Μενού Κλείσιμο

Έφη Γιαννοπούλου

Απομαγνητοφώνηση

Θα θέλαμε να σας ευχαριστήσουμε που ήρθατε για να σας πάρουμε συνέντευξη. Ξεκινάμε με μια ερώτηση, έτσι χαλαρή: ήταν όνειρο ζωής να ασχοληθείτε με τη μετάφραση;

Όταν λέτε όνειρο ζωής; Αν όταν ήμουνα μικρή ήθελα να γίνω μεταφράστρια; Όχι. Αλλά νομίζω ότι ταυτόχρονα ήτανε πολύ… δηλαδή αγαπούσα πολύ το διάβασμα και τη λογοτεχνία, οπότε νομίζω ότι φανταζόμουν ότι θα ήθελα να κάνω κάτι που έχει σχέση με αυτά, άρα με μια έννοια μπορεί και να ήταν. Αλλά, θέλω να πω, όταν ήμουνα παιδί δεν είχα φανταστεί αυτό ως δουλειά-δουλειά. Δεν το ‘χα σκεφτεί, ας πούμε, καν.

Όσον αφορά τη μετάφραση, τι εικόνα είχατε γι’ αυτήν προτού ασχοληθείτε με τη μετάφραση ως επαγγελματίας και τι εικόνα έχετε τώρα;

Για τη διαδικασία ή για το επάγγελμα;

Για το επάγγελμα και για τη διαδικασία.

Για τη διαδικασία είχα μια μάλλον κανονική εικόνα. Δηλαδή, θέλω να πω… μετέφραζα παρ΄ όλα αυτά από πολύ μικρή απλώς για κέφι, για γούστο, δηλαδή διαβάζοντας, μαθαίνοντας γαλλικά, ας πούμε, τότε και κάνοντας διπλώματα που είχανε μέσα λογοτεχνικά κείμενα και ποίηση, πάντα έμπαινα στον πειρασμό να δοκιμάσω να μεταφράσω κάτι, κάποιο ποίημα, ας πούμε, τέτοιο. Σίγουρα μετά, όταν έκανα μια σχολή που είχε τότε το Γαλλικό Ινστιτούτο, σεμινάρια, ας πούμε, λογοτεχνικής μετάφρασης, αυτό σήμαινε μια γνωριμία με τα μυστικά, αυτό που λέμε, της δουλειάς, το métier.

Εσείς ασχολείστε περισσότερο με λογοτεχνική μετάφραση ή με μετάφραση τεχνικών κειμένων;

Δεν κάνω καθόλου τεχνική μετάφραση, μεταφράζω λογοτεχνία, αλλά και δοκίμια, κείμενα, δηλαδή, ανθρωπιστικών επιστημών, και θέατρο.

Πάνω σ’ αυτό θα ήθελα να σας ρωτήσω, τι είναι αυτό που σας προσφέρει η μετάφραση σ’ εσάς, δηλαδή τι απολαμβάνετε κατά τη διαδικασία της μετάφρασης; Πώς νιώθετε όταν μεταφράζετε;

Είναι μια πολύ απολαυστική, τέλος πάντων, διαδικασία. Νομίζω ότι κανείς απολαμβάνει πολλά πράγματα μεταφράζοντας: ένα ότι διαβάζει ένα βιβλίο από όσο πιο κοντά και πιο βαθιά και πιο…, δηλαδή ότι ανακαλύπτει πάρα πολλά πράγματα γι’ αυτό το ίδιο πράγμα που διαβάζει με έναν τρόπο που δεν θα τα ανακάλυπτε απλώς με μια ανάγνωση αναγνώστη. Άρα έχει αυτό το κέρδος, ας πούμε, που πολλές φορές είναι πολύ απολαυστικό. Το ότι ξαναγράφει το βιβλίο, αυτό έχει επίσης κάποιες στιγμές που αισθάνεσαι πολύ μεγάλες απολαύσεις, είτε λύνοντας ένα δύσκολο πρόβλημα είτε πετυχαίνοντας έναν δύσκολο ρυθμό, μια δύσκολη στροφή φράσης… Άρα το ξαναγράψιμο είναι μια μεγάλη απόλαυση –ξέρω ‘γω– λιγάκι σαν να είσαι συγγραφέας που δεν είσαι τέλος πάντων.

Υπάρχει κάποιος μεταφραστής, μεταφράστρια που θαυμάζετε, που έχετε ως πρότυπο;

Δεν ξέρω αν θα έλεγα ως πρότυπο. Ας πούμε έχω πολλούς συναδέλφους που είναι περίπου συνομήλικοί μου και που ξεκινήσαμε και μαζί μέσες άκρες να δουλεύουμε που τους θεωρώ εξαιρετικούς. Θα μπορούσα να αναφέρω τον Γιάννη Καλιφατίδη, ας πούμε, που ίσως τον ξέρετε κι εσείς μιας και είστε των γερμανικών. Πιστεύω ότι είναι ένας απ’ τους καλύτερους μεταφραστές που έχουμε, ας πούμε. Αλλά και άλλους. Ξέρω ‘γω; Τη Μαργαρίτα τη Ζαχαριάδου, ας πούμε. Την Ελένη την Μπακοπούλου που μεταφράζει τώρα τον Ντοστογιέφσκι [Dostoevsky] ξανά, έχει κάνει αρκετές μεταφράσεις. Νομίζω ότι πολλές φορές ζηλεύουμε και τα κείμενα που κάνει κανείς. Δηλαδή, θέλω να πω ότι ζηλεύουμε ο ένας τον άλλον όταν κάνει ένα βιβλίο που θα θέλαμε να μπορούσαμε ενδεχομένως – γιατί, ας πούμε, εγώ δεν ξέρω γερμανικά, δεν έχω κάνει, δεν θα μπορούσα. Πρώτα-πρώτα έχω μεταφράσει ένα βιβλίο γερμανικό, γραμμένο στα γερμανικά, από μεταφράσεις όμως άλλες, αλλά επειδή το ερωτεύτηκα τόσο πολύ αποφάσισα ότι πρέπει να το κάνω, πρέπει να το γράψω κι εγώ αυτό, οπότε το έκανα με μεσολάβηση.

Εεεε.

Πες μου.

Με τις γλώσσες από τις οποίες μεταφράζετε, τι σχέση έχετε;

Τι σημαίνει αυτό;

Δηλαδή μεγαλώσατε δίγλωσση;

Όχι, δεν είμαι δίγλωσση και όλες τις γλώσσες τις έμαθα με τον πολύ παραδοσιακό τρόπο των μαθημάτων, φροντιστηρίων, και λοιπά. Δηλαδή γαλλικά έκανα από πολύ μικρή, όπως και αγγλικά, παρόλο που στην αρχή δεν είχα διανοηθεί ότι θα μεταφράσω από τα αγγλικά, προέκυψε να μεταφράσω θέατρο αρκετές φορές. Δεν θα μετέφραζα λογοτεχνία, γιατί τα αγγλικά μου είναι η χειρότερη απ’ τις τρεις γλώσσες και δεν έχω το πλούσιο λεξιλόγιο που θα απαιτούσε η λογοτεχνία. Δεν έχω ζήσει κανονικά, μόνιμα, για μεγάλο διάστημα σε καμία απ’ αυτές τις χώρες που να μιλιέται η γλώσσα ως φυσική, επίσημη γλώσσα. Νομίζω ότι περισσότερο τις προσέγγισα μέσα απ’ το διάβασμα τις γλώσσες, παρά μέσα από την ενεργητική σχέση «μιλάω τη γλώσσα».

Έχετε κάποια άλλη απασχόληση πέρα από τον τομέα της μετάφρασης, εννοώ δουλεύετε και πάνω σε κάτι άλλο;

Για πολλά χρόνια προσπάθησα να ζήσω από τη μετάφραση και από ό,τι άλλο πέριξ αυτής στον εκδοτικό χώρο. Δηλαδή επιμέλειες κειμένων, εκδόσεων, διορθώσεις, διάφορα τέτοια. Τα τελευταία χρόνια έχω δουλέψει και ως δημοσιογράφος αρκετά.

Πιστεύετε ότι είναι εφικτό να ζήσει κάποιος μόνο μέσα από τη μετάφραση; Δηλαδή όσον αφορά το οικονομικό κομμάτι.

Όχι. Δηλαδή τέλος πάντων, όχι απ’ αυτή τη μετάφραση αφενός, δηλαδή λογοτεχνίας, και όχι τουλάχιστον όπως εγώ το έχω στο μυαλό μου, δηλαδή. Θέλω να πω, υπάρχουν άνθρωποι που το κάνουν που δουλεύουν πολύ πιο γρήγορα και που δουλεύουνε με διαφορετικούς όρους. Εγώ συνήθως κρατώ πολύ τα βιβλία που μεταφράζω και είναι ασύμφορο δηλαδή, δεν…

Αναφερθήκατε στην επιμέλεια. Ήσασταν και επιμελήτρια.

Πολλά χρόνια και εξακολουθώ σε γενικές γραμμές.

Οπότε τη θεωρείτε απαραίτητη την επιμέλεια.

Ναι, τη θεωρώ απαραίτητη γενικά και είναι επίσης κάτι που μ’ αρέσει ακόμα και σε άλλα επίπεδα. Έχω δουλέψει ως επιμελήτρια μεταφράσεων πάρα πολλές φορές, αλλά και ως επιμελήτρια σε κείμενα κυρίως… και πρωτότυπα ακόμα, δηλαδή, θέλω να πω, διορθώνοντας κείμενα άλλων, κάνοντας ενός τύπου rewriting, διάφορα τέτοια πράγματα.

Επίσης, ποιες πιστεύετε ότι είναι οι δυσκολίες της μετάφρασης και αν μπορείτε να μας δώσετε κάποιο συγκεκριμένο παράδειγμα που σας δυσκόλεψε πολύ.

Ναι, δεν ξέρω να σου απαντήσω ακριβώς. Νομίζω, δηλαδή, ότι αν… Γιατί μπορείς να πεις μια δυσκολία μπορεί να είναι και τα λογοπαίγνια, ας πούμε, που είναι κάτι που πάντα πρέπει να βρεις μια αντιστοιχία. Αλλά δεν μου φαίνεται η πιο σημαντική δυσκολία της μετάφρασης. Νομίζω ότι έτσι κι αλλιώς η πιο σημαντική δυσκολία της μετάφρασης είναι τόσο διάσπαρτη στην ίδια τη δουλειά και στο κείμενο που δεν είναι κάτι που εγώ θα εντόπιζα, θα έλεγα «Α, ναι, αυτό ήταν». Ας πούμε τα δυο πιο δύσκολα βιβλία που νομίζω έχω μεταφράσει είναι ένα μυθιστόρημα και μια συλλογή διηγημάτων του Χουάν Ρούλφο [Juan Rulfo] που είναι δύο αριστουργηματικά βιβλία –στο πρωτότυπο τουλάχιστον– και που, ενώ είναι πεζογραφία, έχουν πάρα πολλά χαρακτηριστικά ποιητικής… –όχι με τον πολύ τρέχοντα, λίγο μπανάλ, όρο που λέμε– ποιητικής γραφής, έχουν χαρακτηριστικά, πώς γράφει κανείς ποίηση, δηλαδή την πυκνότητα, τον ρυθμό, την ακρίβεια στην έκφραση. Ήταν, λοιπόν, τα μόνα κείμενα από όσα έχω μεταφράσει που σε όλη τη διαδικασία –που κράτησε και για τα δύο πολύ, ενώ είναι μικρά βιβλία– δεν μπορούσε να δει κανείς καθόλου τις ραφές του κειμένου, κάτι που ένας μεταφραστής συνήθως βλέπει, δηλαδή ήτανε κείμενα τέλεια και αδιαφανή. Οπότε αυτό είναι η μεγαλύτερη δυσκολία, γιατί δεν αισθανόσουνα ότι βλέπεις την πίσω μεριά, οπότε έπρεπε απλώς να ξαναφτιάξεις την όψη, χωρίς να ξέρεις τις κρυφές βελονιές. Αυτό, ας πούμε, είναι διάσπαρτο σε όλο το κείμενο που είχε όμως και άλλες δυσκολίες. Ας πούμε οι ισπανόφωνοι όταν ακούν ότι έχω μεταφράσει τον Ρούλφο με κοιτάνε συνήθως σαν φαινόμενο. Ακόμα και ο Ντάνιελ [σ.σ. Daniel Hahn] χτες που του είπα ότι έχω μεταφράσει τον Ρούλφο, επειδή μεταφράζει απ’ τα ισπανικά, με είπε «Καλά, αυτό είναι το όνειρο κάθε μεταφραστή που μεταφράζει απ’ τα ισπανικά και είναι τρομερά δύσκολο». Κι έχει κι άλλες δυσκολίες, πιο πρακτικές. Έχει, ας πούμε, ένα ιδιόλεκτο μια συγκεκριμένης περιοχής του Μεξικού που τις περισσότερες λέξεις δεν τις καταλαβαίνουν ούτε οι Ισπανοί, άρα… Αλλά αυτό δεν έχει σημασία για τον μεταφραστή, κατά βάθος, δηλαδή γιατί απλώς θα ψάξει να τις βρει, δεν είναι εκεί το… Δηλαδή δεν έχει τη διαφορά που έχει, ας πούμε, για τον Ισπανό που το διαβάζει και δεν καταλαβαίνει, ξέρω ‘γω, κάτι. Ο μεταφραστής απλώς θα ψάξει να το βρει, δεν αισθάνεται αυτό. Αλλά, θέλω να πω, η πραγματική δυσκολία νομίζω ότι είναι διάσπαρτη στο κείμενο και είναι κυρίως το να μπορέσεις να επινοήσεις με έναν τρόπο μια γλώσσα που να αντιστοιχεί στη γλώσσα του πρωτοτύπου και πολλές φορές αυτό χρειάζεται να το κάνεις χωρίς να έχεις κανενός τύπου πρότυπο στα ελληνικά. Δηλαδή να μην έχεις μια αντίστοιχη λογοτεχνική γραφή, ένα αντίστοιχο ύφος, άρα να πεις, για να μεταφράσω τον Χ, θα αντλήσω, ξέρω ‘γω, υλικό, γλωσσικό, υφολογικό από τον τάδε Έλληνα συγγραφέα. Αν δεν έχεις αυτό άρα πρέπει να το φτιάξεις μόνος σου είναι πολύ συχνά… Αυτό νομίζω είναι το πιο δύσκολο.

Έχετε σχέσεις με τους συγγραφείς;

Με κάποιους ναι. Τους στέλνω απορίες και τέτοια. Ναι, με κάποιους, ναι, έχω σχέσεις. Κάποιοι είναι και φίλοι, ας πούμε, με κάποιον τρόπο.

Συνήθως επιλέγετε εσείς τα έργα τα οποία θα μεταφράσετε ή σας τα…;

Και τα δύο συμβαίνουνε πια. Στην αρχή, όχι. Δηλαδή στην αρχή μου τα δίνανε, τα επέλεγαν οι άλλοι, τώρα πια προτείνω και πράγματα και τουλάχιστον μπορώ να πω και όχι όταν κάτι δεν μ’ ενδιαφέρει ή να προτείνω κάτι που μ’ ενδιαφέρει εγώ.

Και, όσον αφορά την κριτική πάνω στα έργα που μεταφράζετε, υπάρχει κριτική, κι αν ναι, πώς την δέχεστε;

Αρνητική εννοείς;

Ας πούμε αν είναι καλοπροαίρετη…

Δεν ξέρω. Εγώ θα έλεγα έτσι κι αλλιώς ότι δεν υπάρχει πολύ σοβαρή κριτική της μετάφρασης. Στον ελληνικό τύπο τουλάχιστον. Άρα η κριτική συνήθως έχει, ξέρω ‘γω, ένα πράγμα που λέει «καλή μετάφραση», «κακή μετάφραση», «τα πλούσια ελληνικά του τάδε ή της τάδε», «απέδωσε με ρέοντα τρόπο», όλα αυτά μου φαίνονται λίγο βλακώδη, για να είμαι ειλικρινής. Ας πούμε εγώ έχω γράψει κάποια κείμενα αλλά αυτό όμως, κριτικής της μετάφρασης, όχι…, ξέρω ‘γω, τώρα κάνει για τις μεταφράσεις αυτές τις καινούργιες του Αλεξάνδρου, κάνοντας ένα κείμενο που αφορούσε όχι πια τον Ντοστογιέφσκι, αλλά το πώς είναι σε σχέση με τις παλιές του Αλεξάνδρου οι σύγχρονες μεταφράσεις, τι αλλάζει, τι προσφέρει η κάθε μία στο άλλο. Για τι άλλο το ‘χα ξανακάνει; Για ένα έργο που είχε κάνει η Τζένη Μαστοράκη στον Βογιατζή, ας πούμε. Αυτό σήμαινε όμως ότι δεν ασχολιόσουν με το έργο, που συνήθως είναι αυτό που κάνουμε στην ελληνική, ας πούμε, κριτικογραφία, άρα απλώς στο τέλος λες μια παράγραφο για τη μετάφραση, ας πούμε. Συνήθως, λοιπόν, έχω αντιμετωπίσει μάλλον θετικές κριτικές, οπότε… Ναι. Το πιο αρνητικό, το οποίο, ας πούμε, επίσης είναι ενδεικτικό. Είχα μεταφράσει το Γλυκό πουλί της νιότης. Όχι, ψέματα. Εκείνη τη χρονιά έκανα δύο έργα, Το γλυκό πουλί της νιότης… –τέσσερα έκανα, αλλά αυτά, ας πούμε,  πες ότι γράφτηκαν– και Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα. Στο οποίο, ας πούμε, έγραψε ο Γεωργουσόπουλος κάτι του τύπου «Η μετάφραση της κυρίας Γιαννοπούλου δεν με συγκλόνισε». Αυτό δεν το θεωρώ κριτική. Δηλαδή στην τελική δεν είχα και κανένα λόγο να τον συγκλονίσω προσωπικά. Ενώ στην πραγματικότητα προσφερότανε πάρα πολύ –αν ήθελε κανείς να το κάνει– να δει τη μετάφραση του Γκάτσου και τη δική μου και να δει τι είναι η καθεμιά, δηλαδή αυτό ήταν το ενδιαφέρον, αλλά αυτό, θα έπρεπε να κάνει κανείς ένα άρθρο μόνο γι’ αυτό. Δηλαδή τι αλλάζει απ’ αυτό που κάνει ο Γκάτσος ως Λόρκα [Lorca]; Ασχέτως αν είναι τα μεγέθη διαφορετικά, ενδεχομένως μη συγκρίσιμα ή δεν ξέρω ‘γω τι. Αλλά είναι διαφορετικό να μεταφράζει το 2010 εγώ τη Μπερνάρντα Άλμπα και διαφορετικό το ’50 ο Γκάτσος. Υπάρχουν μια σειρά – που τα ξέρετε, φαντάζομαι, εσείς όλα αυτά από τη σχολή σας και απ’ τα μαθήματά σας, ότι μια σειρά χαρακτηριστικά πολιτισμικά, γλωσσικά, και πολλά άλλα, ακόμα και των δύο διαφορετικών προσώπων, δηλαδή το πώς κάποιος το εντάσσει μέσα σ’ ένα έργο στην πραγματικότητα και πώς κάποιος το κάνει σαν επάγγελμα. Εγώ δεν είμαι κάποια που φτιάχνει ένα corpus, ας πούμε, μεταφραστικό, όπως κάνει ο Γκάτσος, με συγκεκριμένα πράγματα που του αρέσουνε, του ταιριάζουνε. Εγώ είμαι μια επαγγελματίας μεταφράστρια που κάνει καλά τη δουλειά της.

Πώς πιστεύετε ότι μπορεί να βελτιωθεί η μετάφραση; Εκτός από την κριτική μεταφράσεων;

Εννοείτε η ποιότητα των μεταφράσεων;

Η ποιότητα, ναι.

Με καλή εκπαίδευση, σίγουρα. Δηλαδή, θεωρώ, ας πούμε, παραδείγματος χάριν, ότι αυτό που έγινε και μέσα απ’ τα πανεπιστήμια, δηλαδή κι απ’ το Ιόνιο κι από κάποια τμήματα στα ξενόγλωσσα πιο συστηματικά τα τελευταία αρκετά χρόνια, κι αυτό που έγινε στην αρχή με το CTL [σ.σ. Centre de la traduction littéraire – Κέντρο Λογοτεχνικής Μετάφρασης] στο Γαλλικό Ινστιτούτο και το ΕΚΕΜΕΛ στην Αθήνα, άλλαξε λίγο τα πράγματα και άλλαξε ενδεχομένως, όσον αφορά το CTL και το ΕΚΕΜΕΛ, επειδή οι άνθρωποι που μας δίδασκαν και εμείς που διδάσκαμε μετά, γιατί εγώ δίδασκα για αρκετά χρόνια, ήμασταν ταυτόχρονα επαγγελματίες μεταφραστές, υπήρξε μια σύνδεση και των μαθητών με των δασκάλων, που μας πρότειναν σε εκδοτικούς οίκους, εμείς μετά όταν γίναμε καθηγητές προτείναμε τους μαθητές μας, που ήταν λίγο πιο… δεν ήταν τόσο ακαδημαϊκό, ήταν μια σπουδή πιο workshop, πιο τέχνη, τέχνη με την έννοια του τεχνίτη. Οπότε νομίζω ότι άλλαξε λίγο και τον τρόπο που βλέπαν οι εκδότες τους μεταφραστές εκείνη η περίοδος που έγινε αυτό το πράγμα. Νομίζω ότι αυτό είναι ένα πράγμα το, εντάξει, και οι εκδότες να διαλέγουν με μεγαλύτερη προσοχή τους μεταφραστές, να δίνουν σημασία στη μετάφραση, και οι μεταφραστές να είναι πιο εκπαιδευμένοι, κι αν πληρώνονταν και καλύτερα και μπορούσαν να κάνουν αυτή τη δουλειά χωρίς να κάνουν δεκαπέντε άλλες ταυτόχρονα…

Τώρα που αναφέρατε τους εκδοτικούς οίκους, ποια είναι η σχέση σας με τους εκδοτικούς οίκους, ειδικά σήμερα με την οικονομική κρίση κι όλα αυτά;

Γενικά εγώ θα ήμουν πάρα πολύ αχάριστη αν έλεγα ότι η σχέση μου είναι κακή. Η σχέση μου είναι καλή.

Σαν συνεργασία, δηλαδή.

Ναι. Κυρίως γιατί για κάποιο λόγο σέβονται τις δικές μου παραξενιές, όπως τις καθυστερήσεις, δηλαδή έναν λίγο διαφορετικό τρόπο να το αντιμετωπίζεις. Και δεν είχα κάποια εξαιρετικά κακή εμπειρία. Δεν λέω ότι ήταν όλες υπέροχες, αλλά δεν είχα κάποια εξαιρετικά κακή εμπειρία.

Όσον αφορά την επιλογή του τίτλου του βιβλίου, τον επιλέγετε εσείς, επηρεάζεστε από κάποιον άλλον; Ποιος έχει την τελευταία άποψη για την επιλογή;

Εγώ νομίζω.

Δεν έχει τύχει να σας τον αλλάξει, ας πούμε…

Όχι, δεν έχει τύχει ποτέ. Νομίζω ότι όσο μπορώ να θυμηθώ, δεν έχει τύχει ποτέ.

Και, κλείνοντας, μια τελευταία ερώτηση: είστε αισιόδοξη για το μέλλον της μετάφρασης στην Ελλάδα;

Της μετάφρασης ή των μεταφραστών; Δηλαδή, θέλω να πω ότι είμαι αισιόδοξη σε σχέση με το μέλλον της μετάφρασης στην Ελλάδα, με την έννοια ότι θεωρώ ότι έχει γίνει καλύτερη τα τελευταία χρόνια, άνθρωποι ενδιαφέρονται. Τέλος πάντων, έχουμε αρχίσει να την βλέπουμε λίγο πιο… και κάποιοι άνθρωποι να την βλέπουν επαγγελματικά και ταυτόχρονα να ξέρουν και θεωρητικά πράγματα και να υπάρχει ένα τέτοιου τύπου ενδιαφέρον. Υπάρχει μια άνοδος γενικά στην ποιότητα των μεταφράσεων θα ‘λεγα. Και στα λογοτεχνικά βιβλία και πολύ περισσότερο στα επιστημονικά που θεωρώ ότι είναι… Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν κυκλοφορούνε και κακές μεταφράσεις. Αλλά, ναι, αισιόδοξη είμαι ως προς αυτό. Ως προς το άλλο, αν θα υπάρχουν άνθρωποι που θα καταφέρουν να επιβιώσουν ως επαγγελματίες μεταφραστές είμαι λίγο λιγότερο. Δεν είμαι σίγουρη καθόλου. Δηλαδή θέλω να πω: δεν βοηθάνε τα πράγματα ως προς αυτό. Και δεν είναι εύκολο να λυθεί κατά τη γνώμη μου. Δηλαδή είναι μια πολύ μικρή αγορά έτσι κι αλλιώς η ελληνική εκδοτική αγορά. Δεν είναι ότι ο εκδότης είναι ένας κακός, στυγνός επιχειρηματίας που σου δίνει, ξέρω ‘γω, αυτά τα λεφτά, ενώ μπορεί να σου δώσει πολύ περισσότερα. Ακόμα και τα περισσότερα που μπορεί να σου δώσει και να βγαίνει η έκδοσή του δεν είναι πολλά. Στις περισσότερες περιπτώσεις. Ξέρω ‘γω, έχω κάνει πενήντα τόσα βιβλία, δεν ξέρω για όλα, αλλά δεν θεωρώ ότι πάνω από είκοσι έχουν κάνει δεύτερη έκδοση, οπότε πώς δηλαδή ο εκδότης θα μπορούσε να με πληρώσει πολύ περισσότερα;

Σίγουρα οι ξένοι εκδοτικοί οίκοι πληρώνουνε καλύτερα, να το πω;

Εξαρτάται απ’ τη χώρα, μην είστε τόσο σίγουρη, κι εξαρτάται πάλι –γι’ αυτό είπα και προηγουμένως ότι είναι μικρή η αγορά– εξαρτάται από την αγορά του βιβλίου. Δηλαδή επειδή κι εγώ είδα, ας πούμε, τις τιμές του Ντάνιελ Χάν [Daniel Hahn] στο site του και έπαθα ένα μικρό σοκ, όμως το βιβλίο που μεταφράζει ο Ντάνιελ απευθύνεται σε πάρα πολλά εκατομμύρια ανθρώπους. Το βιβλίο που μεταφράζω εγώ απευθύνεται περίπου σε δέκα χιλιάδες Έλληνες που αγαπούν την ανάγνωση και διαβάζουν λογοτεχνία. Αυτό είναι. Άντε να είναι τριάντα, ας πούμε, αν κάνει κανείς κάτι πολύ best seller; Δεν γίνεται να παίρνουμε τα ίδια λεφτά. Δηλαδή τέλος πάντων στην ελεύθερη αγορά. Αν είχαμε κομμουνισμό και μας πλήρωνε το κράτος για να μεταφράσουμε θα ήταν εφικτό να παίρνουμε τα ίδια λεφτά.

Ωραία. Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ.

Κι εγώ σας ευχαριστώ, κορίτσια.

Βιογραφικό

Η Έφη Γιαννοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1967. Σπούδασε στο Τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και στο Κέντρο Λογοτεχνικής Μετάφρασης (CTL) του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών. Από το 1993 ασχολείται επαγγελματικά με τη λογοτεχνική μετάφραση από τα γαλλικά, τα ισπανικά και τα αγγλικά. Έχει μεταφράσει, μεταξύ άλλων, Roberto Bolaño, Pierre Bourdieu, Carlos Fuentes, Theophile Gautier, Javier Marias, Montesquieu, Juan Rulfo, Lydie Salvaire κ.ά. Ως μεταφράστρια και επιμελήτρια έχει συνεργαστεί με το Μέγαρο Μουσικής, την Μπιενάλε της Αθήνας, την Εθνική Πινακοθήκη, το Εθνικό Θέατρο και άλλους φορείς στην έκδοση καταλόγων τέχνης και προγραμμάτων. Για τη μετάφραση του βιβλίου Κονστάνσια και άλλες ιστορίες για παρθένους (εκδ. Άγρα) του Carlos Fuentes τιμήθηκε το 2009 με το Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης Ισπανόφωνης Λογοτεχνίας του ΕΚΕΜΕΛ. Έχει διδάξει λογοτεχνική μετάφραση στο ΕΚΕΜΕΛ, ενώ ως κριτικός λογοτεχνίας συνεργάστηκε με την εφημερίδα Καθημερινή και στη συνέχεια με τον ιστότοπο Left.gr και με την εφημερίδα Εποχή. Έλαβε, ακόμη,μέρος στη συντακτική ομάδα του περιοδικού Unfollow. Από τον Νοέμβριο του 2016 συμμετέχει στο ΔΣ του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου.

Επιλεγμένες μεταφράσεις

Salvayre, Lydie (1999). Η συντροφιά των φαντασμάτων [La Compagnie des spectres]. Αθήνα: Καστανιώτη.

Montesquieu, Charles-Louis de (1999). Αληθινή ιστορία [Histoire veritable]. Αθήνα: Ερατώ.

Taibo II, Paco Ignacio (1999). Το ποδήλατο του Λεονάρντο [La bicicleta de Leonardo]. Αθήνα: Άγρα.

Gautier, Théophile (2001). Αρρία Μαρκέλλα και άλλα φανταστικά διηγήματα [La morte amoureuse. Le chevalier double. Deux acteurs pour un rôle. La cafetière. Le pied de la momie. Arría Marcella. Avatar. La mille deuxième nuit]. Αθήνα: Άγρα.

Rulfo, Juan (2006). Πέδρο Πάραμο [Pedro Páramo]. Αθήνα: Πατάκη.

Bourdieu, Pierre (2006). Οι κανόνες της τέχνης. Γένεση και δομή του λογοτεχνικού πεδίου [Les régles de l’art: Genèse et structure du champ littéraire]. Αθήνα: Πατάκη.

Fuentes, Carlos (2008). Κονστάνσια και άλλες ιστορίες για παρθένους [Constancia y otras novelas para virgenes]. Αθήνα: Άγρα.

Bolaño, Roberto (2009). Τηλεφωνήματα [Llamadas telefónicas]. Αθήνα: Άγρα.

Maupassant, Guy de (2010). Παλιά πράγματα. Λουδοβίκος-Φίλιππος ή ο εσωτερικός χώρος [Vieux objets. Louis-Philippe ou l’interieur]. Αθήνα: Alloglotta.

Marías, Javier (2021). Έτσι αρχίζει το κακό [Asi empieza lo malo]. Αθήνα: Πατάκη.

Βραβεία

Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης Ισπανόφωνης Λογοτεχνίας του ΕΚΕΜΕΛ 2009

Συνέντευξη: Κατερίνα Γερακίτη και Άννα Μαρία Δημητρίου
Ημερομηνία και τόπος:
Μάιος 2016, Θεσσαλονίκη
Παραπομπή: Βηδενμάιερ, Ανθή, Λάμπρου, Δέσποινα και Πατεινάρη, Φωτεινή (2021). «Συνέντευξη με την Έφη Γιαννοπούλου», Πορτρέτα μεταφραστριών και μεταφραστών. Θεσσαλονίκη: Τμήμα Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Κατηγορία: μεταφράστρια/μεταφραστής, αγγλικά–ελληνικά, μετάφραση πεζογραφίας, διδάσκουσα/διδάσκων μετάφραση, θεατρική μετάφραση, γαλλικά–ελληνικά, ισπανικά–ελληνικά