα: Ψυχογιός.

Saunders, George (2015). Δεκάτη Δεκεμβρίου [Tenth of December]. Αθήνα: Ίκαρος.

Foster Wallace, David (2016). Η σκούπα και το σύστημα [The Broom of the System]. Αθήνα: Κριτική.

Franzen, Jonathan (2017). Οι διορθώσεις [The Corrections]. Αθήνα: Ψυχογιός.

Kerouac, Jack (2018). Δόκτωρ Σαξ [Dr. Sax]. Αθήνα: Πατάκη.

Συνέντευξη: Φωτεινή Πατεινάρη και Γρηγόρης Παυλίδης
Ημερομηνία και τόπος:
Μάιος 2019, Θεσσαλονίκη
Παραπομπή: Βηδενμάιερ, Ανθή, Λάμπρου, Δέσποινα και Πατεινάρη, Φωτεινή (2021). «Συνέντευξη με τον Γιώργο-Ίκαρο Μπαμπασάκη», Πορτρέτα μεταφραστριών και μεταφραστών. Θεσσαλονίκη: Τμήμα Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. 

Κατηγορία: μεταφράστρια/μεταφραστής, αγγλικά–ελληνικά, μετάφραση πεζογραφίας