Μενού Κλείσιμο

Αχιλλέας Κυριακίδης

Απομαγνητοφώνηση

Γεια σας, κύριε Κυριακίδη, είναι μεγάλη μας χαρά που είστε εδώ μαζί μας.

Και δική μου.

Θα ξεκινήσουμε με λίγες ερωτήσεις για τη μετάφραση και για την προσωπική σας σχέση με τη μετάφραση. Πώς προέκυψε, λοιπόν, η μετάφραση στη ζωή σας;

Προέκυψε όταν επί Χούντας διάβασα ένα μυθιστόρημα που μου είχε αρέσει πάρα πολύ, του Φερνάντο Αραμπάλ [Fernando Arrabal], το Viva la Muerte και αποφάσισα να το μεταφράσω, νομίζοντας ότι επειδή ήξερα πολύ καλά γαλλικά θα μπορούσα να αποδώσω και ένα οποιοδήποτε γαλλικό κείμενο στα ελληνικά. Το πάλεψα, το πάλεψα, το πάλεψα… Τελικά βγήκε ένα αποτέλεσμα που το θεωρώ ευπρόσωπο, δηλαδή ακόμα και τώρα ενδεχομένως να το υπέγραφα. Έψαξα να βρω εκδότη, κανένας εκδότης δεν τόλμησε να το βγάλει. Ήταν ένα έτσι τελείως αναρχικομπουρλεσκογκροτέσκο πράγμα, σαν αυτά τα γραπτά του Αραμπάλ, το οποίο δεν ήθελε κανείς να το βγάλει, νομίζω μετά βγήκε. Αλλά τέλος πάντων αυτή ήταν η πρώτη μου απόπειρα, η οποία αποδείχθηκε άγονη από πλευράς έκδοσης αλλά με έβαλε στο τριπ. Τότε είχα αρχίσει να γράφω κι εγώ τα πρώτα μου διηγήματα και καταλάβαινα δηλαδή όταν διάβαζα ένα ξένο βιβλίο στο πρωτότυπο, πόσο πρέπει να έχει κανείς μια γνώση της γραφής για να καταλάβει πώς μπορεί να μεταφράσει αυτό που έχει γράψει ένας άλλος σε μια άλλη γλώσσα. Γι’ αυτό και πιστεύω ότι είναι ιδεώδες ένας μεταφραστής να είναι και συγγραφέας ή εν πάση περιπτώσει να ξέρει καλά την τέχνη της γραφής για να μπορεί να αποδώσει και να δει τι είναι αυτό που πόνεσε τον συγγραφέα όταν έγραψε αυτό που έγραψε έτσι όπως το έγραψε και τι είναι αυτό που τον ώθησε να το γράψει έτσι. Ε, μετά έγινε η γνωριμία μου με τον Μπόρχες [Borges], όχι προσωπική γνωριμία, αυτή ακολούθησε μετά από πολλά χρόνια, κι όταν διάβασα τα πρώτα του κείμενα στα αγγλικά και στα γαλλικά, είπα ότι αυτόν τον άνθρωπο πρέπει να μάθω ισπανικά για να μπορέσω να τον διαβάσω στο πρωτότυπο. Έμαθα ισπανικά, με βοήθησε αυτή η πολύ καλή γνώση των γαλλικών και των λατινικών του σχολείου, όσο κι αν ακούγεται λίγο περίεργο, αλλά ήμουν παρά πολύ καλός στα λατινικά κι αυτό με βοήθησε να μάθω όλες τις λατινογενείς γλώσσες με μεγάλη ευκολία. Μπόρεσα να μάθω έτσι τα ισπανικά, μόνο και μόνο για να διαβάσω Μπόρχες και να μεταφράσω τα πρώτα του δύο διηγήματα. Τα πρώτα διηγήματα του Μπόρχες που μετέφρασα ήταν το Ρόδινο και γαλάζιο, που εκδόθηκε από τις εκδόσεις Ύψιλον, κι από εκεί άρχισε μια σειρά μεταφράσεων που αισίως έχουν φτάσει τις 120.

120 σήμερα! Μετά από τόση εμπειρία, τι θα λέγατε ότι σημαίνει για εσάς ο όρος «μεταφράζω»;

Μεταφράζω σημαίνει… Τον μόνο ορισμό που μπορώ να δώσω στο «μεταφράζω» είναι «διαβάζω δημιουργικά». Ο μεταφραστής είναι ένας δημιουργικός αναγνώστης. Κι αν μπορέσει αυτό το οποίο διαβάζει και το κατανοεί, να το μεταπλάσει στη δική του γλώσσα, χωρίς να το αλλοιώσει, χωρίς να προσπαθεί να το βελτιώσει ή να το φέρει στο δικό του ύφος… Αυτό είναι έγκλημα. Μεταφραστικό έγκλημα. Να κοιτάξεις να βελτιώσεις ή να ωραιοποιήσεις, κατά το δικό σου δοκούν, ένα πρωτότυπο κείμενο. Ο μεταφραστής υπηρετεί τον συγγραφέα. Απολύτως.

Κι όσον αφορά τη διαδικασία της μετάφρασης, γράφετε κι ο ίδιος. Όσον αφορά τη μετάφραση αυτό σας επηρεάζει, ως προς το τι θα μεταφράσετε, ποιο είδος λογοτεχνίας θα μεταφράσετε; Έχετε κάποια προτίμηση;

Προφανώς. Ευτυχώς ζούσα, βιοποριζόμουνα με άλλους τρόπους και άρα η μετάφραση ποτέ δεν ήταν για μένα το βιοποριστικό μου επάγγελμα. Άρα είχα την ευχέρεια και την ευλογία να μπορώ να διαλέγω εγώ αυτά τα οποία ήθελα να μεταφράσω και μετέφρασα. Εκτός από δυο-τρεις εξαιρέσεις, αλλά στα 120 βιβλία δυο-τρεις εξαιρέσεις είναι…, δηλαδή παρακλήσεις εκδοτών φίλων –«Σε παρακαλώ, μπορεί να μη σ’ αρέσει αλλά καν’ το, γιατί θέλω εσένα»– και το ‘κανα. Αλλά τα περισσότερα βιβλία ήταν καθαρά δική μου επιλογή. Ε, μετά τον Μπόρχες, όπως καταλαβαίνετε, το πράγμα ωθήθηκε προς τη Νότια Αμερική και τη νοτιοαμερικανική λογοτεχνία, και θα ‘λεγα ότι εκεί στράφηκε κατά μεγάλο μέρος το ενδιαφέρον μου το μεταφραστικό, παρόλο που στο μεταξύ μπαίνανε και διάφορα έτσι γαλλικά ονόματα, όπως ο Μοντιανό [Modiano] ή ο Εσνόζ [Echenoz], που τους αγαπώ παρά-πάρα πολύ και ένας Αμερικάνος συγγραφέας, που πρόσφατα προέκυψε και τον οποίο λατρεύω, τον Άντονι Μάρα [Anthony Marra], που μετέφρασα τα δύο του βιβλία και όπου να ‘ναι θα μεταφράσω και το τρίτο του.

Σε αυτήν τη διαδικασία τι είδους μεταφραστικά προβλήματα συναντάτε; Τι θα λέγατε ότι είναι αυτό που σας δυσκολεύει περισσότερο;

Αυτό που δυσκολεύει περισσότερο σε μια μετάφραση δεν είναι η αντικατάσταση των λέξεων. Αυτό είναι κάτι παρά πολύ εύκολο, αν και εκεί οι περισσότεροι αδόκιμοι μεταφραστές την πατάνε. Δηλαδή νομίζουν ότι αν πάρω το πρώτο λήμμα του λεξικού και το μεταφέρω ακριβώς στα ελληνικά… Μπορεί να υπάρχει και μια δεύτερη ερμηνεία του λήμματος. Το πρόβλημα είναι ο ρυθμός και το ύφος. Δηλαδή να μπορέσει ο μεταφραστής στη γλώσσα να μεταφέρει το ύφος και τον ρυθμό του πρωτοτύπου. Είναι έγκλημα όταν ο άλλος γράφει με μακροπερίοδες παραγράφους κλπ. εσύ να το κάνεις, να το κόψεις και να βάλεις… Είναι σαν να μοντάρεις αλλιώς μια ταινία, ενώ αυτός την έχει συλλάβει διαφορετικά. Ο σκηνοθέτης.

Θυμάστε κάποιο κείμενο που σας δυσκόλεψε περισσότερο ή κάποιο πολιτισμικό στοιχείο ή κάτι στο ύφος του κειμένου;

Ναι. Με δυσκόλεψε παρά πολύ το Ζωή, οδηγίες χρήσεως του Ζωρζ Περέκ [Georges Perec], ένας κορυφαίος Γάλλος συγγραφέας, με ένα «πολυμυθιστόρημα». Ο ίδιος το χαρακτηρίζει «romans» με s στο τέλος, δηλαδή μυθιστορήματα, εγώ το ονομάζω «πολυμυθιστόρημα». Είναι ένα καταπληκτικό βιβλίο, είναι η κορυφαία στιγμή του «OuLiPo», αυτού του Εργαστηρίου Δυνητικής Λογοτεχνίας, που ιδρύσανε ο Κενό [Queneau] και ο Φρανσουά Λε Λιονέ [François Le Lionnais] στη Γαλλία. Αυτό με δυσκόλεψε τρομερά, αλλά ήταν μια από τις μεγάλες χαρές της ζωής μου η μετάφραση αυτού του βιβλίου, όπως και η πρόσφατη μετάφραση του Κουτσού του Κορτάσαρ [Cortázar]. Πέρασα δύο χρόνια υπέροχα μεταφράζοντας το Κουτσό, βγήκε πριν από έναν, δύο μήνες. Αλλά περιέργως με δυσκολεύουν πάρα πολύ τα μικρά βιβλία. Δηλαδή υπάρχει ένα μικρό βιβλίο, Ο λόγος του Πασκάλ Κινιάρ [Pascal Quignard], που είναι μια πάρα πολύ μικρή νουβέλα, η οποία με ταλαιπώρησε αφάνταστα. Αφάνταστα! Γιατί έπρεπε όλη αυτήν την πυκνότητα που είχε το κείμενο να την αποδώσω σε μια γλώσσα, την ελληνική, η οποία δεν διευκολύνει την πυκνότητα. Είναι μια γλώσσα που έχει μεγάλες λέξεις κι επομένως έχει πολύ αέρα το ελληνικό κείμενο. Δεν μπορούσα. Το γαλλικό κείμενο ήταν παρά-πάρα πολύ πυκνό. Γι’ αυτό και είναι πρόβλημα και πάρα πολύ δύσκολη η μετάφραση από τα αγγλικά. Εγώ θεωρώ την αγγλική γλώσσα την πιο δύσκολη γλώσσα την οποία μπορεί να μεταφράσει ένας Έλληνας. Από τα αγγλικά στα γαλλικά είναι εύκολο για έναν Γάλλο. Αλλά για έναν Έλληνα είναι τεράστια η διαφορά του ύφους, της μουσικής, του ήχου της αγγλικής γλώσσας από την ελληνική. Αυτές οι κοφτές λέξεις! Είναι πάρα πολύ δύσκολη γλώσσα. Πολλές φορές είχα δηλώσει ότι αν μου έδιναν να μεταφράσω το A Tale of Two Cities του Ντίκενς [Dickens], Ιστορία δύο πόλεων, πιθανόν να έλεγα ότι, ναι, να το μεταφράσω, αλλά επιτρέψτε μου να αφήσω αμετάφραστη την πρώτη φράση αυτού του βιβλίου που είναι –έτσι ξεκινάει το βιβλίο– «Ιt was the best of times, it was the worst of times». Αυτό όσο καλά και να το αποδώσεις στα ελληνικά, αυτή η σχεδόν τηλεγραφική, αλλά και τόσο συνοπτική απόδοση τα λέει όλα. Και στο Κουτσό έχω αφήσει κάποια πράγματα αμετάφραστα στα ισπανικά, γιατί θα χάλαγα τη μουσική, και το βάζω σε μια υποσημείωση στο τέλος τι ακριβώς σημαίνει στα ελληνικά. Θα χάλαγα τη μουσική, την οποία προσπάθησα να αποδώσω με τα συμφραζόμενα στα ελληνικά, αλλά αυτή η συγκεκριμένη πρόταση –μπορεί να ‘ναι δύο-τρεις λέξεις– τις άφησα στα ισπανικά. Είναι ένα πείραμα που δεν το έχουν κάνει πολλοί. Εγώ τουλάχιστον το έκανα πρώτη φορά και νομίζω ότι πέτυχε.

Εξαιρετικά. Και περνώντας στα του επαγγέλματος τώρα, μερικές ερωτήσεις σχετικά με το επάγγελμα του μεταφραστή. Πώς είναι μια τυπική μέρα ενός μεταφραστή; Πώς είναι η διαδικασία που ακολουθείτε, ας πούμε;

Αν ήμουν επαγγελματίας μεταφραστής;

Ή όταν εσείς πιάνετε να μεταφράσετε ένα έργο.

Τι κάνω;

Ναι, ναι.

Καταρχήν, διαβάζω το έργο μία οπωσδήποτε, αλλά ενδεχομένως και μια δεύτερη φορά και μετά αρχίζω και κάνω μια επίθεση σαν αυτές που κάνανε οι Γερμανοί αεροπόροι τα «Blitzkriege», δηλαδή ένας πολύ γρήγορος, αστραπιαίος πόλεμος. Αρχίζω και μεταφράζω ό,τι θέλω. Αν διαβάσει κανείς το πρώτο «draft» μιας μετάφρασής μου θα χτυπηθεί κάτω απ’ τα γέλια. Δεν κάθομαι να ασχοληθώ αν πρέπει να το πω αυτό τασάκι, βάζο ή καρέκλα. Γράφω τασάκι για να περνάει. Λέξεις που δεν καταλαβαίνω τι λέει τις αφήνω, τις μεταφέρω στα ισπανικά κλπ. Μετά αρχίζει το δεύτερο χέρι, το τρίτο χέρι, το τέταρτο χέρι και όταν πια έχει ολοκληρωθεί το ελληνικό κείμενο, εκεί πια αρχίζει η μεγάλη εγχείρηση, που είναι ο ρυθμός, η μουσική, το τέμπο της μετάφρασης. Έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία αυτό. Και ένα άλλο, σε ό,τι αφορά αυτό τη γλώσσα και όχι αυτό τον ρυθμό, έχει να κάνει με τη γλώσσα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας. Να σας πω ένα παράδειγμα: υπάρχει μια συλλογή διηγημάτων του Φουέντες [Fuentes] που λέγεται Νερό καμένο, Agua quemada, που βγήκε. Tο μετέφρασα για τις εκδόσεις Άγρα και είναι τρία ομόκεντρα διηγήματα, τα οποία διαδραματίζονται στην πόλη του Μεξικού την ίδια περίπου εποχή και σχεδόν στο τέλος κάπως συνδέονται μεταξύ τους αυτά τα τρία διηγήματα, αλλά το καθένα είναι γραμμένο με μια διαφορετική διάλεκτο –πώς να το πω–, με ένα διαφορετικό ιδίωμα. Στο πρώτο, επειδή αφορά έναν αριστοκράτη, ξεπεσμένο αριστοκράτη, υπάρχει μια ευγένεια στη γλώσσα, στο δεύτερο είναι ένας τραμπούκος, ένας αλήτης, υπάρχει μια μαγκιά δηλαδή, άρα έπρεπε κι εγώ να τη μεταφέρω. Είναι πάρα πολύ δύσκολα αυτά τα πράγματα, δεν μπορείς να τα μεταφράσεις έτσι και να τα ισοπεδώσεις όλα και να τα κάνεις με μία γλώσσα όλα. Είναι λεπτοχειρουργική η μετάφραση.

Τέλειος όρος! Περνώντας τώρα στα καθαρά του επαγγέλματος, ποιες θα λέγατε ότι είναι οι σημαντικότερες δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένας μεταφραστής ως προς τον βιοπορισμό ή τις απολαβές; Αν κι εσείς δεν βιοπορίζεστε, αλλά από την εμπειρία σας τόσα χρόνια. Ποιες είναι οι μεγαλύτερες δυσκολίες που έχετε αντιμετωπίσει;

Εγώ δεν έχω αντιμετωπίσει δυσκολίες, γιατί σας λέω ότι έχω την έχω και την ευχέρεια να αρνηθώ ενδεχομένως μια πρόταση που θα μου γίνει, αν δεν με καλύπτει το οικονομικό. Αυτό καταλαβαίνω ότι δεν είναι σε θέση να το κάνει ένας που βγαίνει τώρα στη μετάφραση ή πόσο μάλλον ένας ο οποίος αποφασίζει να βιοποριστεί απ’ τη μετάφραση, άρα στην αρχή τουλάχιστον θα λέει ναι σε κάθε πρόταση που του γίνεται, έστω κι αν είναι κακό το αντιμίσθιο. Υπάρχει και πληθώρα, αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα τουλάχιστον, υπάρχει πληθώρα μεταφραστών που δεν ξέρω με τι τιμές τα κάνουν αυτά τα πράγματα και πόσο εάν δεχθεί ένας να κάνει με πολύ χαμηλή τιμή, γιατί πρέπει να πάρει λεφτά, εάν αυτό κάνει κακό στους άλλους οι οποίοι θεωρούν ότι έχουν μια κάποια ποιότητα και άρα πρέπει να διαπραγματευτούν λιγάκι παραπάνω. Είναι λίγο δύσκολο, είναι και λίγο ζόρικος ο τομέας.

Είναι λεπτό το ζήτημα. Πέρα από το αντιμίσθιο, είστε ικανοποιημένος απ’ τη θέση, απ’ το status που έχουν οι μεταφραστές;

Νομίζω ναι. Στην Ελλάδα τώρα τελευταία μάλιστα έχει αυξηθεί πάρα πολύ το πρεστίζ των μεταφραστών, γιατί έχουν βγει εξαιρετικοί μεταφραστές. Μιλάω για τα τελευταία είκοσι-τριάντα χρόνια. Παλιά δεν ήταν τόσο καλό. Θυμάμαι ότι παλιά λέγαν την καραμέλα ότι όπως ο ελληνικός κινηματογράφος δεν έχει καλό σενάριο, ότι αυτό είναι το πρόβλημα του, στην Ελλάδα για το βιβλίο λέγαν ότι δεν υπάρχουν καλοί μεταφραστές στην Ελλάδα. Ακόμα και αυτοί που θεωρούνταν καλοί μεταφραστές τελικά δεν ήταν. Δηλαδή ο Κοσμάς ο Πολίτης, ο οποίος μετέφραζε ένα βιβλίο την ημέρα, εξαιρετικός συγγραφέας μεν, άλλα ήταν τέτοια η μανία του να μεταφράζει κλπ. και ίσως ήθελε για να βγάλει λεφτά ο άνθρωπος, δεν ξέρω, παρόλο που δούλευε στην τράπεζα. Υπάρχουν βιβλία τα οποία είναι πετσοκομμένα, δηλαδή παραγράφους ολόκληρες τις οποίες παρέλειπε. Τέτοια μεταφραστικά εγκλήματα έχουν γίνει. Υπήρχαν βέβαια και πολλοί μεγάλοι μεταφραστές, ιδίως ο Άρης Αλεξάνδρου που έχει μεταφράσει από τα ρώσικα… Αλλά τώρα, τα τελευταία είκοσι-τριάντα χρόνια, έχουν βγει εξαιρετικοί μεταφραστές.

Αισιόδοξο αυτό για το μέλλον.

Και ένα κακό που έχει κάνει γενικά στο θέμα μετάφραση είναι η κριτική της λογοτεχνίας. Όταν ξεμπερδεύουν οι κριτικοί της λογοτεχνίας με το «εξαιρετική η μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη» κλπ., ενώ μπορεί να μην είναι εξαιρετική, ενώ είναι χρέος τους να πουν γιατί δεν είναι καλή ή μπορούν να πουν ότι «δεν είναι καλή η μετάφραση του Κυριακίδη», αν θέλουν να πουν ένα κομπλιμέντο ας πουν ότι «παρόλο που είναι δόκιμος μεταφραστής κλπ., εντούτοις εδώ κάτι δεν πάει καλά σε αυτό». Να κάνουν μια κριτική! «Εξαιρετική μετάφραση»… ‘ντάξει! Παντού όπου διαβάσετε «είστε πολύ καλοί» και «πολύ ωραία γλώσσα του μεταφραστή» κλπ. Ναι, αλλά μπορεί να έχει κάνει σφάλματα τεράστια. Βρες τα, είσαι υποχρεωμένος.

Ήταν μία από τις ερωτήσεις που θέλαμε και εμείς να σας κάνουμε σχετικά με την κριτική, γιατί πολλοί μεταφραστές μάς λένε ότι ακούμε συνέχεια το «ωραίο σαν μετάφραση», αλλά αυτό τι σημαίνει στην τελική…

Μα και για τα βιβλία γενικά. Έχετε διαβάσει κακή κριτική βιβλίου στην Ελλάδα; Κακή κριτική! Να γράψει π.χ. ο Βαλτινός, ένας τόσο καταξιωμένος συγγραφέας, ένα βιβλίο που να είναι κακό, βρε παιδί μου! Έχει δικαίωμα να γράψει ένα κακό βιβλίο. Ή δεν πρόκειται να ασχοληθούν καθόλου, θα το αποσιωπήσουν, ή θα γράψουν ένα πολύ συμβατικό σημείωμα «το τελευταίο βιβλίο του Βαλτινού που αναπαράγει, αναμασάει, τα μοτίβα του» κλπ. Αλλά γιατί είναι κακό το βιβλίο δεν θα το πούνε.

Έτσι είναι. Μιας και είμαστε τώρα στο κομμάτι με τους υπόλοιπους παράγοντες του λογοτεχνικού πεδίου, εσείς κατά τη διάρκεια μιας μετάφρασης έχει τύχει να συνεργαστείτε και με άλλους μεταφραστές ή είναι κάτι που κάνετε μόνος σας;

Όχι, είναι μοναχική εργασία η μετάφραση. Εκτός αν είναι επιστημονικό σύγγραμμα κλπ., που καμιά φορά συνεργάζονται δυο-τρεις. Ένα βιβλίο έχω μεταφράσει μαζί με τον Δημήτρη Καλοκύρη, αλλά δεν ήταν ένα μυθιστόρημα, ήταν –ξέρω ‘γω– 50… οι Σύντομες και παράξενες ιστορίες των Μπόρχες και Κασάρες [Casares], που ακριβώς επειδή το είχαν γράψει δύο στην ουσία είναι μια ανθολογία κειμένων του φανταστικού, μικρών πεζών του φανταστικού, οπότε μοιράσαμε τα πεζά. Δηλαδή δεν δουλέψαμε μαζί στο ίδιο γραφείο δίπλα-δίπλα, να σπρώχνει ο ένας τον αγκώνα του άλλου. Δεν γίνεται αυτό, νομίζω ότι είναι πολύ δύσκολο.

Είναι μοναχική δουλειά.

Ε, ναι.

Και όσον αφορά την επιμέλεια, ποια είναι η σχέση σας με τους επιμελητές των έργων που έχετε μεταφράσει;

Έχω πάλι την ευχέρεια και την ευλογία να μπορώ να αρνηθώ την επιμέλεια από άλλον. Μετά από τόσα χρόνια που παλεύω σ’ αυτήν την παλαίστρα της μετάφρασης και τη συγγραφής, έχω καταφέρει τουλάχιστον να απαιτώ να σέβονται τον δικό μου τρόπο γραφής, τη δική μου στίξη… Δεν μπορώ τις επιμέλειες. Αυτός είναι ένας κλάδος ο οποίος χρειάζεται επιμόρφωση στην Ελλάδα. Χρειάζεται να επιμορφωθούν κάποιοι επιμελητές. Διαβάζω σύγχρονα ελληνικά βιβλία που έχουν περάσει από επιμέλειες κλπ. και βρίσκω πράγματα μέσα που με τρελαίνουν! Σπάνια θα βρείτε τον υπερσυντέλικο να τιμάται όπως του αξίζει. «Πήγα τον Αχιλλέα στον γιατρό, γιατί χτύπησε» διαβάζεις, ενώ είναι «Πήγα τον Αχιλλέα στο γιατρό, γιατί είχε χτυπήσει». Ο υπερσυντέλικος είναι το παρελθόν του παρελθόντος. Ε, άμα μου βρείτε σε ένα οποιοδήποτε νεοελληνικό βιβλίο τρεις υπερσυντέλικους θα σας συγχαρώ. Αγριεύομαι!

Το κατανοούμε! Μιας και μιλάμε για την επιμέλεια –αν κι έχετε τη δυνατότητα να επιλέγετε, όπως είπατε, τον επιμελητή ή τι θα γίνει–, στην πορεία σας όλα αυτά τα χρόνια, σας έχουν τύχει περιπτώσεις λογοκρισίας, ένας εκδότης ή ένας επιμελητής να αλλάξει κάτι, και πώς το διαχειριστήκατε;

Έγινε το εξής καταπληκτικό: είχα μεταφράσει ένα βιβλίο του Τρούμαν Καπότε [Truman Capote] το Other Voices, Other Rooms, το οποίο το μετέφρασα βέβαια «άλλες φωνές, άλλα δωμάτια», γιατί στο προτελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, ο μικρός ήρωας του βιβλίου πηγαίνει σε ένα από αυτά τα στοιχειωμένα σπίτια του αμερικανικού νότου και μπαίνει σ’ αυτό το σπίτι μέσα, και φοβάται, και είναι σαν να ακούει άλλες φωνές από άλλα δωμάτια. Και το λέει μέσα. Κι έχει πάρει τη φράση αυτή ο Καπότε και το έχει βάλει τίτλο του βιβλίου. Διαβάζω στην εφημερίδα ότι κυκλοφορεί από τις εκδόσεις –ας μη τις πω τώρα– το βιβλίο Άλλες φωνές, άλλοι τόποι. Λέω κάποιο λάθος έγινε. Παίρνω τηλέφωνο τις εκδόσεις, λέω, δεν είναι «άλλες φωνές, άλλοι τόποι», είναι «άλλες φωνές, άλλα δωμάτια». «Α», λέει, «μην ανησυχείτε, το βγάλαμε Άλλες φωνές, άλλοι τόποι, γιατί είχε βγει πριν από τριάντα χρόνια μια μετάφραση του ίδιου βιβλίου από έναν άλλον εκδοτικό οίκο και το έχει βγάλει Άλλες φωνές, άλλοι τόποι». «Μα, πώς αλλάζετε έτσι τίτλο χωρίς να ρωτήσετε», τους λέω. «Το ξέρετε ότι υπάρχει και μέσα φράση, είναι από τη φράση που είναι μέσα στο βιβλίο, που λέει “άλλες φωνές άλλα δωμάτια”!». «Α», λέει, «μην ανησυχείτε, αλλάξαμε και τη φράση μέσα στο βιβλίο». Έκανα είκοσι χρόνια να μιλήσω με τον εκδότη. Μίλησα μόλις προχθές.

Νομίζω ότι μας καλύψατε πλήρως στο θέμα της επιμέλειας! Και συνολικά τελικώς τι θα λέγατε ότι είναι αυτό που κάνει μια μετάφραση καλή και επηρεάζει ταυτόχρονα ίσως και την πορεία του μεταφραστή; Τι είναι αυτό που θα δίνατε ως συμβουλή;

Είχα πει ότι δεν μου αρέσει να διδάσκω. Μου έχουν προτείνει κατά καιρούς, πολλές φορές, να πάω να διδάξω σε σεμινάρια κλπ. Δεν μου αρέσει αυτή η από καθ’ έδρας σχέση με τους φοιτητές. Μπορώ να κάθομαι έτσι, σε μια καρέκλα, να κουβεντιάζω, ναι. Θέλετε να έρθω να κουβεντιάσω με τους φοιτητές; Φαντάστηκα, λοιπόν, την πρώτη μου μέρα, αν υποτίθεται ότι με κάνανε καθηγητή μετάφρασης κλπ., θα έμπαινα στο αμφιθέατρο, θα ‘ναι γεμάτο το αμφιθέατρο φοιτητές, θα έμπαινα μέσα και θα έλεγα: «Λοιπόν, καλημέρα σας. Τώρα θα αρχίσουμε το πρώτο μάθημα που θα ‘ναι και το τελευταίο. Και το μάθημα αυτό είναι: Να αναρωτιέστε! Γεια σας». Αυτό. Ο μεταφραστής πρέπει να αναρωτιέται συνεχώς. Αν αυτό που βάζει κάτω στο χαρτί το καταλαβαίνει ο ίδιος. Δεν μπορείς να γράφεις ό,τι θέλεις. Δεν μπορείς να μεταφράζεις από τα γαλλικά ένα βιβλίο, όπου η δράση διαδραματίζεται σε ένα ανθρακωρυχείο, σε μια πόλη που είναι γύρω από ένα ανθρακωρυχείο, και ο ήρωας να πηγαίνει σε ένα καφέ και να πίνει καφέ μαζί με τους «πιτσιρικάδες». Και το πρωτότυπο είναι «les mineurs». «Mineurs» είναι οι πιτσιρικάδες στα γαλλικά, αλλά είναι και ανθρακωρύχοι. Να αναρωτηθείς, λοιπόν! Ποιους πιτσιρικάδες; Μήπως το «mineurs» σημαίνει κάτι άλλο; Αυτό που σας έλεγα πριν για τον δεύτερο ορισμό. Θα πας, λοιπόν, στο λεξικό, θα δεις «mineurs», «πιτσιρικάς», θα δεις όμως παρακάτω ότι είναι και «ανθρακωρύχος». Αναρωτήσου, λοιπόν, αν αυτό που βάζεις κάτω στο χαρτί το καταλαβαίνεις. Εάν το καταλαβαίνεις, θα το καταλάβει και ο αναγνώστης και θα είναι και σωστό.

Τέλεια! Ευχαριστούμε πάρα πολύ. Νομίζω ήταν η καλύτερη συμβουλή.

Κι εγώ ευχαριστώ.

Βιογραφικό

Ο Αχιλλέας Κυριακίδης γεννήθηκε το 1946 στο Κάιρο. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Έχει εκδώσει εννέα βιβλία με διηγήματα, μικρά πεζά και δοκίμια, έχει γράψει τρία σενάρια που γυρίστηκαν σε ισάριθμες κινηματογραφικές ταινίες μεγάλου μήκους και έχει σκηνοθετήσει επτά ταινίες μικρού μήκους σε δικά του σενάρια. Έχει μεταφράσει πάνω από 120 έργα συγγραφέων όπως ο Jorge Luis Borges, ο Georges Perec, ο Raymond Queneau, ο Luis Sepúlveda, Patrick Modiano, ο Jean Echenoz κ.ά. Το 2004 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για τις Τεχνητές αναπνοές (εκδ. Πατάκη), το 2006 με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης για τη μετάφραση του έργου Άπαντα πεζά του Jorge Luis Borges (εκδ. Ελληνικά Γράμματα, η απονομή έγινε το 2007), το 2007 με το Διεθνές Βραβείο Καβάφη Μετάφρασης στο πλαίσιο των Καβαφείων για τη μετάφραση του έργου Το Μέγαρο Γιακουμπιάν του Alaa Al-Aswany (εκδ. Πόλις), το 2009 με το Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης Γαλλόφωνης Λογοτεχνίας του ΕΚΕΜΕΛ για τη μετάφραση του μυθιστορήματος Στο cafe της χαμένης νιότης του Patrick Modiano (εκδ. Πόλις) και το 2015 Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης Ισπανόφωνης Λογοτεχνίας Instituto Cervantes για το βιβλίο Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν του Juan Gabriel Vásquez (εκδ. Ίκαρος).

Επιλεγμένες μεταφράσεις

Perec, Georges (1991). Ζωή: οδηγίες χρήσεως [La vie mode d’emploi]. Αθήνα: Ύψιλον.

Queneau, Raymond (1993). Το απόκρυφο ημερολόγιο της Σάλλυ Μάρα [Journal intime]. Αθήνα: Opera.

Fuentes, Carlos (1995). Νερό καμένο. Αφηγηματικό κουαρτέτο [Agua quemada]. Αθήνα: Άγρα.

Sepúlveda, Luis (1997). Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ’ ένα γλάρο να πετάει [Historia de una gaviota y del gato que enseñó a volar]. Αθήνα: Opera.

Echenoz, Jean (2002). Οι ψηλές ξανθιές [Les grandes blondes]. Αθήνα: Πόλις.

Quignard, Pascal (2004). Ο λόγος [La raison]. Αθήνα: Μελάνι.

Borges, Jorge Luis (2005). Άπαντα τα πεζά. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Al-Aswany, Alaa (2007). Το Μέγαρο Γιακουμπιάν [‘Imarat Ya’qubyan]. Αθήνα: Πόλις.

Modiano, Patrick (2008). Στο café της χαμένης νιότης [Dans le café de la jeunesse perdue]. Αθήνα: Πόλις.

Marra, Anthony (2013). Αστερισμός ζωτικών φαινομένων [A Constellation of Vital Phenomena]. Αθήνα: Ίκαρος.

Vásquez, Juan Gabriel (2014). Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν [El ruido de las cosas al caer]. Αθήνα: Ίκαρος.

Cortázar, Julio (2018). Κουτσό [Rayuela]. Αθήνα: Opera.

Βραβεία

Κρατικό Βραβείο Διηγήματος 2004

Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης 2006

Διεθνές Βραβείο Καβάφη Μετάφρασης 2007

Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης Γαλλόφωνης Λογοτεχνίας του ΕΚΕΜΕΛ 2009

Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης Ισπανόφωνης Λογοτεχνίας Instituto Cervantes 2015

Συνέντευξη: Φωτεινή Πατεινάρη
Ημερομηνία και τόπος: Μάιος 2019, Θεσσαλονίκη
Παραπομπή: Βηδενμάιερ, Ανθή, Λάμπρου, Δέσποινα και Πατεινάρη, Φωτεινή (2021). «Συνέντευξη με τον Αχιλλέα Κυριακίδη», Πορτρέτα μεταφραστριών και μεταφραστών. Θεσσαλονίκη: Τμήμα Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. 

Κατηγορία: μεταφράστρια/μεταφραστής, μετάφραση πεζογραφίας, θεατρική μετάφραση, γαλλικά–ελληνικά, ισπανικά–ελληνικά