Μενού Κλείσιμο

Άννα Παπασταύρου

Απομαγνητοφώνηση

Γεια σας, κυρία Παπασταύρου. Χαιρόμαστε πάρα πολύ που είστε εδώ μαζί μας για αυτή τη συνέντευξη.

Ευχαριστώ πάρα πολύ για αυτή την πρόσκληση και για τη συνέντευξη που θα ακολουθήσει.

Να αρχίσουμε με μερικές ερωτήσεις για τη σχέση σας με τη μετάφραση. Πώς ξεκίνησε λοιπόν αυτή η πορεία;

Η σχέση μου με τη μετάφραση είναι σχέση ερωτική θα έλεγα. Μπορεί να το έχουνε πει πάρα πολλοί πριν από μένα, σίγουρα, αλλά ισχύει απόλυτα. Μεταφράζω αυτή τη στιγμή 26 χρόνια συνολικά και μόνο αυτό κάνω, δηλαδή αυτή είναι η δουλειά μου από την οποία προσπαθώ να ζω. Τώρα το πώς τα καταφέρνω, είναι πάρα πολλές οι ώρες που δουλεύω και γι’ αυτό μπορώ και να επιβιώνω. Ξεκίνησα κάπως αργά παρ’ ότι μεταφράζω 26 χρόνια που σημαίνει ότι δεν είμαι και πολύ μικρή, όπως φαίνεται εξάλλου, και ξεκίνησα αφού είχε προηγηθεί μια πολύχρονη ενασχόλησή μου με τελείως άσχετα θέματα με τραπεζικά με τέτοια, ήμουν τραπεζικός υπάλληλος και κάποια στιγμή είπα ότι πριν φτάσω σε μία κρίσιμη ηλικία πρέπει να κάνω κάτι δημιουργικό, γιατί αλλιώς θα τρελαθώ. Και τα παράτησα όλα και έγινα μεταφράστρια. Αυτό.

Απίστευτο. Έχετε, λοιπόν, μια εμπειρία 25 χρόνων, όπως είπατε. Τι σημαίνει για εσάς, λοιπόν, μετά από όλη αυτή την εμπειρία, «μεταφράζω»;

«Μεταφράζω» σημαίνει κάνω ό,τι μπορώ για να μεταφέρω στη δική μας γλώσσα αυτά που αγαπάω. Τα πράγματα που έχω διαβάσει ή που διαβάζω τώρα, γιατί πολλά πράγματα που μεταφράζω, φυσικά για πρώτη φορά τα βλέπω μπροστά μου, είναι το πιο πιθανό αυτό, και για μένα η λογοτεχνία είναι πραγματικά οξυγόνο, είναι τρόπος ζωής και πάντα ζούσα με τη λογοτεχνία, πάντα με τα βιβλία από πάρα πολύ μικρή. Διάβαζα μανιωδώς κάθε μέρα, δηλαδή είχα το εξωσχολικό ανάγνωσμα οπότε ήταν κάτι για μένα που ήρθε κάπως φυσικά, αν και με πολλά εμπόδια και με καθυστερήσεις.

Και μεταφράζετε από διάφορες γλώσσες. Από αγγλικά, ιταλικά, γαλλικά. Ήρθαν όλα στη μετάφραση; Ξεκινήσατε ταυτόχρονα;

Κοιτάξτε, ξεκίνησα με ένα αγγλικό βιβλίο, αν θυμάμαι καλά, και μετά στην πορεία κατά κάποιον τρόπο μοιράστηκαν οι δουλειές σε γλώσσες. Ως επί το πλείστον μεταφράζω ιταλικά και αγγλικά και κατά δεύτερο λόγο γαλλικά. Παρότι τα γαλλικά ήταν η πρώτη μου γλώσσα, τελικά έγινε η τελευταία στη μετάφραση, γιατί κατ’ εμένα οι Γάλλοι, για τη δική μου νοοτροπία, οι Γάλλοι είναι λίγο φλύαροι και εγώ είμαι λίγο του πιο συνοπτικού, συμπυκνωμένου λόγου.

Και, μιας που μιλάμε για συμπυκνωμένο λόγο, ας περάσουμε στη διαδικασία της μετάφρασης. Ποιο είδος λογοτεχνίας, τι είδους κείμενα απολαμβάνετε περισσότερο κατά τη μεταφραστική δραστηριότητα;

Αυτό είναι δύσκολο να το πω. Δηλαδή, μπορώ να σας πω ότι παλιά, που μετέφραζα και πολύ περισσότερα παιδικά, με γοήτευε πάρα πολύ η παιδική λογοτεχνία και η εφηβική λογοτεχνία με την έννοια ότι αισθανόμουν ακόμα περισσότερο έντονη την ανάγκη να τα αποδώσω όσο γίνεται καλύτερα, γιατί πιστεύω ότι έτσι φτιάχνονται οι αναγνώστες. Αν ένα μικρό παιδί δεν προσεγγίσει τη λογοτεχνία με καλά κείμενα, με δουλεμένα κείμενα δεν θα γίνει καλός αναγνώστης. Και πολλές φορές βλέπουμε βιβλία που είναι παιδικά εικονογραφημένα που έχουν ένα κειμενάκι από κάτω το οποίο είναι για κλάματα, κυριολεκτικά. Και λέω, καλά, είπαμε ότι η εικόνα είναι χίλιες λέξεις, αλλά άμα οι κάτω οι λέξεις οι πέντε είναι τόσο κακές, αυτό το παιδί δεν θα έχει τη σωστή σχέση με τη λογοτεχνία αργότερα. Έτσι πιστεύω. Βέβαια, για να πάμε στην ερώτηση τώρα την πιο ουσιαστική, μεταφράζω λογοτεχνία, τη λογοτεχνία δεν ξέρω πώς μπορώ να τη διαχωρίσω σε τι είδη, θα μπορούσα να σας πω ότι απολαμβάνω και την αστυνομική λογοτεχνία, γιατί βέβαια έχει και την αγωνία της εξέλιξης, της πλοκής. Έχω μεταφράσει όμως τόσο πολυσχιδή και πολύ περίεργα βιβλία και με έχουν γοητεύσει με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή είχα μεταφράσει το Middlesex του Τζέφρι Ευγενίδη [Jeffrey Eugenides], δεν ξέρω αν το έχετε ακουστά, είναι ένα βιβλίο που θα σας συνιστούσα να το διαβάσετε. Είναι πραγματικά ένα αριστούργημα. Ήταν το βιβλίο με το οποίο είχε πάρει το Πούλιτζερ ο Ευγενίδης το 2003 ή 2002 αν δεν κάνω λάθος, και το οποίο περιέχει τα πάντα. Έχει από ιστορία, από λαογραφία, έχει το ερωτικό στοιχείο, έχει στοιχεία ανθρωπολογικά περίεργα και τι δεν έχει. Και συνάμα είναι ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα. Αυτό ας πούμε. Έχω μεταφράσει, λατρεύω τη σάτιρα. Λατρεύω να παιδεύομαι με λογοπαίγνια και με πράγματα που δεν μεταφράζονται εύκολα. Αυτό βέβαια δεν με συμφέρει και πολύ. Οικονομικά και βιοποριστικά αυτό είναι ό,τι χειρότερο, αλλά σίγουρα η ικανοποίηση του να βρεις μια λύση σε ένα τέτοιο γλωσσικό πρόβλημα είναι πολύ μεγάλη στο τέλος.

Οπότε, φαντάζομαι, πλέον επιλέγετε η ίδια τα κείμενα που μεταφράζετε.

Είναι ένα περίεργο πράγμα αυτό που συμβαίνει. Με επιλέγουν τα κείμενα. Δηλαδή κατά έναν περίεργο τρόπο, ίσως τώρα πια μετά από τόσα χρόνια βέβαια και οι εκδότες με τους οποίους συνεργάζομαι με ξέρουν λίγο-πολύ, δηλαδή είναι πολύ συχνό αυτό το τηλεφώνημα «Άννα, αυτό το βιβλίο είναι για σένα, έλα πάρ’ το», οπότε εκεί είναι λίγο το: Εγώ το διάλεξα; Εκείνο με διάλεξε; Είναι λίγο σαν την κότα που έκανε το αβγό. Είναι κάπως έτσι. Παλαιότερα, βέβαια, στις αρχές, δεν μπορώ να πω, μετέφρασα και πράγματα τα οποία μπορεί και να μην τα μετέφραζα τώρα. Ευτυχώς λίγα, ευτυχώς πολύ λίγα. Αλλά σιγά-σιγά όσο έμπαινα και ωρίμαζα και έκανα μια πιο ουσιαστική δουλειά στη μετάφραση τόσο πιο απαιτητικά και ενδιαφέροντα πράγματα ερχόντουσαν στα χέρια μου.

Έχετε μεταφράσει πάρα πολλούς τίτλους, όπως είδαμε κιόλας. Θυμάστε κάποιο κείμενο το οποίο σας δυσκόλεψε ιδιαίτερα; Και πού ακριβώς ήταν η δυσκολία αυτού;

Λοιπόν, ένα που με δυσκόλεψε ιδιαίτερα και με αποζημίωσε, βέβαια, πολύ ήταν το Ιστορία σαν παραμύθι του Αλεσάντρο Μπαρίκο [Alessandro Baricco], το οποίο ήταν απ’ τα ιταλικά, βέβαια. Ένα βιβλίο πάρα πολύ δύσκολο. Μέχρι και η στίξη του ήταν αλλιώτικη, δηλαδή υπήρχαν κενά μέσα στην παράγραφο, υπήρχαν κενά μέσα στις σελίδες τα οποία είχαν κάποιο νόημα, είχαν κάποια ουσία. Πολύ δύσκολη γραφή, πολλά πισωγυρίσματα, λογοτεχνικά πισωγυρίσματα και ιστορικά θέματα, έπιανε έναν ολόκληρο αιώνα ουσιαστικά αυτό το βιβλίο. Με αποζημίωσε, γιατί μου έδωσε το Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης, οπότε κατά κάποιο τρόπο είπα χαλάλι και ο κόπος και όλα γιατί ήταν μια ικανοποίηση, μια χαρά μετά στο τέλος. Άλλα βιβλία που με παίδεψαν πολύ ήταν του Τέρι Πράτσετ [Terry Pratchett]. Αυτός είναι ένας αγαπημένος μου συγγραφέας, λατρεμένος συγγραφέας, ο οποίος δυστυχώς έφυγε νωρίς, όσο και αν φαίνεται απίστευτο ένας άνθρωπος με αυτή την ευφυΐα, έφυγε από Αλτσχάϊμερ στα 68 του χρόνια και ήταν για μένα μια απώλεια σαν να έχανα έναν συγγενή, σας διαβεβαιώ. Αυτός έγραψε πάρα πολλά βιβλία, έχω μεταφράσει 5-6 δικά του δηλαδή, και έχει απίστευτο φλέγμα και χιούμορ. Κάνει μια σάτιρα, και αυτό είναι και η δυσκολία, δηλαδή, τι να σας πω, ένα παράδειγμα στις Μάγισσες [σ.σ. Οι στρίγκλες], οι Μάγισσες είναι μια παρωδία του σεξπιρικού θεάτρου, οπότε καταλαβαίνετε τι γίνεται μέσα, είναι μια τρέλα. Είναι πάρα πολύ ωραίο. Δυσκολία μεγάλη, αλλά και ταυτόχρονα ευχαρίστηση ήταν η μετάφραση του Ντε Λούκα [De Luca] που μεταφράζω τώρα. Για κάποια χρόνια έχω ξεκινήσει δηλαδή και τον μεταφράζω κατά κάποιο τρόπο σταθερά και με συνέχεια και με πρόγραμμα πια. Για μένα είναι η απόλυτη ταύτιση με εμένα αυτός ο άνθρωπος, δηλαδή είναι ένα αριστούργημα αυτά που γράφει ο Έρι Ντε Λούκα. Το βάρος της πεταλούδας, ας πούμε, ήταν το πρώτο με το οποίο είχα έρθει σε επαφή και το οποίο πραγματικά με σημάδεψε. Ένα βιβλίο που δεν ξεχνιέται, ένα βιβλίο που είναι ούτε εκατό σελίδες και θέλεις να το έχεις κοντά και να το διαβάζεις κάθε μέρα αν είναι δυνατόν, γιατί ανακαλύπτεις και κάτι ακόμα μέσα. Είναι αυτό που σας έλεγα πριν ότι θέλω να είναι συνοπτικά, συμπαγή και σύνθετα, αλλά να μην έχουν μεγάλη έκταση, να έχουν ουσία πολλή.

Τέλεια. Και να περάσουμε σε κάποιες ερωτήσεις τώρα για το επάγγελμα του μεταφραστή. Είστε από τους λίγους μεταφραστές λογοτεχνίας που είχαμε εδώ που βιοπορίζονται ουσιαστικά αποκλειστικά από αυτό. Είναι ένα σπάνιο φαινόμενο, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Πώς είναι η ζωή ενός μεταφραστή; Πώς τα έχετε καταφέρει; Πώς το βλέπετε γενικότερα και για τους συναδέλφους;

Κοιτάξτε, όταν έκανα, ας πούμε, μια μικρή παρένθεση σε αυτή τη συνεχή μου ενασχόληση με τη μετάφραση, που ήταν πάλι μετάφραση βέβαια, αλλά ήταν μαθήματα που έκανα στο ΕΚΕΜΕΛ και στο Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο, ιταλικής μετάφρασης, λογοτεχνικής, από ιταλικά στα ελληνικά, κι έλεγα στα παιδιά, νεότερα και λιγότερο νέα, «παιδιά, αν έχετε σκοπό να ταλαιπωρηθείτε και αν το αγαπάτε τόσο πολύ που θέλετε να σκλαβώσετε εφτά μέρες τη βδομάδα, δέκα ώρες τη μέρα να κάνετε αυτή τη δουλειά. Εάν δεν έχετε αυτή τη διάθεση μην το κάνετε καθόλου σαν δουλειά. Κάντε το σαν χόμπι, κάντε το για την πλάκα σας, κάντε το για να διασκεδάσετε αλλά όχι για να ζήσετε, γιατί δεν βγαίνει». Δηλαδή δουλεύω πραγματικά εφτά μέρες τη βδομάδα, μπορώ να σας πω ότι αυτή τη χρονιά οι μόνες μέρες που δεν δούλεψα ήταν χθες και σήμερα που είμαι εδώ, γιατί δεν μπορούσα να κουβαλήσω το λάπτοπ μαζί. Δουλεύω στις διακοπές, δουλεύω την Κυριακή, δουλεύω στις αργίες, δουλεύω την Πρωτοχρονιά, αλλά κατά καλή μου τύχη το αγαπώ τόσο πολύ που δεν με καταπιέζει, αυτό είναι το θέμα. Αυτό είναι, ότι το αγαπάω πάρα πολύ. Δηλαδή είναι τρόπος ζωής πια για μένα. Είναι η χαρά μου να βρω το αποτέλεσμα, να βρω τη λύση σε μια φράση που μπορεί να με παιδεύει, να ξυπνήσω τη νύχτα και να σκεφτώ ότι αυτό έτσι έπρεπε να το είχα πει και πάω και το σημειώνω. Κάπως έτσι. Και αυτό αποζημιώνει για όλη την κούραση, αλλά σίγουρα δεν είναι για βιοπορισμό αυτό. Είναι πολύ χαμηλές οι αμοιβές, γίνονται απίστευτα παζάρια και υπάρχει και η δυσκολία, μάλλον όχι δυσκολία, είναι μια πραγματικότητα, υπάρχει κόσμος ο οποίος είτε επειδή θέλει να δοκιμαστεί σε κάτι είτε επειδή έχει λίγο χρόνο περισσότερο είναι, ξέρω ‘γώ, δημόσιος υπάλληλος, χωρίς να θέλω να υποτιμήσω κανέναν, αλλά όλο και λίγο περισσεύει ο χρόνος, κάποιες αργίες, κάποια αυτά, να κάνουμε και μια μετάφραση. Οπότε αυτή η μετάφραση ουσιαστικά δεν κοστολογείται σαν μετάφραση. Είναι πάρτε την και ό,τι έχετε ευχαρίστηση. Αυτό καταστρέφει την αγορά μας, καταστρέφει τελείως το επάγγελμα. Γιατί αυτός ο συγκεκριμένος δεν έχει να πληρώσει το ταμείο του, δεν έχει να πληρώσει όλα αυτά τα έξοδα που έχει να κάνει, οπότε δεν τον απασχολεί αν η αμοιβή θα είναι αστεία. Θα είναι ένα χαρτζιλίκι παραπάνω. Οπότε εμείς οι χειρώνακτες της μετάφρασης πρέπει να έχουμε μονίμως επιχειρήματα και αντεπιχειρήματα για να μπορέσουμε να υποστηρίξουμε την αμοιβή μας και να τη διεκδικήσουμε και όλα αυτά. 

Και το θέμα των εισφορών είναι κάτι που αναφέρουν πολλοί συνάδελφοι με τους οποίους έχουμε μιλήσει, είναι η αλήθεια.

Είναι πάρα πολύ βαριές οι εισφορές και είναι και βαριές ιδίως επειδή δεν υπάρχει σταθερότητα στο επάγγελμα. Δηλαδή μπορεί να έχω τώρα πέντε βιβλία και αύριο να έχω ένα ή κανένα και να πρέπει να μεσολαβήσει ένα χρονικό διάστημα. Εγώ, δεν ξέρω αν έχετε πουθενά ξύλο να χτυπήσω, δεν έχει χρειαστεί να το ζήσω αυτό το πράγμα, αλλά το νιώθω από τους φίλους συναδέλφους κλπ. και τρελαίνομαι. Λέω δεν είναι δυνατόν να απαιτείται ένα ποσό κάθε μήνα από ανθρώπους οι οποίοι δεν έχουν δουλειά. Δεν γίνεται.

Πέρα από τον βιοπορισμό, είπατε ότι είναι και προφανώς κάτι που το αγαπάτε πάρα πολύ. Πέρα από αυτό πώς είναι το στάτους του μεταφραστή, πώς βλέπετε το μεταφραστικό στάτους σήμερα στην Ελλάδα, τη θέση του μεταφραστή; 

Και όχι μόνο στην Ελλάδα. Εγώ πιστεύω ότι και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, στην Ευρώπη –ας μιλήσουμε για κάτι που είναι πιο κοντά μας–, έχει αρχίσει λίγο να ανοίγει το τοπίο για μας, δηλαδή να υπάρχει μια αναγνώριση, να υπάρχει μια –πώς να πούμε– μια ικανοποίηση, μια προβολή του μεταφραστή. Έβλεπα παλιά βιβλία, μεταφρασμένα ξέρω ‘γώ, ρωσική λογοτεχνία, κάτι παλιά βιβλία, κιτρινισμένα, δεν υπάρχει μεταφραστής πουθενά. Πουθενά. Δεν υπάρχει το όνομα του. Δεν ξέρουμε ποιος το έχει μεταφράσει και δεν ενδιέφερε κανέναν. Αυτό έχει αλλάξει, κι αυτό είναι καλό, δηλαδή αυτή τη στιγμή έχουμε βραβεία να παίρνουμε και δεν το λέω με την έννοια του βραβείου ότι κάτι έγινε, γιατί τις περισσότερες φορές δεν είναι ούτε οικονομικά ούτε τίποτε, είναι μια ηθική ικανοποίηση, αλλά αυτό σημαίνει ότι κάτι άλλαξε, ότι κάποιοι άνθρωποι έχουν αρχίσει να αναγνωρίζουν τη μετάφραση σαν δημιουργία και όχι σαν μια τεχνική μεταφορά μιας σελίδας σε μια άλλη γλώσσα, αλλά σαν ένα αποτέλεσμα δημιουργικό.

Και μιας που μιλήσατε για βραβεία –προφανώς και αυτό δείχνει πρώτον την αναγνώριση που υπάρχει προς το πρόσωπο του μεταφραστή–, για εσάς προσωπικά που έχετε πάρει και το Βραβείο Μεταφρασμένης Λογοτεχνίας, πώς καθόρισε αυτό την πορεία σας στον χώρο; Ήταν μόνο ηθική ικανοποίηση; Ή σας βοήθησε και παρακάτω; 

Κοιτάξτε, το Κρατικό είχε ευτυχώς και κάποια οικονομική απολαβή, σημαντική θα έλεγα, παρότι κάθε χρόνο συρρικνώνεται κι αυτό, αλλά υπάρχουν άλλα τα οποία ήταν απλώς μια αναγνώριση και ήμουνα τυχερή, ευτυχής που είχα. Πιστεύω ότι όλο και κάποιο ρόλο θα παίξει, με την έννοια ότι επηρεάζει τον εκδότη. Σου λέει αυτή έχει πάρει ένα βραβείο, άρα για να δούμε, τι κάνει; Γιατί το πήρε; Αξίζει τον κόπο; Σίγουρα βοηθάει. Εγώ πιστεύω και σε όλους τους καλλιτεχνικούς και της διανόησης, ας πούμε, τομείς, παίζει έναν ρόλο το βραβείο. Χωρίς να σημαίνει ότι είναι αυτοσκοπός και χωρίς να σημαίνει ότι πάντα ανταποκρίνεται και στην πραγματική αξία ή πάντα αποδίδεται σ’ αυτόν που είναι ο καλύτερος πάντα. Δεν είναι απόλυτο, να μη τρελαινόμαστε, δηλαδή.

Η σχέση σας με την επιμέλεια και η άποψή σας για την επιμέλεια βασικά, ποια είναι; Και ποια η δυναμική εκδοτικού οίκου, μεταφραστή, επιμελητή; Πώς το βλέπετε;

Για μένα ο επιμελητής είναι πάρα πολύ σημαντικό πρόσωπο και πιστεύω ότι πάρα πολλές φορές έχει παίξει ρόλο καίριο στην τελική μορφή ενός βιβλίου. Υπάρχουν επιμελητές οι οποίοι είναι εξαιρετικοί, υπάρχουν επιμελητές οι οποίοι έχουν το σύνδρομο, που λέω και εγώ, του κόκκινου μολυβιού. Δηλαδή όσα πιο πολλά διορθώσουμε, τόσο πιο πολύ θα πει ότι δουλέψαμε. Αυτό για μένα είναι πολύ λάθος και πιστεύω ότι ο μόνος τρόπος να αποφευχθεί αυτό δεν είναι μόνο το να έχει κανείς έναν επιμελητή καλό. Είναι να έχει ταιριάξει με έναν επιμελητή και επίσης να έχει τη δυνατότητα της επικοινωνίας με τον επιμελητή, ώστε να μπορεί να κουβεντιάζουν τα θέματα που προκύπτουν και να μην τα αφήνει απλώς. Αλλά βέβαια αυτό προϋποθέτει χρόνο περισσότερο. Εγώ έχω, μπορώ να σας πω, σχεδόν μόνιμη συνεργασία, την παίρνω μαζί μου που λέω κι εγώ, με την Αρετή τη Μπουκάλα, η οποία είναι μια εξαιρετική επιμελήτρια, ένας εξαιρετικός άνθρωπος και με την οποία έχουμε βρει έναν κώδικα επικοινωνίας, δηλαδή ξέρει εκείνη ότι εκεί που θα επιμείνω κάποιο λόγο έχω και ξέρω κι εγώ ότι στα σημεία που μπορεί εκείνη να μου έχει υποδείξει, έχει κάποιο λόγο που τα έχει σημειώσει. Οπότε έχουμε μια αγαστή συνεργασία και έχουμε και μια επικοινωνία μέχρι την τελευταία στιγμή, μέχρι το τυπωθήτω είμαστε μαζί. Εγώ κοιτάω ηλιοτυπίες, δηλαδή, μέχρι διαστροφής, γιατί αυτό δεν είναι στις υποχρεώσεις μου καθόλου ούτε αμείβεται, φυσικά. Όπως επίσης δεν αμείβεται το ότι κοιτάζω μετά το βιβλίο όταν βγει, κι αν έχει ξεφύγει κάτι τους λέω στην επανέκδοση να το αλλάξουμε. Όλα αυτά είναι λίγο ακραία περιστατικά το ομολογώ αλλά δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, δεν μπορώ, δεν μου πάει να κάνω αλλιώς. Αισθάνομαι τεράστιο δέος απέναντι στον συγγραφέα που μεταφράζω και στον αναγνώστη που θα πάρει το βιβλίο. Και, επειδή εντωμεταξύ ζούμε και σε μια εποχή τεράστιας κρίσης και τεράστιας ανέχειας και ξέρω ότι ιδίως τα νέα παιδιά με μεγάλο κόπο ψωνίζουν ένα βιβλίο πλέον, αγοράζουν, και γι’ αυτό πολλές φορές τα δανείζονται, κυκλοφορούν τα βιβλία με διάφορους τρόπους και καλό είναι να συμβαίνει κι αυτό αν και δεν συμφέρει εμάς που τα μεταφράζουμε, αλλά σίγουρα είναι πολύ σημαντικό αυτός ο κόπος που γίνεται, αυτό το έξοδο, να έχει ένα αντίκρισμα, να είναι όσο το δυνατόν καλύτερα τα βιβλία, από κάθε άποψη, και ως το μέτρο που μου αναλογεί, στον βαθμό που μου αναλογεί, είναι να είναι όσο γίνεται πιο καλή η μετάφραση.

Και μιας που αναφέρατε τους συγγραφείς τώρα. Με τους συγγραφείς που μεταφράζετε έχετε κάποια σχέση; Επιχειρείτε να επικοινωνήσετε;

Να σας πω. Ντρέπομαι λίγο να τους ενοχλώ. Όταν βρίσκομαι σε δίλημμα κι έχω μια απορία ή κάτι που δεν μπορώ να το λύσω και είναι εν ζωή οι άνθρωποι, βέβαια, προϋπόθεση απαραίτητη, το κάνω. Δηλαδή σε ένα τελευταίο βιβλίο που μετέφρασα το οποίο ήταν απ’ τα πιο δύσκολα, για να ξανακάνω μια παρένθεση σε αυτό που λέγατε πριν, είναι η Υπόθεση αρχείου του Κλάουντιο Μάγκρις [Claudio Magris], ένα απίστευτο βιβλίο, ούτε ξέρω που θα μπορούσα να το εντάξω, ιστορικό είναι, fiction είναι, ανθρωπολογικό είναι, γλωσσολογικό, δεν ξέρω πώς μπορώ να το κατατάξω, είναι ένα πολυβιβλίο και είχε απίστευτες δυσκολίες, απίστευτες δυσκολίες, είχε γλώσσες από την Αϊτή, από κάτι παλιούς, απ’ το εξακόσια, απ’ το χίλια τόσο, από ούτε ξέρω, τώρα είμαι…, δηλαδή δεν θα μπορούσα να σας περιγράψω τις δυσκολίες που βρήκα. Και κάποια στιγμή ζήτησα μέσω του ατζέντη μήπως μπορούσα με τον καθηγητή Κλάουντιο Μάγκρις να επικοινωνήσω. Δεν θα το πιστέψετε, αυτός ο άνθρωπος, με το που του ζήτησα μια πληροφορία, μου έστειλε ένα κατεβατό πληροφορίες, από αυτές που δεν τις ήθελα καν, δηλαδή που είχα λύσει όλα αυτά τα προβλήματα και μετά επικοινωνήσαμε με mail και λοιπά και επικοινωνήσαμε και τηλεφωνικά και μου είπε ότι είναι στη διάθεσή μου, και ό,τι θέλω, και να μου εξηγήσει και το ένα και το άλλο, μου τα εξήγησε όλα, και μάλιστα στο τέλος μού έστειλε και ένα mail που μου λέει «Τώρα πια το βιβλίο δεν είναι δικό μου, είναι δικό μας!». Αυτά δεν τα λένε πολλοί, το έλεγα και προηγουμένως σε μια κουβέντα που είχαμε εδώ στην Έκθεση του Βιβλίου, δεν τα λένε πολλοί, γιατί υπάρχει μια περίεργη αντίληψη των καθηγητών και των ανθρώπων του πνεύματος που αποστασιοποιεί τον εαυτό τους από τους υπόλοιπους. Αυτός ο άνθρωπος ήταν μια έκπληξη για μένα. Το ίδιο συνέβη και με τον Τζέφρι Ευγενίδη που γνωριστήκαμε, και, αφότου γνωριστήκαμε, το βιβλίο είχε μια δεύτερη ζωή, γιατί το πήρε ένας άλλος εκδοτικός, το πήρε ο Πατάκης και το ξαναβγάλαμε, οπότε εκεί κάτι απορίες που είχα λυθήκανε μετά τη γνωριμία. Μια περίεργη ας πούμε, ήταν, ένας ήρωας λέγεται Chapter Eleven, Κεφάλαιο Έντεκα, και το αφήσαμε έτσι στην πρώτη εκδοχή, γιατί δεν είχα τρόπο να επικοινωνήσω, δεν είχα τρόπο να λύσω την απορία μου εν πάση περιπτώσει, γιατί αυτό ήταν. Το κεφάλαιο έντεκα είναι μια νομολογία που έχει να κάνει με τις χρεοκοπημένες ή υπό χρεοκοπία επιχειρήσεις στην Αμερική. Τρέχα γύρευε. Κι όταν μίλησα μαζί του, του λέω «Πες μου πώς να το κάνω;», λέω, «Γιατί προτείνω μια λέξη, να τον πούμε Φαλιμέντο τον ήρωα;», γιατί μοιάζει και με όνομα, είναι και η λέξη σχετική με τη χρεοκοπία και ενθουσιάστηκε, μου λέει αυτό θα πούμε, πες το έτσι. Κι έτσι στην επόμενη, στην καινούρια έκδοση του βιβλίου ο κύριος Chapter Eleven έγινε κύριος Φαλιμέντο.

Να ρωτήσουμε και κάτι σχετικά με την κριτική και τη λογοκρισία. Έχετε αισθανθεί ποτέ ότι δέχεστε λογοκρισία, ότι αναγκάζεστε να παρεκκλίνετε από την αρχική προσέγγιση;

Ότι δέχομαι εγώ ή ότι την προκαλώ εγώ, γιατί ντρέπομαι να πω τη λέξη;

Ότι δέχεστε πιο πολύ από τον επιμελητή ή τον εκδότη, προκειμένου να αλλάξετε κάτι.

Επειδή θα είναι προχωρημένο ή επειδή θα είναι λάθος;

Για οποιονδήποτε λόγο.

Α, γιατί λογοκρισία πάει ο νους μας σε κάτι απαγορευμένο, σε εισαγωγικά λογοκρισία. Ναι, μου έχει τύχει και μου έχει τύχει και να έχουμε μια κόντρα, ας πούμε, σχετική, αλλά πιστεύω ότι όταν υπάρχει καλή πρόθεση εκατέρωθεν, λύνονται αυτά τα προβλήματα. Εγώ συνήθως, ιδίως σε θέματα που είναι πολύ περίεργα, ιδιόρρυθμα, ας το πούμε, ιδιότυπα, το ψάχνω πάρα πολύ. Δηλαδή όταν καταλήγω σε μια λύση είναι γιατί δεν μπορεί να υπάρξει, κατά την άποψη μου πάντα, βέβαια, είναι προσωπικό αυτό, δεν μπορεί να υπάρξει άλλη. Αλλά να σκεφτείτε, ας πούμε, ότι όταν δουλεύω, αν πούμε ότι ένα βιβλίο έχει τελική μορφή εκατό σελίδων, η αρχική μορφή είναι εκατόν εξήντα, εκατόν εβδομήντα, γιατί έχω τις επιλογές δίπλα, αυτή τη λέξη, αυτή τη λέξη, εκείνη τη λέξη, τέσσερις λέξεις, πέντε, για να καταλήξω στη μία. Πάλι είναι πρόσθετος χρόνος, εκεί καταλήγουμε πάντα ότι ο χρόνος δεν μου περισσεύει ποτέ. Αλλά νομίζω ότι είναι μια καλή λύση αυτή, γιατί πάντα μια λέξη μπορεί να παίζει πολύ μεγάλο ρόλο, και γι’ αυτό στο τέλος της μετάφρασης, και το ‘λεγα και στα παιδιά πάντα, λέω «Να διαβάζετε μεγαλόφωνα!». Γιατί ο ρυθμός δεν πιάνεται όταν το διαβάζετε από μέσα σας. Αν δεν το διαβάσεις μεγαλόφωνα, να ακούσεις τη λέξη, να ακούσεις τη φράση, να έχει ρυθμό, να έχει ροή, να έχει μέτρο, δεν βγαίνει.

Όσον αφορά την κριτική, έχετε δεχτεί κριτική για τις μεταφράσεις σας; Σας επηρέασε αυτό κάπως; Γιατί στην Ελλάδα είναι ένας τομέας που δεν είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένος.

Ναι, κοιτάξτε υπάρχουν δύο τινά στους μεταφραστές, θα το πω και γενικότερα και θα πω και για τον εαυτό μου, αν ενδιαφέρει. Ότι σε έναν πολύ μεγάλο βαθμό, παρότι λέγαμε ότι έχει ανέβει κάπως ο μεταφραστής στα πράγματα τα λογοτεχνικά, παρ’ όλα αυτά, σπάνια αναφέρεται στις κριτικές. Βλέπουμε μια κριτική ένα κατεβατό ολόκληρο, μια σελίδα ολόκληρη, ας πούμε, σε μια εφημερίδα ή σε ένα περιοδικό και ο μεταφραστής άντε να υπάρχει κάτω-κάτω, να λέει εκδόσεις τάδε, μεταφραστής αυτός. Δεν υπάρχει σχόλιο. Απ’ την άλλη μεριά, βλέπουμε κάτι κριτικές του τύπου «πολύ ωραία και η μετάφραση», οπότε αυτό δεν είναι κριτική πια, αυτό είναι ένα σχόλιο που μπορεί να το κάνει ο οποιοσδήποτε. Οπότε κι εκεί δεν μας βοηθάει εμάς, δεν μας ανεβάζει σε ένα δεύτερο επίπεδο ας πούμε αυτό. Μου έχει τύχει όμως να έχω κριτική και να έχω και σχολιασμό, ευτυχώς ευμενή και να αισθανθώ πραγματικά ότι αυτός ο άνθρωπος που έγραψε την κριτική, έκατσε και το νοιάστηκε, το διάβασε, εντρύφησε μέσα, ας πούμε, εμβάθυνε στο βιβλίο. Αυτό είναι πολύ μεγάλη ικανοποίηση. Και σίγουρα μια καλή κριτική είναι μια ανάσα. Γιατί μου έχει τύχει να διαβάσω και για συναδέλφους, ευτυχώς, σας λέω, εγώ είχα την τύχη να μην έχω μια επίθεση απέναντί μου, αλλά μου έχει τύχει να δω, να πω ότι μπορεί να ήταν και δικαιολογημένη, βέβαια, η κακή κριτική, αλλά είναι σκληρό πράγμα να το βλέπεις γραμμένο αυτό το πράγμα, να βλέπεις γραμμένη αυτή την επίθεση.

Πριν σας αφήσουμε, δύο τελευταίες ερωτήσεις. Είστε αισιόδοξη για το μέλλον της μετάφρασης και των μεταφραστών στην Ελλάδα;

Εγώ είμαι αισιόδοξη γενικά. Βλέπω το ποτήρι μισογεμάτο, οπότε θα πω ότι είμαι αισιόδοξη και στον τομέα τον δικό μου, τον δικό μας. Πιστεύω ότι επειδή τελικά στις μεγάλες κρίσεις αυτά τα πράγματα που επιβιώνουν, σε οποιοδήποτε τομέα, είναι τα καλά πράγματα, τα πράγματα που αξίζουν, δηλαδή πώς λέμε καμιά φορά ότι μην πάρεις ένα φτηνό πράμα, δεν θα σου κρατήσει, πάρε κάτι ακριβό, μ’ αυτή τη λογική, πιστεύω ότι μια καλή δουλειά, που θα έχει γίνει με μεράκι, και που ελπίζουμε να έχει πληρωθεί κιόλας, ότι θα επιβιώσει, ότι θα αντέξει, δηλαδή, και θα πάει μπροστά τα πράγματα. Τώρα που τα παιδιά έχουνε και τη δυνατότητα να βοηθιούνται και με τις σπουδές τους που μπορεί να διευρύνονται, αλλά μπορεί να βοηθιούνται και μέσω του διαδικτύου, μέσω ενός πλήθους πληροφοριών, πιστεύω ότι μπορεί η μετάφραση να βελτιωθεί. Το θέμα είναι ότι πρέπει ο κόσμος να διαβάζει, δηλαδή τα παιδιά που δεν διαβάζουν και απλά πηγαίνουν σε μια σχολή μεταφραστική και δεν έχουν διαβάσει λογοτεχνία στη ζωή τους, δεν έχουν ελπίδες να κάνουν τίποτα, εγώ το πιστεύω αυτό, γιατί δεν μαθαίνονται, κάποια πράγματα δεν μαθαίνονται, κάποια πράγματα γίνονται βίωμα σιγά-σιγά μεγαλώνοντας μέσα από το διάβασμα.

Με αφορμή αυτό, κλείνοντας, μια συμβουλή που θα δίνατε σε φοιτητές οι οποίοι θέλουν να ασχοληθούν με τη μετάφραση στο μέλλον;

Με τη μετάφραση; Να την αγαπάνε πολύ, να δουλεύουνε με πολύ πάθος, με πολλή αγάπη προς τον συγγραφέα και με πολύ δέος και σεβασμό προς τον συγγραφέα και να μη φοβούνται ότι θα τους πουν κάποια στιγμή ότι η μετάφραση τους είναι πιστή. Εγώ πιστεύω ότι καλό είναι να είναι πιστή η μετάφραση αρκεί το τελικό αποτέλεσμα να είναι ένα λογοτέχνημα ελληνικό. 

Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ για τον χρόνο σας, να είστε καλά και καλή συνέχεια.

Εγώ ευχαριστώ πάρα πολύ, παιδιά, καλή συνέχεια και να πάνε όλα καλά στο project σας.

Βιογραφικό

Η Άννα Παπασταύρου γεννήθηκε στην Αμοργό. Μεταφράζει επαγγελματικά από τα ιταλικά, τα αγγλικά και τα γαλλικά, κυρίως και (σχεδόν αποκλειστικά πια) λογοτεχνία. Επίσης ασχολείται με τη διασκευή κλασικών έργων για παιδιά καθώς και με την ποιητική διασκευή κλασικών. Ενδεικτικά, κάποιοι από τους συγγραφείς που έχει μεταφράσει είναι οι: Umberto Eco, Cesare Pavese, Alessandro Baricco, Ernest Hemingway, Mark Twain, Terry Pratchett, Jeffrey Eugenides. Έχει λάβει το Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης Ιταλικής Λογοτεχνίας του ΕΚΕΜΕΛ 2007 για το βιβλίο Ο κήπος των Ρενάλ του Andrea Canobbio (εκδ. Ψυχογιός) και το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης Έργου Ξένης Λογοτεχνίας στην Ελληνική Γλώσσα 2009 για το βιβλίο Ιστορία σαν παραμύθι του Alessandro Baricco (εκδ. Πατάκη).

Επιλεγμένες μεταφράσεις

Eco, Umberto (1997). Πέντε ηθικά κείμενα [Cinque scritti morali]. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Twain, Mark (2001). Οι περιπέτειες του Τομ Σόγερ [Tom Sawyer]. Αθήνα: Παπαδόπουλος.

Eugenides, Jeffrey (2003). Middlesex. Ανάμεσα στα δύο φύλα: Μυθιστόρημα [Middlesex]. Αθήνα: Libro.

Pavese, Cesare (2005). Το φεγγάρι και οι φωτιές [La luna e i falò]. Αθήνα: Μεταίχμιο.

Pratchett, Terry (2005). Οι στρίγκλες [Wyrd Sisters]. Αθήνα: Ψυχογιός.

Canobbio, Andrea (2006). Ο κήπος των Ρενάλ [Il naturale disordine delle cose]. Αθήνα: Ψυχογιός.

Hemingway, Ernest (2006). Για ποιον χτυπά η καμπάνα [For Whom the Bell Tolls]. Αθήνα: Καστανιώτη.

Piperno, Alessandro (2007). Με τις χειρότερες προθέσεις [Con le peggiori intenzioni]. Αθήνα: Πατάκη.

Baricco, Alessandro (2008). Ιστορία σαν παραμύθι [Questa storia]. Αθήνα: Πατάκη.

De Luca, Erri (2015). Το βάρος της πεταλούδας [Il peso della farfalla]. Αθήνα: Κέλευθος.

Magris, Claudio (2017). Υπόθεση αρχείου [Non luogo a procedere]. Αθήνα: Καστανιώτη.

Joyce, James (2020). Επικίνδυνη γραφή. Σκέψεις για τη ζωή, την τέχνη, τη λογοτεχνία [Scrivere pericolosamente: Riflessioni su vita, arte, letteratura]. Αθήνα: Πατάκη.

Βραβεία

Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης Ιταλικής Λογοτεχνίας του ΕΚΕΜΕΛ 2007

Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης 2009

Συνέντευξη: Φωτεινή Πατεινάρη και Λίντα Χύτη
Ημερομηνία και τόπος: Μάιος 2018, Θεσσαλονίκη
Παραπομπή: Βηδενμάιερ, Ανθή, Λάμπρου, Δέσποινα και Πατεινάρη, Φωτεινή (2021). «Συνέντευξη με την Άννα Παπασταύρου», Πορτρέτα μεταφραστριών και μεταφραστών. Θεσσαλονίκη: Τμήμα Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Κατηγορία: μεταφράστρια/μεταφραστής, αγγλικά–ελληνικά, μετάφραση πεζογραφίας, μετάφραση παιδικής λογοτεχνίας, γαλλικά–ελληνικά, ιταλικά–ελληνικά